«Αν δεχθούμε υποθετικά ότι όλοι οι εργοδοτικοί φορείς συμφωνούν σε μια αύξηση του κατώτατου μισθού από τα επίπεδα των 586 στα 701 ευρώ – δηλαδή κατά 19,62% – τότε θα μπορούσε εναλλακτικά αντί αυτής της αύξησης να προσλαμβάνεται ένας ακόμα εργαζόμενος για κάθε πέντε που απασχολούνται σήμερα.  

Στην παρούσα συγκυρία, αυτό θα ήταν σαφώς πολύ πιο αποτελεσματικό. Γιατί “Ζούγκλα στην αγορά εργασίας είναι περισσότερο η ανεργία, παρά η μερική ή και η χαμηλότερα αμειβόμενη εργασία”».  

Τα παραπάνω αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων, ο υπουργός Εργασίας Ι. Βρούτσης, σε επιστολή που έστειλε στους «κοινωνικούς εταίρους» στις 31 Ιούλη.  

Η θερινή ραστώνη δεν επέτρεψε να δοθεί σ’ αυτή την επιστολή η δέουσα προσοχή, όμως αποτελεί το ευαγγέλιο της συγκυβέρνησης και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι στόχος της διαχείρισης της λεγόμενης «κρίσης χρέους» δεν είναι παρά η κινεζοποίηση της εργατικής τάξης. 

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αυτή η τοποθέτηση Βρούτση έρχεται ως απάντηση στην πρόταση των εργοδοτικών-καπιταλιστικών οργανώσεων να αυξηθούν ο κατώτερος μισθός και το κατώτερο μεροκάματο κάπου στο ενδιάμεσο από το επίπεδο που βρίσκονταν πριν την παρέμβαση της κυβέρνησης και της τρόικας και το επίπεδο που βρίσκονται μετά την παρέμβαση (γενική μείωση κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών).  

Φυσικά, όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι.  

Οι καπιταλιστές εμφανίζονται δήθεν σαν γενναιόδωροι και ο ρόλος του «κακού» ανατίθεται στον υπουργό Εργασίας, ο οποίος τον παίζει ευχαρίστως.  

Οι καπιταλιστές εμφανίζονται πρόθυμοι να αυξήσουν κάπως τα βασικά, όμως δε θέλει ο υπουργός Εργασίας. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να σημειώσουμε ότι ο Βρούτσης ενεργεί ως εντολοδόχος των καπιταλιστών, κάνοντας τη βρόμικη δουλειά για λογαριασμό τους. 


Σημασία, όμως, δεν έχει το παιχνίδι που παίζεται με τη συμμετοχή και των εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ, αλλά η ουσία.

Και η σημερινή συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ υπηρετεί το στόχο της συμπίεσης μισθών και μεροκάματων ακόμα πιο κάτω από τα άθλια επίπεδα που έχουν ήδη διαμορφωθεί. Το επιχείρημα που βρήκε ο Βρούτσης για ν’ απορρίψει κάθε ιδέα μερικής έστω επαναφοράς των βασικών είναι τόσο άθλιο όσο πολιτικά άθλιος είναι ο ίδιος.  

Προτείνει δήθεν στους καπιταλιστές, αντί για τη μερική επαναφορά των βασικών, να προσλαμβάνουν έναν άνεργο για κάθε πέντε απασχολούμενους στις επιχειρήσεις τους. Και ποιος θα το ελέγξει αυτό; Ποιος μπορεί να υποχρεώσει τους καπιταλιστές σε προσλήψεις; Ηθική δέσμευση θα αναλάβουν; Είναι φανερό ότι επιστρατεύτηκε ένα άθλιο επιχείρημα για να δικαιολογηθεί –λέμε τώρα- η άρνηση της σημερινής συγκυβέρνησης να επαναφέρει τα βασικά στο επίπεδο που ήταν πριν τη βάρβαρη «μνημονιακή» παρέμβαση. 


Η πρόκληση, όμως, δεν σταματά στην άρνηση του Βρούτση να αποδεχτεί την υποκριτική πρόταση των καπιταλιστικών οργανώσεων για μερική αύξηση των βασικών, επιλέγοντας να κάνει αυτός τη βρόμικη δουλειά για λογαριασμό τους. Ο υπουργός Εργασίας κάνει ένα βήμα παραπέρα, βάζοντας στο τραπέζι του «κοινωνικού διαλόγου» την παραπέρα μείωση των βασικών, όπως προβλέπει το Μνημόνιο-2.
 


Πρώτα υπενθυμίζει τι αναφέρει η προγραμματική συμφωνία των κομμάτων της συγκυβέρνησης: «…Η συλλογική αυτονομία και η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας επανέρχεται στο επίπεδο που προσδιορίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, σύμφωνα με το οποίο το ύψος του μισθού στον ιδιωτικό τομέα συμφωνείται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
 

Αυτό περιλαμβάνει και την ρύθμιση του κατώτατου μισθού που προβλέπεται στη ρύθμιση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας…».

