«Ότι είναι νομιμοφανές, δεν είναι και νόμιμο»… Χρειάστηκε να φτάσει η χώρα στο χείλος της αβύσσου, για να ανοίξει ο δρόμος ώστε να μπορεί πλέον το ελληνικό δημόσιο να ανακτήσει όσα -διαπιστωμένα μετά από ελέγχους και πορίσματα- ανακάλυψε πως επί χρόνια και δεκαετίες τρώγανε τα πάσης φύσεως «τρωκτικά», με νομιμοφανείς όμως τρόπους.

Με έγγραφό του το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους «στέλνει σήμα» στους δημοσιονομικούς ελεγκτές ότι πλέον ο αγώνας τους και οι έλεγχοι που διενεργούν, θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα και θα οδηγούν και σε ανάκτηση των χρημάτων, από όσους διαπιστώνεται πως παρατύπως “τα τσέπωναν”, χωρίς να σκοντάφτουν σε νομικίστικα και άλλης φύσεως εμπόδια που ως τώρα εμπόδιζαν την είσπραξή τους.

Συγκεκριμένα με το έγγραφο αυτό ενεργοποιείται η διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 45 του τελευταίου νόμου που κατέθεσε ο υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης (Ν. 4071/2012), με το οποίο κλείνει η νομική «Κερκόπορτα» που ευνοούσε τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και επέτρεπε στους «χρυσοκάνθαρους» του Δημοσίου να εισπράττουν παρανόμως εκατομμύρια ευρώ για «μαϊμού» υπερωρίες, επιδόματα και συμμετοχές σε πολλαπλές επιτροπές κλπ, γνωρίζοντας πως ποτέ δεν θα τους ζητηθεί να τα επιστρέψουν πίσω.

Μέχρι τώρα, όπως τονίζουν στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αλλά και ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής, οι δημοσιονομικοί έλεγχοι έδειχναν παραβάσεις αλλά το Ελεγκτικό Συνέδριο εμπόδιζε το Κράτος να ανακτήσει χρήματα που του ανήκουν, με μια νομολογία που θεωρούσε πως όταν ο Πάρεδρος ή Επίτροπος του ΕΣ έχει προεγκρίνει τις συγκεκριμένες δαπάνες, αυτές έχουν a priori το τεκμήριο της νομιμότητας και δεν μπορούν να υποστούν κατασταλτικό έλεγχο.

Έμεναν έτσι ασύδοτοι χωρίς καταλογισμούς και χρηματικές ποινές, όσοι είχε ήδη αποδειχτεί πως έβαλαν χέρι ή διασπάθισαν δημόσιο χρήμα, παρά την «προβειά» της νομιμότητος που είχαν οι απολαβές τους.

“Δούρειος Ίππος” το Ελεγκτικό Συνέδριο

Ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης έχει αποστείλει στη Δικαιοσύνη περισσότερες από 1.000 υποθέσεις παρανόμων πληρωμών αλλά σε πολλές περιπτώσεις το Κράτος δεν μπορούσε να ζητήσει «πίσω τα λεφτά» (ως «αχρεωστήτως καταβληθέντα»), έστω και αν αποδεδειγμένα δεν έπρεπε να τα έχει πληρώσει ποτέ, γιατί προσέκρουε στη συγκεκριμένη νομολογία. Παρά δηλαδή τις αποκαλύψεις των ελεγκτών, το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρούσε εξ ορισμού νόμιμη τη δαπάνη που είχε προεγκρίνει και προσέφερε «οχυρό» για όσους πιάνονταν να τρώνε «με χρυσά κουτάλια», να μην επιστρέφουν αυτά τα χρήματα.

Για να γίνει δυνατός ο καταλογισμός σε βάρος υπαλλήλων για «αχρεωστήτως ληφθείσες αποδοχές», η νέα διάταξη επιτρέπει πλέον την αναθεώρηση των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής δαπανών, έστω και αν έχουν εγκριθεί από Πάρεδρο ή Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη φάση του «προληπτικού ελέγχου» που διενεργεί το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Γίνεται έτσι δεκτό ότι η κατ΄ αρχήν έγκριση νομιμότητος της δαπάνης που γίνεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν αποτελεί θέσφατο, αλλά μπορεί να ανατραπεί ύστερα από αίτηση του υπουργού Οικονομικών, εάν επικαλεστεί πχ «πλάνη περί το νόμο» ή μετά από εντοπισμό νέων στοιχείων κατά τη διενέργεια διοικητικών ελέγχων, που στοιχειοθετούν αντικειμενικά την απόρριψη της θεωρημένης δαπάνης.

Το τέλειο άλλοθι

Με το νόμο-παγίδα που προϋπήρχε, συχνά το Ελεγκτικό Συνέδριο καθυστερούσε τον έλεγχο ενώ αρκείτο στους «προληπτικούς ελέγχους» νομιμότητος μιας δαπάνης, χωρίς να γίνεται έλεγχος ουσίας. Ουσιαστικά αποτελούσε ασπίδα προστασίας μιας στρατιάς παχυλά αμειβόμενων στελεχών του δημοσίου και καταργούσε τα ελεγκτικά σώματα!

