Η πρόσφατη εξέλιξη με την ακύρωση της αλόγιστης συγχώνευσης Εθνικής Τράπεζας και Eurobank επανέφερε στο προσκήνιο την υστερική, και παράλογη, ταύτιση των συμφερόντων των τραπεζιτών μας με το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας.
Έχω ήδη εκφράσει τη συμπαράστασή μου στην… τρόικα που πολύ σωστά έθεσε τέλος σε αυτή τη συγχώνευση. Στις παρακάτω γραμμές εξηγώ γιατί, ιδίως μετά τις εξελίξεις στην Κύπρο, όσοι από εμάς θέλουμε την Ελλάδα να ορθοποδεί εντός της Ευρωζώνης δεν μπορούμε παρά να υποστηρίξουμε ότι οι τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα πρέπει να γίνουν πραγματικά ευρωπαϊκές. Με άλλα λόγια, να αφελληνιστούν άμεσα!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
1. Οι τράπεζες μετά το νέο «Κυπριακό»
Η «λύση» που επιβλήθηκε στην Κύπρο, και η οποία σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Eurogroup θα εφαρμόζεται ώστε ναμηνενεργοποιηθεί ο μηχανισμός ESM, οδηγεί στην εξής νέα κατάσταση για όλη την Ευρωζώνη και ιδίως για την περιφέρεια.
(α) Οι μόνες πραγματικές καταθέσεις είναι εκείνες κάτω των €100 χιλιάδων
Όλα τα άλλα ποσά, άνω του εγγυημένου ορίου των €100 χιλιάδων, δεν αποτελούν πλέον κεφάλαια στα οποία οι καταθέτες έχουν άμεση, δικαιωματική πρόσβαση αλλά «αμφίβολα κεφάλαια» (contingent capital) τα οποία, εν μία νυκτί, εφόσον η τράπεζα δεν δύναται να τα αποδώσει, μετατρέπονται σε μετοχές της τράπεζας των οποίων η αξία, προφανώς, θα μειώνεται ανάλογα με τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η εν λόγω τράπεζα. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο για αποταμιεύσεις αλλά και για τα κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων!
Πρόκειται για μία εξέλιξη που απαιτεί από τους καταθέτες, αποταμιευτές και επιχειρήσεις, να ξανασκεφτούν πολύ σοβαρά τις τοποθετήσεις των κεφαλαίων τους στο τραπεζικό σύστημα της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
(β) Ο μόνος πραγματικός πιστωτής των τραπεζών το είναι οESM(μέσω του δημοσίου)
Το σύστημα ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων (για τις καταθέσεις έως τις €100 χιλιάδες) χρηματοδοτείται, θεωρητικά, από τις τράπεζες. Όταν όμως καταρρέει μια μεγάλη τράπεζα, το σύστημα αυτό δεν έχει τους πόρους για να αποζημιώσει τους καταθέτες και απαιτείται η γενναία συμμετοχή του δημοσίου (όπως συνέβη πρόσφατα στην Ολλανδία με την SNS όπου κουρεύτηκαν οι ιδιώτες πιστωτές της τράπεζας αλλά οι καταθέτες αποζημιώθηκαν πλήρως από τους φορολογούμενους). Στην περίπτωση που το δημόσιο είναι το ίδιο πτωχευμένο, έχουμε δύο πιθανές εξελίξεις: εκείνες προ του Νέου Κυπριακού και εκείνες μετά το Νέο Κυπριακό.
Προ του Νέου Κυπριακού, το δημόσιο (π.χ. το ελληνικό, ισπανικό, ιρλανδικό) δανειζόταν από την τρόικα (δηλαδή από το ESM) τα απαιτούμενα για να αποζημιώσει τους καταθέτες, καταβάλλοντας το αντίτιμο κι άλλης λιτότητας η οποία με τη σειρά της «ροκανίζει» τις καταθέσεις (καθώς οι πολίτες είτε αναγκάζονται να ζήσουν από αυτές την ώρα που τα εισοδήματά τους συρρικνώνονται είτε, πανικοβλημένοι, αποσύρουν τις καταθέσεις τους).
Μετά το Νέο Κυπριακό έχουμε μια νέα κατάσταση: Γερμανία, ΔΝΤ και ΕΚΤ συμφώνησαν να μη φορτώσουν το κόστος αποζημίωσης των εγγυημένων καταθέσεων στους φορολογούμενους (μέσω επί πλέον δανεισμού) αλλά να χρησιμοποιήσουν τις μη εγγυημένες καταθέσεις για αυτό τον σκοπό. Μια νέα ιεαραρχία πιστωτών δημιουργήθηκε: Οι πρώτοι που κουρεύονται είναι οι μέτοχοι.
