Του Δημήτρη Ουζουνίδη

Ήταν μέσα της δεκαετίας του ’80. Το πατρικό μας δεν βρισκόταν πάντα ανάμεσα στις πολυκατοικίες που ξεφύτρωσαν τα τελευταία χρόνια. Είχαμε αλάνες και χωράφια γύρω μας και μικρά σπιτάκια διάσπαρτα το ένα από το άλλο. Σε ένα από αυτά, σε ένα παράπηγμα, ανάμεσα σε μια λεύκα και ένα κυπαρίσσι, πανύψηλα και τα δυο, ζούσε και μια οικογένεια φτωχοδιάβολων. 

Το φτωχοκάλυβο έμοιαζε με την παράγκα του Καραγκιόζη. Ο κυρ Γιάννης ήταν ο πατέρας της οικογένειας. Ειχε ένα τρίκυκλο σαράβαλο και γύριζε από δω κι από κει, όλο φορτωμένος με παλιατζούρες και το φτωχοκάλυβο έμοιαζε με την παράγκα του Καραγκιόζη  Η γυναίκα του όλο έκανε δουλειές μέσα και γύρω από το καλύβι. Η μάνα του κυρ Γιάννη όλο κυνηγούσε τα τέσσερα από τα πέντε εγγόνια της που παίζαμε μαζί τους στις αλάνες, εκείνα βρώμικα, γεμάτα πληγές, μα όλο γέλιο, εμείς λιγότερο βρώμικοι, λιγότεροι γελαστοί, λιγότερο…

Μερικές φορές τα παιδιά όλα μαζί δεν τα βλέπαμε. Ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Ηλίας, ήταν μικρός στο μάτι, αλλά νταής, τα έβαζε μέχρι και με τον πατέρα του, αλλά πάντα τις έτρωγε, ακόμη και για λάθη που έκαναν τα μικρότερα αδέρφια του. Ο Θανάσης, δευτερότοκος, ήταν ο πιο γελαστός από τα αδέλφια και πολύ αγαθός, καμιά φορά έτρωγε κι εκείνος ξύλο για τις κατεργαριές που σκάρωνε ο Ηλίας. Η Ελένη, ή τριτότοκη ήταν η πιο ήσυχη και ενώ ήμασταν όλοι πολύ μικροί, δεν πηγαίναμε ακόμη Ε’ Δημοτικού, βοηθούσε ήδη τη μητέρα της στο νοικοκυριό και φρόντιζε μέχρι και το μπέμπη, τον Βενιαμίν της φαμελιάς.

Ο τέταρτος, ο Παντελής ήταν ο πιο αθυρόστομος κι ο πιο φωνακλάς. Ήταν τριών-τεσσάρων χρονών μα δεν τον λογίζαμε για παιδί παρά σαν ένα μεγάλο, σαν γκάνγκστερ, που είχε τη φάτσα αγοριού.

Εμείς παίζαμε συνέχεια με τα παιδιά, γιατί κάναμε μαζί τους πιο πολύ κέφι παρά με τα παιδιά που έμεναν στις γύρω πολυκατοικίες. Κι εμάς εκείνα τα παιδιά μας αγαπούσαν, γιατί μοιραζόμασταν μαζί τους τα παιχνίδια μας και καμιά φορά τους αφήναμε και κανένα να παίξουν μόνα τους το βράδι.

Ενα πρωινό ο Ηλίας δεν βγήκε να παίξει μαζί μας τη συνηθισμένη ώρα συνήθως μετά το μεσημεριανό φαγητό.

Μας έκανε εντύπωση πόσα ξέρανε κι ας μην πήγε ποτέ στην Α΄ Δημοτικού ο Ηλίας που ολοένα και πιο τακτικά όσο μεγαλώναμε όλοι μαζί τα πρωινά έφευγε με τον πατέρα του με το τρίκυκλο, και γυρνούσαν το σούρουπο κι εκείνος ήταν συνήθως αμίλητος, κατακουρασμένος και άκεφος.

Λυπόταν έτσι όπως μας έβλεπε με τις σάκες στην πλάτη φορτωμένους βιβλία και τετράδια να περπατάμε προς το σχολείο, μια φορά μας είπε ότι ήθελε κι εκείνος να πάει σχολείο, ότι ήξερε τα γράμματα μα ότι ο πατέρας του δεν τον άφηνε να πάει σχολείο, μόνο τον έπαιρνε στη δουλειά.

