Οι δημόσιοι υπάλληλοι «δεν είναι ντομάτες», ώστε κάποιοι να απολυθούν φέρεται να δήλωσε σε δημοσιογράφους ο Αντώνης Μανιτάκης. Θα μπορούσε να του ανταπαντήσει κάποιος «ναι αλλά και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν είναι σκουπίδια». Καλές είναι οι ατάκες και οι παρομοιώσεις, δηλωτικές μάλιστα της συνολικής ανικανότητας της κυβέρνησης να μειώσει έστω και λίγο το υδροκέφαλο κράτος με την απόλυτη εγκληματική συνενοχή της αντιπολίτευσης, αλλά θα ήταν προτιμότερο να σκεφτεί κανείς ποιο είναι το τίμημα των μη απολύσεων.
Ας αναλογιστούμε πού οδηγεί η καταστροφική παράνοια των κυβερνώντων να διατηρούν το μέγεθος του κράτους διογκωμένο και υπερτροφικό:
1) Σε μεγάλη και άδικη φορολογία στα εισοδήματα των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων, στην περιουσία και στην ιδιοκτησία τους, φορολογία που απλώς «κουκουλώνει» πρόσκαιρα τα ελλείμματα τα οποία δημιουργούν οι εκατοντάδες χιλιάδες άχρηστων θέσεων «εργασίας» σε δημόσιους φορείς που δεν προσφέρουν το παραμικρό.
2) Σε δραματική αύξηση της ανεργίας. Ήδη το πρώτο τρίμηνο του 2013 η επίσημη ανεργία άγγιξε το 27% και η ανεργία των νέων ανθρώπων το 59%. Στα ποσοστά αυτά δεν υπολογίζεται η πραγματική ανεργία των αυτοαπασχολουμένων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών που οι επιχειρήσεις τους κλείνουν. Εξαιτίας των μη απολύσεων στο Δημόσιο, οδηγούνται στην ανεργία υπερδιπλάσιοι εργαζόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος βλέπει την ταμειακή του ρευστότητα να εξαφανίζεται από τους φόρους και αναγκάζεται να περιορίζει τις θέσεις εργασίας ή τους μισθούς των εργαζομένων του.
3) Σε ύφεση στην οικονομία. Περίπου 40.000 επιχειρήσεις θα κλείσουν μέσα στο 2013. Ο δημόσιος τομέας κατασπαταλά τα χρήματα των φορολογουμένων. Η αναποτελεσματική δημόσια διαχείριση δεν προσφέρει ανάλογο κοινωνικό αποτέλεσμα. Υγιή ανάπτυξη και θέσεις εργασίας δημιουργεί μόνο ο παραγόμενος πλούτος από την ιδιωτική οικονομία, όταν βεβαίως περισσεύει και δεν αφαιρείται με τη μεγάλη και άδικη φορολογία.
4) Σε διατήρηση της ισχύος του πελατειακού κομματικού κράτους που τους διόρισε κατά εκατοντάδες χιλιάδες και είναι αυτό που ευθύνεται για την καταστροφή της χώρας.
Η κυβέρνηση πρέπει να κατανοήσει ότι ανάπτυξη θα υπάρξει όταν μειωθεί χωρίς καθυστέρηση το μέγεθος του Δημοσίου. Ο δημόσιος τομέας παρουσιάζει δαπάνες που υπερβαίνουν το 63% του ΑΕΠ. Το κράτος παίρνει τη μερίδα του λέοντος σε κάθε συναλλαγή (λ.χ. 65% στη βενζίνη, 75% στα τσιγάρα) και είναι ο πραγματικός μέτοχος (χωρίς συμμετοχή στις ζημιές) των «ιδιωτικών» επιχειρήσεων σε ποσοστό άνω του 55%. Όλα αυτά για να συντηρείται ο εντελώς αντιπαραγωγικός δημόσιος τομέας, οι χιλιάδες άχρηστες δημόσιες υπηρεσίες και φορείς.