Κι αμέσως μετά αναιρεί ότι αναφέρεται σ’ αυτή την υποκριτική διακήρυξη: «Ωστόσο, καθώς οι άμεσες και, κυρίως, οι έμμεσες επιπτώσεις της (αυξητικής ή μειωτικής) διακύμανσης του κατώτατου μισθού επί της ισορροπίας του κρατικού προϋπολογισμού και του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών είναι σημαντικές, ιδιαίτερα δε σε μια περίοδο σύνθετης δημοσιονομικής προσαρμογής όπως η τωρινή, είναι ευνόητο ότι υφίσταται άμεσο ενδιαφέρον της πολιτείας για την όσο το δυνατόν πιο προσεκτική διαμόρφωση του θεσμικού εργαλείου των κατώτατων αμοιβών».  

Σε ελεύθερη απόδοση αυτό μεταφράζεται ως εξής: «Ναι μεν εμείς είμαστε υπέρ των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, όμως η οικονομία περνάει ζόρια, γι’ αυτό και το κράτος θα παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των βασικών, που αποτελούν την πυξίδα και για όλα τα μεροκάματα και τους μισθούς που κινούνται σε ψηλότερα επίπεδα».


Κι όμως, την ίδια στιγμή που εμφανίζεται αρνητική στη μερική έστω αποκατάσταση των βασικών και προδιαγράφει την παραπέρα μείωσή τους, στο όνομα των «εθνικών αναγκών», η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη, διά στόματος Βρούτση, επαναδιακηρύσσει την πρόθεση να μειώσει τις ασφαλιστικές εισφορές των καπιταλιστών-εργοδοτών: «Είμαστε θετικοί στη σταδιακή μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, το επίπεδο των οποίων στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η μείωση των εισφορών θα γίνει σταδιακά, παράλληλα και σε συνάρτηση με τον σχεδιασμό αναμόρφωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η μείωση της εισφοροδιαφυγής και κυρίως, ο έλεγχος της μαύρης εργασίας θα επιτρέψουν τον εξορθολογισμό των εισφορών Κοινωνικής Ασφάλισης χωρίς επιπτώσεις στο ύψος των συντάξεων». 


Αυτή η δέσμευση έναντι των καπιταλιστών επαναλαμβάνεται σε μια περίοδο που συγκυβέρνηση και τρόικα μελετούν νέα πετσοκόμματα όλων των συντάξεων, στο όνομα των κακών οικονομικών των ασφαλιστικών ταμείων. Με απύθμενο θράσος, όμως, ο Βρούτσης υποστηρίζει πως η μείωση των «εργοδοτικών» ασφαλιστικών εισφορών δεν θα έχει αρνητικές συνέπειες στα έσοδα της Κοινωνικής Ασφάλισης, γιατί δήθεν θα πατάξουν την εισφοροδιαφυγή και την εισφοροκλοπή. Πρόκειται για θρασύτατο εμπαιγμό των εργαζόμενων, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι δυο μέρες μετά την επιστολή προς τους «κοινωνικούς εταίρους», την οποία σχολιάζουμε σ’ αυτό το σημείωμα, ο ίδιος ο Βρούτσης ανακοίνωσε μια ακόμη χαριστική ρύθμιση για τους εισφοροκλέφτες (περισσότερο γι’ αυτή τη ρύθμιση μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
 


Κάθε μέρα αποδεικνύεται, με διάφορους τρόπους, ότι το κρατικό χρέος δεν είναι παρά ένα εργαλείο για την κινεζοποίηση της εργατικής τάξης. Σπρώχνουν στα τάρταρα τους μισθούς, διαλύουν την Κοινωνική Ασφάλιση, με μοναδικό στόχο να αυξήσουν την κερδοφορία του κεφάλαιου (πάνω σ’ αυτό δες και εδώ). Η εργατική τάξη δεν έχει να περιμένει τίποτα από τον «κοινωνικό διάλογο», μέσω του οποίου οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ επιβεβαιώνουν τη θέση τους στο αστικό σύστημα εξουσίας. Μόνη της μπορεί και πρέπει να δώσει τις λύσεις. Προϋπόθεση γι’ αυτό, όμως, είναι η ταξική της οργάνωση σε όλα τα επίπεδα και πρωτίστως στο πολιτικό επίπεδο.

ΥΓ: Τα είσαγωγικά στη λέξη «εργοδοτικών» (ασφαλιστικών εισφορών) μπαίνουν γιατί στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για εργοδοτικές, αλλά για εργατικές ασφαλιστικές εισφορές. Οι καπιταλιστές δεν παράγουν. Οι εργάτες παράγουν.

Ότι λοιπόν παίρνει τη μορφή των εργοδοτικών εισφορών δεν είναι παρά ένα απειροελάχιστο μέρος της υπεραξίας που καρπώνονται οι καπιταλιστές, αρπάζοντας την από τους εργάτες.

Μειώνοντας τις «εργοδοτικές» ασφαλιστικές εισφορές και χτυπώντας έτσι την Κοινωνική Ασφάλιση, η συγκυβέρνηση επιδιώκει την αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, δηλαδή του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

eksegersi

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.