Κάθε χρόνο το Ελεγκτικό Συνέδριο προεγκρίνει εντάλματα πληρωμής του δημοσίου ύψους 140 δισ. ευρώ (διάφορες πληρωμές για μισθούς, συμβάσεις κλπ). Πρόκειται για συναλλαγές και πληρωμές υπουργείων, ΟΤΑ, ασφαλιστικών ταμείων, ΝΠΙΔ κλπ.

Ο προληπτικός αυτός έλεγχος απορρίπτει ετησίως για τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους δαπάνες περίπου 1 δισ. ευρώ με ελλειπή παραστατικά και επιστρέφει αθεώρητα τα εντάλματα. Όλα τα υπόλοιπα προεγκρίνονται. Μετά την αρχική έγκριση, μόνο ένα μικρό μέρος από τον πακτωλό των 140 δισ. υπόκειται πλέον σε δειγματοληπτικό κατασταλτικό έλεγχο.

Άρα όταν κάποτε εντοπίζει κάτι στραβό όπως μια περίπτωση διασπάθισης, το δημόσιο θα έπρεπε να μπορεί να ζητήσει πίσω όλα τα χρήματα, για όλα τα χρόνια που αποκαλύπτεται πως γινόταν η παρανομία.

Σε πολλές υποθέσεις όμως που μετά από έλεγχο, το δημόσιο ζητούσε να του επιστραφούν χρήματα, έμπαινε μπροστά το Ελεγκτικό Συνέδριο που γνωμοδοτούσε αρνητικά, επαναλαμβάνοντας μονότονα πως «μετά τη θεώρηση των χρηματικών ενταλμάτων δεν νοείται αμφισβήτηση της ορθότητας της κρίσης του Επιτρόπου, δεδομένου μάλιστα ότι από τις κείμενες διατάξεις δεν προβλέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος κατά αυτής».

Όπως επισημαίνουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αλλά και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέναδρος Ρακιντζής -που κίνησε την υπόθεση με επιστολές του προς την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών και ειδικά στον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο- η στάση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αποβαίνουν ανώφελοι οι έλεγχοι που ασκούνταν, εφόσον τελικά στερούνταν της δυνατότητας διενέργειας καταλογισμού χρημάτων.

Ως αποτέλεσμα, οι υπάλληλοι αρνούνταν να επιστρέψουν τα χρήματα, υποστηρίζοντας πως οι αμοιβές τους ήταν τυπικά νόμιμες, εφόσον εξοφλήθηκαν με χρηματικό ένταλμα που θεωρήθηκε από τον αρμόδιο επίτροπο ή πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες έλεγχοι έχουν διαπιστώσει ότι δημόσιο χρήμα έχει «φαγωθεί» και παρά ταύτα δεν επιστρέφεται στο Δημόσιο λόγω της προέγκρισης που έχει δοθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι πάμπολλες. Οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι ήταν οι εξής που, μετά από διενέργεια δημοσιονομικών ελέγχων, τα πορίσματα έδειξαν ότι:

– στον ΟΕΕΚ μοιράστηκαν τουλάχιστον 3 εκατ. ευρώ «αχρεωστήτως καταβληθείσες» αποδοχές και αποζημιώσεις σε υπαλλήλους, μετά από θεώρηση σχετικών χρηματικών ενταλμάτων.

– στην ΥΠΑ μια ντουζίνα υπάλληλοι απεσπασμένοι στο εξωτερικό (σε Καναδά και Βρυξέλες), εισέπρατταν το αυξημένο ποσό της αποζημίωσης EUROCONTROL (ανέρχεται και στα 1.500 ευρώ μηνιαίως) ενώ παράλληλα ορισμένοι υπέγραφαν «παρών» στις μονάδες τους στην Ελλάδα για να εισπράττουν το επίδομα, ενώ πολλοί υπάλληλοι πληρώνονταν για «μαϊμού» υπερωρίες.

– στο ΝΑΤ ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και η Γεν. Διευθύντρια είχαν εισπράξει «πάγια γραφικά έξοδα» χιλιάδων ευρώ, χωρίς να τα δικαιούνται.

– Στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μοιράστηκαν δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε πλασματικές υπερωρίες και επιτροπές «μαϊμού»

Πίσω από την τυπολατρία όμως κρύβονταν ίσως και ιδιοτελή συμφέροντα, αφού συχνά διαπιστωνόταν πως με τις αποφάσεις αυτές «οχυρώνονταν» ακόμα και στελέχη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή δημοσιονομικοί ελεγκτές που, ενώ υποτίθεται πως ήλεγχαν «πού πάει το χρήμα», ελάμβαναν και αυτοί παρατύπως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ή τα ειδικά επιδόματα του υπουργείου στο οποίο τοποθετούνταν ελεγκτές (πέραν των ΔΙΒΕΕΤ που έπαιρναν ούτως ή άλλως από το υπουργείο Οικονομικών και ήταν άλλος ένα μισθός).

Π.χ στο υπουργείο Υποδομών και στην περίπτωση της ΥΠΑ, έξι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δώδεκα της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο υπουργείο έπαιρναν παρατύπως υπερωρίες και επιδόματα όπως οι κανονικοί υπάλληλοι της ΥΠΑ. Το ίδιο και στο Υπουργείο Υγείας. Με το καθεστώς που ίσχυε όμως, οι πορισματικές εκθέσεις έπεφταν εξ αρχής στο κενό και δεν μπορούσε το κράτος να ζητήσει λεφτά πίσω από όσους το καταλήστευαν.

Defencenet

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.