Την ίδια στιγμή οι αρμόδιοι φορείς συσκοτίζουν το θέμα είτε αποκρύπτοντας είτε αποσιωπώντας στοιχεία. Πόσοι τελικά είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι στη χώρα; Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης το προσωπικό του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ ανερχόταν τον Οκτώβριο του 2012 σε 667.773. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσετε άλλους 215.402 υπαλλήλους των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου. Σύνολο: 883.175 δημόσιοι υπάλληλοι. Να μην ξεχάσουμε να προσθέσουμε και τους υπαλλήλους των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου που δεν έχουν αποστείλει ακόμη στοιχεία. Ουδείς γνωρίζει τον αριθμό τους, αλλά σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων μιλάμε για οκτακόσιους και πλέον δημοσίους φορείς με άγνωστο αριθμό απασχολουμένων υπαλλήλων! Συγκρατήστε τον αριθμό, έχουμε –σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία– 900.000 δημοσίους υπαλλήλους σε οικονομικά ενεργό πληθυσμό 4,7 εκατομμυρίων εκ των οποίων 1,5 εκατομμύριο και πλέον είναι οι άνεργοι. Έχουμε ακόμη και 2,8 εκατομμύρια συνταξιούχους. Η αναλογία συνταξιούχων εργαζομένων έχει πέσει στο 0,85 (βόμβα στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος), ενώ το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό έχει φθάσει το 19%. Η εξίσωση για την ελληνική οικονομία δεν μπορεί να λυθεί. Η χώρα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή.
Αυτό που είναι ακόμη πιο απογοητευτικό είναι ότι η Τρόικα δεν έχει πάρει χαμπάρι του τι συμβαίνει γύρω της. Επιμένει στη διατήρηση των φορολογικών συντελεστών στα σημερινά εξοντωτικά για τους φορολογούμενους επίπεδα. Οι εκπρόσωποί της παρασύρονται και παίζουν το παιχνίδι της πιο βρώμικης κομματικής νομενκλατούρας. Υποκύπτουν στις πιέσεις του εγχώριου κατεστημένου πολιτικού συστήματος που αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να διατηρήσει αλώβητες τις βδέλλες του μόχθου του λαού μας, ήτοι τα πάσης φύσεως πελατειακά του δίκτυα. Οι εκπρόσωποι των δανειστών μας αδυνατούν να κατανοήσουν ότι χωρίς μείωση των φόρων, γενναίες διαρθρωτικές αλλαγές και δραστική μείωση του κράτους, αλγεβρικώς τουλάχιστον η χώρα δεν σώζεται με τίποτα.
Μείωση του κράτους δεν μπορεί να γίνει δι’ ευχελαίου και θυμιαμάτων. Επιβάλλεται να κλείσουν χιλιάδες άχρηστοι φορείς του Δημοσίου και να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι. Όχι μόνο οι επίορκοι αλλά και οι περιττοί και οι άχρηστοι. Θυμίζω ότι το 1974 η μεταπολίτευση παρέλαβε 150.000 δημοσίους υπαλλήλους, μέχρι το 1981 ο αριθμός τους υπερδιπλασιάστηκε και έφθασαν στις 350.000, ενώ σήμερα ξεπερνούν τις 900.000 χωρίς στο μεταξύ η Ελλάδα να πρόσθεσε νέα εδάφη στην επικράτειά της. Ο αριθμός αυτός από μόνος του συνιστά και το μεγαλύτερο έγκλημα συλλογικής διαφθοράς στη σύγχρονη Ελλάδα. Το κομματικό σύστημα πέτυχε διά των πελατειακών σχέσεων και των αθρόων διορισμών στο Δημόσιο τον εξωνισμό της ψήφου και των εκμαυλισμό των συνειδήσεων εκατομμυρίων Ελλήνων.
Και σκεφτείτε ότι το 1974 οι 150.000 δημόσιοι υπάλληλοι εργάζονταν πιο αποδοτικά και πιο φιλότιμα από σήμερα, χωρίς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, χωρίς δίκτυα, χωρίς βάσεις δεδομένων, χωρίς μηχανοργάνωση…
Αυτές οι στρατιές των εξαρτημένων και ελεγχόμενων από το πελατειακό κομματικό σύστημα στηρίζουν με τη σειρά τους πολιτικά το φαύλο πολιτικό κατεστημένο και εξασφαλίζουν την επανεκλογή στους προστάτες τους.
