Όσοι τάσσονται καλοπροαίρετα υπέρ της δραχμής δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι, για να εισάγουμε στο μέλλον οτιδήποτε, θα έπρεπε προηγουμένως να αγοράζουμε δολάρια ή ευρώ – σε μία ισοτιμία, η οποία δεν θα καθοριζόταν από εμάς.

“Η Γερμανία κάνει πάρα πολλά λάθη, τα οποία έχουμε αναλύσει αρκετές φορές στο παρελθόν – εκτός του ότι, ο κεντρικός στόχος της είναι η κυριαρχία της Ευρώπης.

 

Εν τούτοις, η επιμονή της σε εκείνο το σημείο του συμφώνου δημοσιονομικής πειθαρχίας, το οποίο θα απαγορεύει στις κυβερνήσεις να δαπανούν περισσότερα από όσα εισπράττουν, είναι πάρα πολύ σωστή – πόσο μάλλον όταν η εθνική κυριαρχία, η ελευθερία και η ανεξαρτησία μίας χώρας κινδυνεύει και απειλείται τα μέγιστα, από τα χρέη, τους τοκογλύφους και τους μπράβους τους, όπως το ΔΝΤ”.

Ακολουθούν ορισμένα μικρά, ανεξάρτητα μεταξύ τους κείμενα, τα οποία αναφέρονται σε διάφορα θέματα που απασχολούν πολλούς από εμάς.

Κείμενα

Έχουμε την άποψη ότι, όλες οι συζητήσεις, οι οποίες δυστυχώς συνεχίζονται, περί ευρώ ή δραχμής, πρέπει να σταματήσουν αμέσως – αφού δεν είναι απλά ανόητες, αλλά εντελώς αντίθετες με τα συμφέροντα της πατρίδας μας.

Αναλυτικότερα, το ευρώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αποθεματικό νόμισμα του πλανήτη – ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τις χώρες που το έχουν στη διάθεση τους. Αρκεί κανείς να γνωρίζει ότι, οι Η.Π.Α. θα είχαν προ πολλού χρεοκοπήσει, εάν δεν είχαν το δολάριο (οι οφειλές τους είναι σε δολάρια, οπότε είναι αδύνατον να πτωχεύσουν, αφού μπορούν πάντοτε να τυπώνουν νέα χρήματα), για να καταλάβει τη σημασία του.

Επίσης ότι, για να καταφέρει το κινεζικό γουάν να αποκτήσει αυτή τη θέση, θα χρειαστούν (εάν) τουλάχιστον δέκα χρόνια. Απλούστερα, πρόκειται για συνάλλαγμα – για ένα «μέσον συναλλαγών» δηλαδή, το οποίο είναι παγκοσμίως αποδεκτό και επιθυμητό.

Περαιτέρω, συμβάλλαμε και εμείς στο να αποκτήσει το ευρώ αυτήν την ισχυρή θέση στον πλανήτη – ενώ φυσικά το πληρώσαμε ακριβά, μεταξύ άλλων επειδή η αύξηση της τιμής του μείωσε σημαντικά τις εξαγωγές μας και «αποβιομηχανοποίησε» τη χώρα μας. Ας μην ξεχνάμε ότι, η ισοτιμία του με το δολάριο, όταν εμφανίσθηκε, ήταν περί το 0,80 – για να φτάσει έως και το 1,60 αργότερα, υποχωρώντας στα σημερινά επίπεδα του 1,30 (σαν αποτέλεσμα της προκληθείσας από τις Η.Π.Α. χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία οδήγησε στην κρίση χρέους και δανεισμού της Ευρώπης).

Συνεχίζοντας, όλοι όσοι τάσσονται καλοπροαίρετα υπέρ της δραχμής, μάλλον δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι, για να εισάγουμε στο μέλλον οτιδήποτε, θα έπρεπε προηγουμένως να αγοράζουμε δολάρια ή ευρώ – σε μία ισοτιμία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα καθοριζόταν από εμάς.

