Από την απόφαση αυτή θα εξαρτηθούν οι μελλοντικές ισορροπίες στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, η υλοποίηση ή μη της συμφωνίας συγχώνευσης Εθνικής-Eurobank και η προοπτική δημιουργίας ενός ισχυρού τραπεζικού βραχίονα υπό δημόσιο έλεγχο.
“Θύμα” του PSI, η τράπεζα των μικροαποταμιευτών και των συνταξιούχων ακολουθεί την τύχη της ΑΤΕ: Τεμαχίζεται σε good-bad bank και το υγιές κομμάτι της πωλείται με συνοπτικές διαδικασίας. Ο αγοραστής πρέπει να επιλεγεί με βάση τις προσφορές, ενώ ΕΕ και τρόικα θέτουν ως βασικό κριτήριο τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Όμως, κυβέρνηση και ΤτΕ θα αναγκασθούν να λάβουν υπόψη κι άλλες παραμέτρους. Η μία είναι η διατήρηση των συσχετισμών δυνάμεων και ο συγκερασμός αντιτιθέμενων επιχειρηματικών-οικονομικών συμφερόντων που συναρτώνται με τον τραπεζικό τομέα.
Η δεύτερη αφορά τη δυνατότητα κρατικής-κυβερνητικής παρέμβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία από πολλές πλευρές θεωρείται αναγκαία στην παρούσα φάση, προσκειμένου να στηριχθεί η προσπάθεια επανεκκίνησης-αναθέρμανσης της ελληνικής οικονομίας.
Ο στόχος αυτός μπορεί να εξυπηρετηθεί με τη δημιουργία ενός δημόσιου τραπεζικού πυλώνα, με την ενσωμάτωση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου στην Τράπεζα Αττικής, η οποία ελέγχεται μετοχικά από το Ταμείο των μηχανικών (ΤΣΜΕΔΕ). Καταθέτοντας προσφορά για το ΤΤ, η Τρ. Αττικής προσφέρει στην κυβέρνηση μια έτοιμη – και αδάπανη για το Δημόσιο – λύση, αν θα αποφάσιζε να προχωρήσει στη συγκρότηση δημόσιου τραπεζικού πυλώνα.
Η τράπεζα των μηχανικών-εργοληπτών μπορεί να πραγματοποιήσει την εξαγορά χωρίς βοήθεια, δεδομένου ότι έχει τους καλύτερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας από όλες τις τράπεζες, ενώ ο βασικός της μέτοχος είναι σε θέση να εισφέρει πρόσθετα κεφάλαια (ήδη έχει προγραμματίσει ΑΜΚ).
Οι τροϊκανοί και οι Βρυξέλλες αντιτάσσονται βέβαια εκ προοιμίου σ’αυτή την ιδέα, δεομένου μάλιστα ότι κάποιες τράπεζες ενδέχεται να κρατικοποιηθούν εμμέσως, ως αποτέλεσμα των ανακεφαλαιοποιήσεων.
Πάντως, με αφορμή την πώληση-“εξαφάνιση” του ΤΤ, επανέρχεται στο προσκήνιο η ιδέα που είχε συζητηθεί επί κυβερνήσεων Παπανδρέου – στα πρώτα χρόνια της κρίσης – για τη δημιουργία ισχυρού τραπεζικού βραχίονα υπό δημόσιο έλεγχο.
Τα κόμματα της συμπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) την υποστηρίζουν, όπως και πολλοί βουλευτές της ΝΔ- κυρίως από την πτέρυγα της “λαϊκής δεξιάς”.
Όμως οι πιθανότητες να υιοθετηθεί είναι ελάχιστες έως μηδαμινές. Ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας προτιμά “καθαρές ιδιωτικοποιήσεις” κι όχι ενδυνάμωση ημικρατικών επιχειρήσεων.
Ανάλογη λύση επικροτούν βέβαια και οι τραπεζίτες, που αγωνίζονται να διαμορφώσουν συνθήκες και συσχετισμούς ώστε να κρατήσουν τις τράπεζες τους ιδιωτικές.
sofokleousin
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.