Η διαβρωτική για την κοινωνία μας δύναμη του αριστερής προελεύσεως ιδεολογήματος των φτωχών και καταπιεσμένων προλεταρίων που τους καταπιέζουν τάχα οι αδίστακτοι «αιμοδιψείς» επιχειρηματίες, βιομήχανοι, εφοπλιστές κ.ο.κ., το οποίο κυριάρχησε σταδιακά μετά τον εμφύλιο πόλεμο, υπονόμευσε όλες τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας και οδήγησε όχι μόνο σε αποβιομηχάνιση την οικονομία μας αλλά και σε πλήρη μαρασμό και σήψη. Στη μεταπολεμική Ελλάδα ο αναξιοκρατικός μέσω του κόμματος ή του βουλευτή διορισμός στο Δημόσιο ήταν κοινωνικά αποδεκτός ενώ το όραμα μιας επιχειρηματικής προσπάθειας συνώνυμο της αρπαχτής και της απάτης. Κάποτε, συνειδητοποιώντας αυτή την συλλογική παράνοια, ακόμη και αυτός ο Λεωνίδας Κύρκος στηλιτεύοντας το κρατικιστικό παρελθόν της Αριστεράς, χαρακτήρισε την υπερβολική συγκέντρωση του κράτους και τον διορισμό στο δημόσιο «βάθρο του συντηρητισμού της κοινωνίας και πολεμικό αντίπαλο των νέων ιδεών της Αριστεράς» («Ποια Αριστερά;», σελ. 33). Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών και των διανοουμένων μας δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι όταν δεν ενισχύουμε τη νόμιμη απόκτηση πλούτου, αντιθέτως την αποθαρρύνουμε στιγματίζοντας ή ποινικοποιώντας την ατομική επιτυχία, την προσωπική δημιουργία, το νόμιμο κέρδος, την επιχειρηματική ικανότητα, εξιδανικεύοντας την ίδια στιγμή την τεμπελιά, τη ραθυμία, τη σπατάλη –με τα λεφτά των άλλων–, στο τέλος θα υπονομεύσουμε την πραγματική οικονομία και θα οδηγηθούμε στην ενίσχυση μόνο του παράνομου πλούτου. Εκείνου δηλαδή του πλουτισμού που προέρχεται από τους πολυδαίδαλους μηχανισμούς της διαφθοράς και αποκτάται μέσω της «καλολαδωμένης» για τέτοιες δουλειές κρατικής μηχανής και του θεσμικού υποβάθρου της, το οποίο έχει πολύ μεθοδικά –και όχι πάντοτε ηθελημένα– εξυφάνει η γραφειοκρατία. Το ανεξέλεγκτο κομματικό σύστημα, οι ΔΕΚΟ, η γραφειοκρατία και ο κρατικός παρεμβατισμός είναι οι υποδοχείς της ανηθικότητας και του άνομου πλουτισμού. Κάποτε ένας πραγματικός διανοούμενος, ο αξέχαστος Μάρκος Δραγούμης έγραψε «όπου υποχωρούν οι νόμοι της αγοράς, εγκαθιδρύονται οι νόμοι της εξαγοράς».
Στην παράφωνη αυτή μεταπολεμική λαίλαπα των κρατιστών υπήρξαν λίγες θαρραλέες φωνές που τόλμησαν με παρρησία να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους, όπως για παράδειγμα ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, ο οποίος στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το 1952 με τίτλο «Έκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος» (2η έκδοση, Σαββάλας 2002) πρότεινε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
α) Μείωση των δημοσίων υπαλλήλων (σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος 54.909 το 1940, 72.671 το 1952),
β) προσλήψεις με αποκλειστικό κριτήριο τις γνώσεις και τις ικανότητες σε συνδυασμό με τις ανάγκες του Δημοσίου και όχι προσλήψεις για μείωση της ανεργίας,
γ) περιορισμό της αυθαιρεσίας των εφοριακών και των υπολοίπων δ.υ.,
δ) συνδυασμό του μισθού τους με πριμ αποδοτικότητας,
ε) μείωση της σπατάλης στο Δημόσιο αφού οι δ.υ. σπαταλούν «τον ιδρώτα του φορολογουμένου και όχι ενός αοράτου όντος».