Ειδικά για μία χώρα, οι εισαγωγές της οποίας είναι πλέον κατά πολύ υψηλότερες από τις εξαγωγές της, κάτι τέτοιο θα ήταν το λιγότερο καταστροφικό – ενώ για να επαναβιομηχανοποιηθεί η Ελλάδα και να καταφέρει να γίνει εξαγωγικά ανταγωνιστική, απαιτείται, το ελάχιστο, μία δεκαετία (τόσο διήρκεσε η εσωτερική υποτίμηση στη Γερμανία, για να την οδηγήσει στη σημερινή της θέση).

Από την άλλη πλευρά τώρα, το εκλογικό δίλημμα «μνημόνιο ή δραχμή», είναι εντελώς ανυπόστατο. Κανένας δεν μπορεί να μας αποβάλλει από την Ευρωζώνη, κανένας δεν μπορεί να μας αναγκάσει να αποχωρήσουμε οικιοθελώς και κανένας δεν μπορεί να μας στερήσει τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Εκτός αυτού, όλοι οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Γερμανοί γνωρίζουν ότι, το μνημόνιο και οι δανειακές συμβάσεις που υπεγράφησαν από τους δήθεν εκπροσώπους μας, είναι εκτός των πλαισίων της νομιμότητας.

Ειδικότερα, καμία χώρα στην ιστορία δεν έχει ποτέ αποδεχθεί την πλήρη κατάλυση της εθνικής της κυριαρχίας – όπως συνέβη με την Ελλάδα, μετά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και του PSI.

Για να γίνει κατανοητό το πόσο παράνομη είναι η συμφωνία με ένα παράδειγμα, είναι σαν να μας ζητάει μία τράπεζα εγγύηση, για την έγκριση ενός δανείου ύψους 10.000 €, όλα μας τα περιουσιακά στοιχεία – αξίας πολλών εκατομμυρίων. Έτσι φυσικά δεν μπορούμε (δεν επιτρέπεται) να απευθυνθούμε σε καμία άλλη «τράπεζα», εάν τυχόν μας προκύψει μία έκτακτη ανάγκη – με κίνδυνο φυσικά να κατασχεθούν όλα μας τα περιουσιακά στοιχεία (να ενοικιασθούν τα έσοδα τους για 99 χρόνια κλπ.), εάν δεν τηρηθεί επακριβώς η σύμβαση.

Η πληρωμή του ομολόγου «αγγλικού δικαίου» (όπως είναι πλέον τα καινούργια που εκδώσαμε με το PSI, σαν αντάλλαγμα για τα παλαιότερα) των 435 εκ. € στο 100% της αξίας του, τεκμηριώνει τα παραπάνω – αφού, εάν δεν πληρωνόταν, θα διαμαρτύρονταν όλα τα επόμενα (περί τα 7 δις €), παρά το ότι δεν ήταν ληξιπρόθεσμα (crossdefault), οπότε η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε επίσημα (creditevent).

Δυστυχώς αυτήν την αποικιοκρατική σύμβαση υποτέλειας αποδέχθηκαν εκείνοι οι πολιτικοί μας, οι οποίοι ζητούν ξανά την ψήφο μας – όχι απλά για να κυβερνήσουν, αλλά για να μην αποκαλυφθεί τι ακριβώς υπέγραψαν και για να μην τιμωρηθούν.

Η απειλή μίας αυτοεκπληρούμενης προφητείας

«Αντιμετωπίζουμε και απειλούμαστε από έναν και μοναδικό κίνδυνο, να βγούμε (οικιοθελώς φυσικά) από την Ευρωζώνη και την ΕΕ: από τη μαζική υστερία, η οποία θα προκαλούσε ένα bankrun, το οποίο με τη σειρά του θα κατέληγε στην απορρύθμιση και στην κατάρρευση του συστήματος – ενδεχομένως σε ένα βίαιο, απολυταρχικό καθεστώς».

Τα περισσότερα ΜΜΕ αναφέρονται σε μία ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ενώ το εκβιαστικό δίλημμα «Μνημόνιο ή Ευρώ» χρησιμοποιείται ανεύθυνα από ορισμένα πολιτικά κόμματα, με στόχο την εκλογική τους νίκη – χωρίς να ενδιαφέρονται για τη χώρα τους, η οποία κινδυνεύει από αυτές ακριβώς τις «εγκληματικές» συμπεριφορές.