Σιγά σιγά κι ο Θανάσης κι ο Παντελής ένα πρωινό δεν βγήκαν να παίξουν μαζί μας, μόνο μαζί με τον πατέρα τους από το χάραμα μέχρι το σούρουπο εξαφανίζονταν με το τρίκυκλο στους δρόμους και στις αλάνες της υπό πολεοδομική ανάπτυξη Θεσσαλονίκης και μόνο η Ελένη -με το μωρό στην αγκαλιά καμιά φορά- βοηθούσε τη μητέρα της, ενώ η γιαγιά είχε επίσης χαθεί.

Ετούτη η οκταμελής οικογένεια μαζευόταν το μεσημέρι στους τέσσερις τοίχους του φτωχοκάλυβου και έτρωγε. Το χειμώνα η ξυλόσομπα έκαιγε.  Σιγά σιγά τα προσφυγικά σπίτια στη γειτονιά μας έδωσαν τη θέση τους στις πολυκατοικίες.

Κι ο δήμος αποφάσισε να εφαρμόσει το πολεοδομικό σχέδιο κι έτσι η αλάνα μπροστά μας μετατράπηκε σε αυτοκινητόδρομο διπλής κατευθύνσεως με νησίδα. Το φτωχοκάλυβο γκρεμίστηκε και σε μια νύχτα. Λίγες ημέρες πριν κατεδαφιστεί, το είχε εγκαταλείψει η οικογένεια του κυρ Γιάννη.

Κανείς από τη γειτονιά δεν νοιάστηκε να μάθει τί απέγινε η οικογένεια εκείνη. Κατα καιρούς ακούσαμε από διάφορους ότι υπήρχαν ράβδοι χρυσού στη λασπωμένη αυλή έξω από το φτωχοκάλυβο, βουτηγμένες κι αυτές οι μισές μέσα στη λάσπη. Εμείς πάλι μόνο λάσπη βλέπαμε με τα παιδικά και -σίγουρα τότε πεντακάθαρα μπροστά στο δίκιο και στο άδικο- μάτια μας.

Το σίγουρο ήταν ότι σε όλη τη γειτονιά οι μόνοι που είχαν παρτίδες με εκείνη την οικογένεια ήμασταν εμείς, πέντε-έξι από τα καμιά δεκαπενταριά παιδιά της πολυκατοικίας μας που κάναμε παρέα τον Ηλία και τ’ αδερφάκια του.

Αραγε ήταν δίκαιο που ξεσπιτώθηκαν εκείνοι οι φτωχοδιάβολοι για να γίνει ο δρόμος; Αποζημιώθηκαν ποτέ ή είχαν κάνει κατάληψη στο φτωχοκάλυβο γιατί δεν είχαν που να μείνουν;

Δεν το έμαθα ποτέ, αλλά δεν ρώτησα, δεν ήξερα τότε τί θα πει να έχεις και να μην έχεις. Να έχεις σπίτι, να έχεις δουλειά, να έχεις στην άκρη λεφτά, να μη χρωστάς σε κανένα, να τα έχεις όλα τακτοποιημένα κι έτοιμα και να μην παλεύεις για ένα κομμάτι ψωμί, να  μην στερείσαι βασικών αναγκών, όπως η δωρεάν παιδεία, να παραμελείς την υγεία τη δική σου και των παιδιών σου γιατί πλέον είσαι ανασφάλιστος, να μην φοβάσαι μη σε πετάξουν από το σπίτι σου (τότε ο δήμος, σήμερα το κράτος και οι τράπεζες), να ψάχνεις το μέλλον στην άκρη του σκοτεινού τούνελ που περπατάς για να αντικρίσεις ξαφνικά το τρένο που περνά και να σε ποδοπατά.