Ακολουθούν οι ομολογιούχοι των τραπεζών και οι ιδιοκτήτες «αμφίβολων κεφαλαίων», δηλαδή οι καταθέτες με ποσά άνω των €100 χιλιάδων. Τελευταίοι κουρεύονται οι μικροκαταθέτες εφόσον τα «αμφίβολα κεφάλαια» δεν είναι αρκετά για να τους αποζημιώσουν και το δημόσιο δεν δύναται να δανειστεί από τον ESM.
Υπό αυτό το νέο καθεστώς, που ο κ. Dijsselboem ξεκαθάρισε ότι θα αποτελεί το μοντέλο για τραπεζικές κρίσεις από τούδε και στο εξής ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα δάνεια που χορηγεί ο ESM (κατ’ εντολήν, τόσο των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών, όσο και των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών), ένα είναι σίγουρο: Κανείς σώφρων καταθέτης δεν θα κρατήσει πάνω από €100 χιλιάδες σε τράπεζες της περιφέρειας (εκτός να αποδίδουν τεράστια επιτόκια), η ζήτηση για τραπεζικές μετοχές θα μειωθεί, και κανείς επενδυτής δεν θα αγοράζει ομόλογα των τραπεζών.
Θυμίζω ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην υπόλοιπη περιφέρεια, βασίστηκε (σύμφωνα και με τις επίσημες παραδοχές) στην ιδέα ότι τα κεφάλαια που προέρχονται από τον ESM, στο πλαίσιο της λεγόμενης ανακεφαλαιοποίησης, θα προκαλέσουν μια σχετική ευφορία στον ιδιωτικό τομέα η οποία θα μεταφραστεί σε ικανή ροή ιδιωτικών κεφαλαίων προς τις τράπεζες (υπό τη μορφή καταθέσεων, αγοράς μετοχών και ομολόγων των τραπεζών).
Όμως, στη μετά το Νέο Κυπριακό Εποχή, για τους πιο πάνω λόγους, μια τέτοια ροή απλά δεν πρόκειται να παρατηρηθεί. Ο μόνος πιστωτής των τραπεζών θα είναι ο ESM με το δημόσιο να φορτώνεται αυτά τα δανεικά εκ μέρους τραπεζών οι οποίες δεν υπάρχει πιθανότητα να φτάσουν το ποσοστό κεφαλαιοποίησης που να τους επιτρέψει να πάψουν να είναι ζόμπι.
2. Η μόνη εναλλακτική: Ο αφελληνισμός των ελληνικών τραπεζών
Ζούμε μέρες παραδόξου: Η πλειοψηφία όσων επιμένουν ότι το μέλλον της πατρίδας μας είναι και πρέπει να είναι στην Ευρωζώνη παράλληλα επιμένουν ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να μείνουν στα χέρια Ελλήνων ιδιωτών.
Αγνοούν κάτι το πολύ απλό που απέδειξε αυτή η Κρίση: Για να επιβιώσει η Ευρωζώνη, και να μπορεί μια χώρα όπως η δική μας να παραμείνει εντός της νομισματικής ένωσης, απαιτείται η ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος από τη Φινλανδία μέχρι την Πορτογαλία και από την Ιρλανδία μέχρι την Κύπρο. Αν δεν γίνει αυτή η ενοποίηση, η Ευρωζώνη δεν έχει μέλλον.
Ο λόγος που δεν γίνεται είναι ένας: η γερμανική πολιτική ελίτ, η γαλλική πολιτική ελίτ κ.λπ. δεν έχουν καμία όρεξη να «διαρρήξουν» την αμοιβαία «επικερδή» σχέση μεταξύ εγχώριων πολιτικών και εγχώριων τραπεζιτών.
Όταν καλούν Γερμανοί τραπεζίτες τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών και του λένε να ξεχάσει κάθε σκέψη τραπεζικής ενοποίησης που θα θέσει το γερμανικό τραπεζικό σύστημα υπό το μικροσκόπιο ενός ευρωπαϊκού οργανισμού (π.χ. της ΕΚΤ), εκείνος αμέσως βρίσκει τρόπους να υπονομεύσει στο ECOFIN και αλλού την τραπεζική ενοποίηση – να την ακυρώσει στην πράξη την ώρα που την κάνει αποδεκτή στα λόγια.