Τα συνεχή μηνύματα που λαμβάνουμε, έχουν κυρίως σχέση με το εάν τα ευρώ των Ελλήνων θα μετατρεπόταν υποχρεωτικά σε δραχμές, εφόσον η Ελλάδα θα επανάφερε το εθνικό της νόμισμα. Η απάντηση είναι δυστυχώς θετική, ενώ παράλληλα θα μετατρεπόταν όλες οι καταθέσεις στο νέο νόμισμα, σε μία σταθερή ισοτιμία – η οποία πιθανολογούμε πως θα κατέρρεε, αφού θα έσπευδαν όλοι να πάρουν τα χρήματα τους από τις τράπεζες, έστω σε δραχμές, υποθέτοντας ότι θα υποτιμηθούν «ακαριαία».

Επίσης, θα απαγορευόταν δια νόμου η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, θα προστατευόταν τα σύνορα για να μην εξαχθούν, «λαθραία» πλέον, τα ευρώ των κατοίκων της χώρας ενώ τα εισαγόμενα ευρώ (τουρισμός κλπ.), θα αντιμετωπιζόταν σαν συνάλλαγμα.

Εδώ οφείλουμε να τονίσουμε ότι, ο κίνδυνος μίας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας της χώρας μας αυξάνεται ραγδαία, αφού όσο πιο πολλές τέτοιες αναφορές εμφανίζονται στα ΜΜΕ, τόσο πιο πολύ φοβούνται οι καταθέτες – με αποτέλεσμα να αποσύρουν καταρχήν σταδιακά τα χρήματα τους από τις τράπεζες (Bankjog) και στη συνέχεια μαζικά (Bankrun), κάτω από συνθήκες πανικού.

Σε μερικές περιπτώσεις όμως αρκεί να αποσυρθεί, ξαφνικά και απότομα, το 3-5% των καταθέσεων, για να γίνει δραματική η κατάσταση των τραπεζών – αφού στη συνέχεια η είδηση μεταφέρεται στους επόμενους, οι οποίοι πηγαίνουν με τη σειρά τους στις τράπεζες για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους κοκ.

Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» ή «ανάδραση» – όπου η σημερινή συμπεριφορά μας επηρεάζει το μέλλον μας, ενώ, στη συνέχεια, ο «νοητικός» επηρεασμός του μέλλοντος επιδρά στο παρόν (οι μεταβολές στις τρέχουσες προσδοκίες επηρεάζουν το μέλλον, το οποίο προεξοφλούν κοκ.).

Για παράδειγμα, η Moody’s υποτιμάει τις ισπανικές τράπεζες, με αποτέλεσμα να αποσύρουν όλο και περισσότεροι τις καταθέσεις τους. Η αναχρηματοδότηση των τραπεζών γίνεται συνεχώς δυσκολότερη, η ΕΚΤ είναι απρόθυμη να βοηθήσει πέρα από κάποιο σημείο και το κράτος αναλαμβάνει τη διάσωση τους (Bankia) – με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να αυξάνεται ραγδαία, τα επιτόκια δανεισμού του κράτους (spreads) να ακολουθούν και η προεξοφλούμενη, θεωρητική κατάρρευση να γίνεται πραγματικότητα.

Εάν συμβεί κάτι τέτοιο στη Ισπανία, αφενός μεν η οικονομία της είναι πολύ μεγάλη για να διασωθεί από την ΕΕ, αφετέρου δε θα ακολουθήσουν σε χρόνο μηδέν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Γαλλία κλπ. – με αποτέλεσμα το Ευρώ, όπως και η ΕΚΤ, να είναι πια ιστορία και παρελθόν. Ψυχραιμία λοιπόν, υπομονή, αναμονή εντός του ευρώ και αδιαφορία απέναντι στις ανεύθυνες αναφορές των όποιων «διατεταγμένων» ΜΜΕ και πολιτικών – Ελλήνων και ξένων.