Οικογένειες, όπως εκείνη του κυρ Γιάννη, φαίνεται ότι είναι πλέον τα μέσα νοικοκυριά στην Ελλάδα. Όλοι μας έχουμε έστω και έναν άνεργο στην οικογένεια κι οι ηλικιωμένοι με μια σύνταξη συντηρούν τρεις γενιές που χωράνε πλέον σε διαμερίσματα λίγων τετραγωνικών μέτρων. Υπάρχουν κι αυτοί που ακόμα αντέχουν. Έχουν τη δουλίτσα τους, ίσως να σκέφτονται. Όμως, πόσο ενδιαφερθήκαν να σκύψουν το κεφάλι να δούνε τον διπλανό τους, να μάθουν για τα προβλήματά του, να τον βοηθήσουν ή έστω να του πούνε ένα λόγο συμπόνιας, κάτι να τον κάνουν έστω να χαμογελάσει.

Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι πάμπτωχες οικογένειες, όπως εκείνη του κυρ Γιάννη ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα της… ανάπτυξης. 

Σήμερα, οι οικογένειες αυτές πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο και θα αυξηθούν κατακόρυφα μετά και από τον τελικό λογαριασμό στα τέλη του έτους που θα κάνουν όσες οικογένειες αναγκάστηκαν να πληρώσουν τα μαλλιοκέφαλά τους στην εφορία για τα παιδιά που έχουν.

Η διαφορά ανάμεσα στην οικογένεια του κυρ Γιάννη και στις σημερινές νεόπτωχες οικογένειες είναι ότι η οικογένεια του κυρ Γιάννη μέσα στη φτώχεια της, ήταν ελεύθερη, ενώ οι σημερινές μέσα στη φτώχεια τους είναι οικονομικά υπόδουλες, είτε επειδή έπεσαν θύματα της τοκογλυφίας των τραπεζών είτε επειδή έπεσαν θύματα της φοροεισπρακτικής τακτικής της κυβέρνησης που δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τις πιο σκοτεινές εποχές της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Η σιωπή των γειτόνων ήταν συνενοχή στην πράξη του τελικού εγκλήματος του δήμου σε βάρος του κυρ Γιάννη και της οικογένειάς του να τους πετάξει στον δρόμο για να γκρεμίσει το καλυβάκι τους και να μετατρέψει την αλάνα που παίζαμε σε δρόμο.

Σήμερα, οι φτωχοί βιώνουμε πλέον το δράμα μας σιωπηλά, είτε γιατί φοβόμαστε να ζητήσουμε ελεημοσύνη για να μη στιγματιστούμε, είτε γιατί νομίζουμε ότι μόνοι μας θα μπορέσουμε να τα βάλουμε με την πολιτική του κράτους και με τις τράπεζες και να παραμείνουμε συνεπείς και νοικοκυραίοι και ας αποδεικνύεται αυτό ανέφικτο, διότι ποιος θα βάλει το χαράτσι για το σπίτι πάνω από το γάλα των παιδιών του, είτε γιατί έτσι μάθαμε, να υπομένουμε βουβοί το καθημερινό μαρτύριο και να το κρύβουμε από όλους τους άλλους, γιατί τους θεωρούμε ξένους, κι ας υπομένουν εκείνοι τα ίδια και χειρότερα κάθε ημέρα.

Αφού όλοι περνάμε τα ίδια και ξέρουμε ποιοι φταίνε τόσα χρόνια, και αυτοί που φταίνε σίγουρα δεν είναι οι μετανάστες, σίγουρα δεν είναι οι άστεγοι, σίγουρα δεν είναι οι διαδηλωτές, σίγουρα δεν είναι τα αδέσποτα,

γιατί περιοριζόμαστε στις συζητήσεις καφενείου να λέμε ο ένας στον άλλο τον καημό μας;

Γιατί να λέμε ακόμα βρε δεν βαριέσαι αδελφέ, ωχ μωρέ και συ τώρα, άσε μας τα παν κι άλλοι…

Γιατί να διώχνουν τα καλύτερα παιδιά από τον τόπο μας και στην κακούργα ξενιτιά να λένε κι ευχαριστώ που γλιτώσανε…

Γιατί δεν ενωνόμαστε, να γίνουμε ποτάμι οργής να παρασύρουμε ορμητικά στο διάβα μας όλο το συρφετό που καθημερινά και χάρη στις ψήφους τη δική μου τη δική σου τη δική του προσπαθεί να μας μετατρέψει σε δούλους του, να λευτερωθούμε, να καθαρίσει ο τόπος; 

danioliptes.gr 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.