Τουλάχιστον, ο κ. Schauble και ο κ. Dijsselboem γνωρίζουν, εκ πείρας, ότι όταν κάποιες τράπεζές τους καταρρεύσουν (όπως έχει συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν), τα δημόσια ταμεία τους μπορούν να σηκώσουν το βάρος της διάσωσής τους – αφήστε που η κρίση είναι με το μέρος τους καθώς κεφάλαια εισρέουν από τα τραπεζικά συστήματα της περιφέρειας στα δικά τους κρύβοντας τη γύμνια των τραπεζών τους και, παράλληλα, ρίχνοντας τα επιτόκια δανεισμού του κράτους τους (μειώνοντας έτσι το κόστος μιας μελλοντικής διάσωσης).
Με άλλα λόγια, όσο κοντόφθαλμη κι αν είναι η στάση των κυρίων Schauble και Dijsselboem, έχει μια κάποια λογική. Αυτό που είναι άνω ποταμών είναι ο «τραπεζικός εθνικισμός» στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία που βροντοφωνάζει ότι το εθνικό συμφέρον απαιτεί οι τράπεζες να μείνουν στα χέρια εγχώριων ιδιοκτητών.
Το αντίθετο ισχύει: Δεδομένης της βαθιάς τους πτώχευσης, και της αδυναμίας/έλλειψης βούλησης των Ελλήνων επενδυτών να επενδύσουν τα απαιτούμενα ποσά στις τράπεζες, η εμμονή στην «ελληνικότητα» της ιδιοκτησίας των τραπεζών ισοδυναμεί με εμμονή σε μια κατάσταση αμετάκλητης πτώχευσης από την οποία οι τράπεζες δεν θα ξεφύγουν ποτέ.
Για να το πω απλά: Οι υπουργοί Οικονομικών χωρών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία δύνανται να κρατούν αγαστές τις σχέσεις τους με τους εγχώριους τραπεζίτες (εις βάρος πάντα των πολιτών τους) χωρίς όμως να καταδικάζουν τις οικονομίες τους σε παντελή απουσία τραπεζικής πίστης και, συνεπώς, τις κοινωνίες τους στη συνεχώς επιταχυνόμενη μαράζωση.
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών δεν έχει τέτοια δυνατότητα. Η επιμονή στην «ελληνικότητα» των τραπεζών που λειτουργούν στην Ελλάδα, εντός της Ευρωζώνης, ισοδυναμεί με εμμονή στην καταστροφή όλων των επιχειρήσεων που έχουν ανάγκη την τραπεζική πίστη. Δεν είναι δυνατόν, ως πτωχευμένη χώρα της Ευρωζώνης, να έχουμε «ελληνικές» τράπεζες – ιδίως μετά το Νέο Κυπριακό.
Το δίλημμα είναι αμείλικτο: Είτε βγαίνουμε από το ευρώ και εθνικοποιούνται οι τράπεζες (λόγω της σίγουρης πτώχευσής τους μετά τη διακοπή παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ) είτε μένουμε στο ευρώ και οι τράπεζές μας αφελληνίζονται ώστε να μην αφελληνιστεί η Ελλάδα! Προσωπικά, ψηφίζω τη δεύτερη εναλλακτική.
3.Μία λύση
Όπως εξήγησα ήδη, υπό τις επικρατούσες συνθήκες, ο μόνος πιστωτής και ουσιαστικός επενδυτής των τραπεζών είναι ο ESM, μέσω του ελληνικού δημοσίου που χρεώνεται τα ποσά τα οποία περνούν από τον ESM στις τράπεζες. Τα χρήματα που διατίθενται τώρα, στο πλαίσιο της συμφωνημένης ανακεφαλαιοποίησης, θα πάνε χαμένα: θα τα έχει δανειστεί το ελληνικό δημόσιο, βαθαίνοντας την πτώχευσή του, αλλά δεν πρόκειται να βρουν τον δρόμο τους στην «αγορά» καθώς (για λόγους που παρέθεσα πιο πάνω) η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα παραμείνει τόσο ισχνή που οι τραπεζίτες δεν θα τολμήσουν να δανείσουν παρά ψίχουλα για «τα μάτια του κόσμου».
