Στα επίπεδα του 2009, παρά την πρωτόγνωρη δημοσιονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα βρίσκονται οι χορηγήσεις του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Αυτό προκύπτει από μελέτη της Eurobank για τις τράπεζες, θεωρώντας ότι η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να γίνει με τη συμμετοχή των ιδιωτών.

Σύμφωνα με την μελέτη η επιτυχής και άμεση ολοκλήρωση του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης με τη συμμετοχή και ιδιωτικών κεφαλαίων είναι απολύτως αναγκαία, έτσι ώστε να εξασφαλιστούν οι απαιτούμενοι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας για την αποκατάσταση της ευρωστίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Τα ανωτέρω αποτελούν, με τη σειρά τους, βασική προϋπόθεση για τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και την επιστροφή σε θετικούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Η συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων αναμένεται επίσης να συμβάλει στη μεγιστοποίηση των εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο που θα προκύψει από τη μελλοντική πώληση της κρατικής συμμετοχής στις τράπεζες σε ποσό σημαντικά υψηλότερο αυτού που συντηρητικά εκτιμάται από το Μνημόνιο (€16 δις), ενώ θα έχουν επενδυθεί σε τραπεζικά κεφάλαια περί τα €50 δις. Η έκθεση εξηγεί γιατί το δυνητικό κόστος από ένα οριζόντιο, γενικευμένο και χωρίς κριτήρια κούρεμα των τραπεζικών δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, είναι άδικο, οδηγεί σε ανακατανομή του εισοδήματος εις βάρος εκείνων που δεν έχουν δανειστεί ή αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους κανονικά, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό και υπονομεύει τα συναλλακτικά ήθη. Τελικά, το βάρος αυτής της πολιτικής θα το επωμίζονταν ξανά, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, οι συνεπείς Έλληνες φορολογούμενοι.

Το συνολικό ύψος των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας και των κεφαλαίων που έχει λάβει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα από το Δημόσιο ανέρχεται σήμερα σε περίπου €145 δις. Το ποσό αυτό αφορά κατά 90% εγγυήσεις του Δημοσίου στις ομολογιακές εκδόσεις των τραπεζών, τις οποίες χρησιμοποίησαν οι εγχώριες τράπεζες, μαζί με άλλα στοιχεία του ενεργητικού τους, για την άντληση ρευστότητας από το Ευρωσύστημα συνολικού ύψους €125 δις. Η σημαντική αυτή ένεση ρευστότητας αξιοποιήθηκε, κυρίως, για (α) να αποφευχθεί η μείωση των δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, (β) να αντιμετωπιστεί η εκροή τραπεζικών καταθέσεων άνω των €75 δις την τελευταία τριετία καθώς και (γ) να χρηματοδοτηθούν οι τοποθετήσεις των τραπεζών σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου συνολικού ύψους περίπου €60 δις, συμβάλλοντας στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση του Δημοσίου πριν το PSI.

Έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν σημαντικά τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου όταν αυτό άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα χρηματοδότησης στις διεθνείς αγορές. Την πρακτική αυτή ακολούθησαν και άλλα τραπεζικά συστήματα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Μετά το 2010, οι ελληνικές τράπεζες συνέβαλαν καθοριστικά στην αντιμετώπιση της κρίσης ρευστότητας του Δημοσίου απορροφώντας, σχεδόν πλήρως, όλες τις εκδόσεις των εντόκων γραμματίων, καθώς το ενδιαφέρον από άλλους επενδυτές ήταν μηδενικό.

Εντούτοις, οι τοποθετήσεις των ελληνικών τραπεζών σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου αποδείχθηκαν, εκ των υστέρων, ασύμφορες για τις ίδιες και τους μετόχους τους λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και του PSI. Από το 2007 έως σήμερα οι μέτοχοι – μεταξύ αυτών περί τους 500.000 ιδιώτες επενδυτές και ασφαλιστικά ταμεία – απώλεσαν άνω του 95% των επενδύσεών τους σε τραπεζικές μετοχές. Συγκεκριμένα, ενώ στο τέλος του 2007 η χρηματιστηριακή αξία του τραπεζικού κλάδου ανερχόταν στα €80δις περίπου, σήμερα είναι μικρότερη από €3,5 δις. Σημειώνεται, δε, ότι κατά την περίοδο 2007-2011, οι μέτοχοι των τραπεζών δεν εισέπραξαν μέρισμα, ενώ συμμετείχαν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους €13,7 δις, στηρίζοντας έμπρακτα το τραπεζικό σύστημα .

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, μετά το ξέσπασμα της πρωτόγνωρης δημοσιονομικής κρίσης στην χώρα δεν υπήρξε η αναγκαία πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, η οποία θα μπορούσε να διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία. Τουναντίον, οι τράπεζες έχουν προστατέψει τους πελάτες τους, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, αφού παρά τη μεγάλη μείωση των καταθέσεων την τελευταία τριετία, οι συνολικές χορηγήσεις προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα παραμένουν κοντά στα επίπεδα που ήταν στα τέλη του 2009. Η εξέλιξη αυτή απέτρεψε μια μεγάλη απομόχλευση της οικονομίας η οποία θα επιδείνωνε, σε δραματικό βαθμό, την ήδη επώδυνη ύφεση.

Η νέα δανειακή σύμβαση που πρόσφατα υπέγραψε η Ελλάδα με τους επίσημους δανειστές της προβλέπει συνολική χρηματοδότηση ύψους €50 δις για την ανακεφαλαιοποίηση των βιώσιμων ελληνικών τραπεζών. Πρωτίστως, το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης στοχεύει στην αναπλήρωση των ζημιών στην κεφαλαιακή θέση των τραπεζών που προκλήθηκε από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων (PSI), μέσω του οποίου μειώθηκε, μεν, σημαντικά το δημόσιο χρέος αλλά ζημιώθηκαν οι τράπεζες και οι μέτοχοί τους. Η πρώτη δόση του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης συνολικού ύψους €25 δις έχει ήδη κατατεθεί στο Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με τη μορφή βραχυπρόθεσμων ομολόγων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης. Μέρος της δόσης αυτής (ύψους €18 δις) διατέθηκε πρόσφατα στις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες, έναντι μελλοντικής αύξησης κεφαλαίου. Η κίνηση αυτή, πέραν των θετικών επιπτώσεων που έχει στην κεφαλαιακή διάθρωση των τραπεζών, ενισχύει σημαντικά τα ενέχυρα στα χαρτοφυλάκια τους που είναι αποδεκτά από το Ευρωσύστημα για άντληση ρευστότητας, θωρακίζοντας έτσι σημαντικά το τραπεζικό σύστημα από περαιτέρω αναταράξεις.

Reporter

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.