Ελλάδα ώρα μηδέν

“Το μήνυμα των εκλογών, η απόφαση καλύτερα των Ελλήνων, είναι ξεκάθαρη: Σε γενικές γραμμές λοιπόν,  (α) απελευθέρωση από τα νύχια του ΔΝΤ (65%),  (β) συνδυασμός της πολιτικής λιτότητας, χωρίς νέα μέτρα, με ανάπτυξη,  (γ) παραμονή στην Ευρωζώνη (σχεδόν 90%),  (δ) συνεργασία τουλάχιστον τριών κομμάτων στην κυβέρνηση,  (ε) άμεση λύση του τεράστιου προβλήματος της λαθρομετανάστευσης  (στ) κάθαρση και τιμωρία όλων αυτών που οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία. Παράλληλα, η πτώση των ποσοστών του δικομματισμού, από σχεδόν 80% κάτω από το 35% αποτελεί μία δυναμική κοινοβουλευτική επανάσταση – μοναδική στην Ιστορία, σε μία ανεπτυγμένη, δυτική χώρα”.

Έχουμε την άποψη ότι, όλες οι συζητήσεις και τα δημοσιεύματα περί ευρώ, δραχμής, υπέρ και κατά, εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, εκβιαστικών διλημμάτων των Ελλήνων, ανόητων εκβιασμών των Ευρωπαίων κλπ. πρέπει να σταματήσουν – πριν είναι ακόμη πολύ αργά και ακολουθήσει μία εκτεταμένη επίθεση εναντίον των τραπεζών η οποία, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη κατάρρευση των εσόδων του Δημοσίου, θα έδινε τη χαριστική βολή στην εξουθενωμένη Οικονομία μας.

Επίσης οφείλει να σταματήσει η καταστροφική «πολιτική πόλωση», η οποία διαπιστώνεται σήμερα, ενώ εντείνεται μέρα με την ημέρα, αφού δεν ωφελεί κανέναν. Στόχος μας δεν μπορεί να είναι άλλος από τη συνεργασία όλων, με στόχο το συλλογικό, το εθνικό καλό – επειδή μόνο έτσι είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί το ατομικό καλό.

Παράλληλα, είναι ίσως η σωστή χρονική στιγμή να αλλάξουμε την εσφαλμένη εικόνα, την οποία έχουμε δώσει στους πιστωτές μας – ιδιώτες και κράτη. Οφείλουμε λοιπόν να τους διαβεβαιώσουμε, υπερήφανα και χωρίς να σκύβουμε συνεχώς το κεφάλι ότι, ο σκοπός μας δεν είναι να μην πληρώσουμε τα χρέη μας αλλά, αντίθετα, να τα εξοφλήσουμε έντιμα, στο σύνολο τους, αρκεί να μας προσφερθούν οι σωστές προϋποθέσεις:

“Χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1,3% και μακροπρόθεσμες δόσεις αποπληρωμής – ενδεχομένως με μία περίοδο χάριτος ενός ή δύο ετών, εντός την οποίας θα εξασφαλίσουμε τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα”.

Από την άλλη πλευρά, σε όσους συνεχίζουν να υποστηρίζουν το λογιστικό έλεγχο του χρέους, όπως κάναμε και εμείς μέχρι πρόσφατα (πριν το PSI), θα έπρεπε να αναφέρει κανείς ότι, όλα τα παλαιά δάνεια της χώρας μας έχουν πλέον αντικατασταθεί με καινούργια – μετά το διακρατικό δανεισμό μας και το PSI. Επομένως, τυχόν «ατασθαλίες» των προηγουμένων δανειστών μας, καλώς ή κακώς, έχουν «παραγραφεί» – οπότε είναι αδύνατον να μειωθεί το χρέος, deJura και deFacto.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να πείσουμε ότι μπορούμε και θέλουμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας – χωρίς την παρουσία των μπράβων των τοκογλύφων και των καταστροφικών μνημονίων τους, τα οποία οδηγούν την Ελλάδα, αργά αλλά σταθερά, στην έξοδο από την Ευρωζώνη, στη λεηλασία της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση και στις κοινωνικές αναταραχές (για τις οποίες κανένας δεν μπορεί να προβλέψει που θα κατέληγαν).