Ο Βαρβαρέσος κατέληγε «Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι και εις το μέλλον ουδεμία πραγματική βελτίωσις των οικονομικών της χώρας θα καταστεί δυνατή, εφ’ όσον δεν αντιμετωπίζεται το βασικόν τούτο πρόβλημα της πλημμελώς λειτουργούσης διοικητικής μηχανής».
Δυστυχώς ο Βαρβαρέσος δεν εισακούστηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στη σημερινή δραματική κατάσταση. Οι προτάσεις του όμως είναι περισσότερο επίκαιρες σήμερα από την εποχή που πρωτοπαρουσιάστηκαν.
Ενδεικτικά αυτής της αχαλίνωτης εξέλιξης του κράτους είναι και όσα γράφει σε εμπιστευτική επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Γ. Παπανδρέου –που έφερε στο φως της δημοσιότητας ο Νίκος Νικολάου (2008)– ο Απόστολος Λάζαρης το 1988:
«Τώρα, εκ των υστέρων, έγινε φανερό πως με τις προσλήψεις που κάναμε, και προ πάντων με τον τρόπο που τις κάναμε, όχι μόνο δεν βελτιώσαμε την ποιότητα της διοίκησης στο δημόσιο και στους διαφόρους οργανισμούς και στις τράπεζες, αλλά τη χειροτερέψαμε ακόμα πιο πολύ.».
Για τις προσλήψεις που πολλαπλασιάστηκαν μετά το 1981 ενώ η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου (πρότυπο αμφοτέρων, του κ. Καραμανλή του νεότερου και του κ. Τσίπρα) διέλυσε πλήρως την οργάνωση και την ιεραρχία του Δημοσίου, ο Λάζαρης γράφει:
« … το μισθολόγιο και το βαθμολόγιο (…) ενώ συνέβαλλαν στην αύξηση των ανελαστικών κονδυλίων του προϋπολογισμού, δεν δημιούργησαν την ευκαιρία για βελτίωση της παραγωγικότητας, αντίθετα διαιώνισαν τη γραφειοκρατική αδιαφορία και εξαφάνισαν τα κίνητρα για υπαλληλική σταδιοδρομία».
Το πρόβλημα της χώρας μας είναι το κράτος. Η οικονομία έχει τεράστιες δυνατότητες, αρκεί να απελευθερωθεί από τον κρατικό έλεγχο που επιβάλλουν η αντιδραστική γραφειοκρατία, οι συντεχνίες και τα συνδικάτα του Δημοσίου, οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες και οι μεσίτες όλων αυτών, οι πολιτικοί.
Η καλύτερη επιδότηση για τις δημιουργικές και όχι για τις παρασιτικές δυνάμεις της αγοράς είναι η αποχή του κράτους από τα πόδια της οικονομίας, η μείωση του δημοσίου τομέα, των γραφειοκρατικών εμποδίων στην επιχειρηματικότητα, της υψηλής και άδικης φορολογίας.
Το κρατικοδίαιτο οικονομικό μοντέλο του ελληνικού παρασιτικού, παρεοκρατικού και μονοπωλιακού καπιταλισμού έχει ήδη καταρρεύσει. Καιρός να αντιληφθεί και ο κ. Μανιτάκης ότι, όταν κάποιος έχει πάθει γάγγραινα του κόβεις το άρρωστο πόδι (μειώνεις το δημόσιο) όχι το υγιές (ιδιωτικό τομέα).
* Ο κ. Τάσος Αβραντίνης είναι δικηγόρος και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Δράσης.
Τάσος Αβραντίνης από capital
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.