Η όλη ιστορία θυμίζει ξεραμένο αρδευτικό πηγάδι στο οποίο, σε καιρό μεγάλης δίψας, αδειάζουμε έναν πολύτιμο κουβά νερό ελπίζοντας ότι το πηγάδι θα αρχίσει να ποτίζει τα διπλανά χωράφια – κάτι που ποτέ δεν θα συμβεί.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και δεδομένου ότι κανείς ξένος δεν θέλει να αγοράσει τις εν Ελλάδι τράπεζες, τι μπορεί να γίνει; (Μην ξεχνάμε τα μελανά μαντάτα της αποχώρησης των γαλλικών τραπεζών από την Εμπορική και τη Γενική.) Η μόνη ορθολογική λύση είναι να αναλάβει τις τράπεζες απευθείας ο ΕSM, όπως συνέβη το 1992 στη Σουηδία, το 1998 στη Ν. Κορέα ή στις ΗΠΑ το 2009 (με το TARP).
Και πώς θα γίνει αυτό; Πολύ απλά: Οι μετοχές των τραπεζών που ανακεφαλαιοποιούνται περνούν όχι στο ελληνικό ΤΧΣ αλλά απευθείας στον ESM ο οποίος με τρεις απλές κινήσεις: (α) ορίζει νέα διοικητικά συμβούλια (αποτελούμενα από ξένους και Έλληνες), (β) ζητά από την ΕΚΤ να προβεί σε ελέγχους των λογιστικών βιβλίων των τραπεζών και (γ) εκπονεί (με τη βοήθεια συμβούλων που ορίζει το ESM μαζί με το Eurogroup) μελέτη βιωσιμότητας των τραπεζών αυτών, καθώς και συντάσσει επιχειρησιακό πλάνο με στόχο τη μεταρρύθμισή τους ώστε να ξαναγίνουν φερέγγυες (μεταρρύθμιση που μπορεί να περιλαμβάνει συρρίκνωση, κούρεμα ομολογιούχων, συγχωνεύσεις, κλείσιμο καταστημάτων).
Όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, τότε ο ESM (όπως συνέβη στη Σουηδία, στη Ν. Κορέα και στις ΗΠΑ) πωλεί τις μετοχές του στις αναδομημένες τράπεζες σε όποιον θέλει να τις αγοράσει (δίνοντας στους Έλληνες τέως τραπεζίτες τη δυνατότητα, αν θέλουν και μπορούν, να ξαναγίνουν τραπεζίτες), με σημαντικό κέρδος (δεδομένων των χαμηλών τωρινών τους τιμών) και έτσι αποπληρώνει, με το παραπάνω, τους βορειοευρωπαίους φορολογούμενους.
Στο μεταξύ, το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει μειωθεί (καθώς τα χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση εκπίπτουν από το χρέος) και οι καταθέτες εξασφαλίζονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό, καθώς μια τέτοια λύση ελαχιστοποιεί την πιθανότητα κουρέματος των καταθέσεων (από τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι θα έχουν έννομο συμφέρον να διατηρήσουν την καλή εικόνα των δικών τους πλέον τραπεζών).
Επίλογος
Η παραμονή μας στο ευρώ παραμένει απαραίτητη. Για να παύσει όμως η συνεχής απειλή μιας εκπαραθύρωσης, ή ενός «ατυχήματος», είναι αναγκαία (αν και όχι ικανή) συνθήκη ο αφελληνισμός των «ελληνικών» τραπεζών.
Η μόνη βιώσιμη λύση είναι οι τράπεζες να αφελληνιστούν την ώρα που εξευρωπαΐζονται περνώντας στην ιδιοκτησία του ESM και την εποπτεία της ΕΚΤ, αφήνοντας εκτός νυμφώνος τη διαπλοκή Ελλήνων πολιτικών και Ελλήνων τραπεζιτών. Μπορεί η Ευρώπη, αυτή τη στιγμή, να μην είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο.
Όμως, θα ακούσει προσεκτικά και με συμπάθεια αυτή την πρόταση. Όσο για το ΔΝΤ, θα συνηγορήσει. Μένει να την προτείνει η ελληνική κυβέρνηση. Κάτι που θα πράξει μόνο αν βάλει το εθνικό συμφέρον πάνω από την αξία που έχει για τα μέλη της η εξάρτηση από πτωχευμένους τραπεζίτες που απαιτούν να μπουν τα δικά τους συμφέροντα πάνω από εκείνα της κοινωνίας.
Γιάννης Βαρουφάκης από protagon
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.