Είναι άλλωστε ανόητο να υπομένουμε αυτήν την καταστροφή (ανεργία, μαζικό κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κατάρρευση του χρηματιστηρίου, ραγδαία πτώση των τιμών των ακινήτων, εγκληματικότητα, συνεχιζόμενη ύφεση κλπ.), απλά και μόνο για την εξασφάλιση νέων δανείων, τα οποία μας οδηγούν όλο και πιο κοντά στον γκρεμό.

Είναι σαν να αρνούμαστε την πληρωμή χρέους ύψους 50 χιλ. €, για ένα σπίτι αξίας πολλών εκατομμυρίων, με κίνδυνο να το χάσουμε στον πλειστηριασμό (η πατρίδα μας έχει πολλαπλά περιουσιακά στοιχεία, από όσα οφείλει – επίσης οι πολίτες της), ή να ζητάμε δάνειο 50 χιλ. €, βάζοντας υποθήκη ακίνητα αξίας δεκάδων εκατομμυρίων (!).

Τέλος, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η λύση είναι να σταματήσουμε αμέσως να δεχόμαστε την εκταμίευση των δόσεων εκ μέρους της Τρόικας, με τις οποίες ουσιαστικά πληρώνονται μόνο οι δανειστές μας – αφού ο μοναδικός ίσως τρόπος για να αποφύγουμε την υποθήκευση της πατρίδας μας, την οποία αποδέχθηκαν οι (δήθεν) εκπρόσωποι μας στη Βουλή, είναι να μην πάρουμε τα δάνεια που εγκρίθηκαν, με τους γνωστούς «εγκληματικούς» όρους.

Όπως έχουμε επίσης αναφέρει, αυτό θα σήμαινε την αναβολή των πληρωμών προς τους πιστωτές μας – έτσι ώστε να αναγκασθούν να διαπραγματευθούν μαζί μας, προτείνοντας μία λογική αποπληρωμή του χρέους μας (καμία διαγραφή, επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης, χαμηλά επιτόκια κλπ.), καθώς επίσης βιώσιμες συνθήκες για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Φυσικά απαραίτητη προϋπόθεση ήταν και είναι η ύπαρξη μιας εκλεγμένης κυβέρνησης συνεργασίας, έτσι όπως το απαίτησαν οι Έλληνες Πολίτες στις πρόσφατες εκλογές – γεγονός όμως που δυστυχώς δεν έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν τα πολιτικά κόμματα τα οποία, ακόμη μία φορά, δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν και στάθηκαν πολύ κατώτερα των περιστάσεων.

Στα ίχνη της Αργεντινής

Πολύ φοβόμαστε ότι, η Ελλάδα οδηγείται δυστυχώς στα ίχνη της Αργεντινής – αφού οι ομοιότητες με εκείνη την εποχή είναι κάτι παραπάνω από μεγάλες.

Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις – παρά το ότι γνώριζε ότι, υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.

Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνηση της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή – αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.

Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.

Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματα τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο αφού έβλεπαν ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματα τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.

Παράλληλα οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.

Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει – ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.

Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζες της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ. (άρθρο μας).

Ολοκληρώνοντας, εάν συγκρίνει κανείς τα παραπάνω με την Ελλάδα στη θέση της Αργεντινής και την Ευρωζώνη στη θέση της Mercosur, θα οδηγηθεί σε δυσοίωνα συμπεράσματα. Παρά το ότι η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, ενώ η Ευρωζώνη μία πολύ ισχυρότερη ένωση, οι ομοιότητες παραμένουν αρκετά μεγάλες – πόσο μάλλον όταν πολλές χώρες μαζί της Ευρωζώνης φαίνεται να αντιμετωπίζουν αντίστοιχα μεγάλα προβλήματα, ενώ το ευρώ είναι στο στόχο τόσο των αγορών, όσο και των Η.Π.Α.

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright)

Αθήνα, 23. Μαΐου 2012

viliardos@kbanalysis.com 

casss

Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.