Η νέα έκθεση του ΔΝΤ προσπαθεί να “χρυσώσει το χάπι” σε σχέση με την κατάσταση της οικονομίας επαναλαμβάνοντας αυτά που λέγονται εδώ και τρία χρόνια

Πρόοδο πέτυχε η Ελλάδα -στα πλαίσια της δανειακής συμφωνίας- για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματός της, ενώ παράλληλα το δημόσιο χρέος της χώρας παραμένει «ιδιαίτερα υψηλό».  Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, η χώρα μας πρέπει να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της φορολογίας, της δημόσιας διοίκησης και του ανταγωνισμού.

Το δημοσιονομικό πρόγραμμα για την περίοδο 2013-14, όπως τονίζεται, είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της στο δημοσιονομικό τομέα. 

Επίσης, η κυβέρνηση προχώρησε σημαντικά στο θέμα της προσαρμογής, προτρέποντάς την να υιοθετήσει κατάλληλες πολιτικές, μέσα στο επόμενο διάστημα, για να σηματοδοτήσει το σημείο αντιστροφής, στον δρόμο της ανάπτυξης. Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι χρειάζεται να επιτευχθεί περισσότερο ισορροπημένη διανομή του βάρους της προσαρμογής. Όσον αφορά συνοπτικά τα συμπεράσματα της Αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, καλωσορίζεται ο «αναπροσανατολισμός της εστίασης του κυβερνητικού προγράμματος».

Στην αρχή της έκθεσης αναφέρεται ότι η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τρομακτικές προκλήσεις το 2010, τόσο με το δημοσιονομικό έλλειμμά της, όσον και με το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, με διψήφιους αριθμούς, αντανακλώντας τις τεράστιες αυξήσεις των δημοσίων δαπανών και την ανάδυση ενός μεγάλου κενού ανταγωνιστικότητας στην χρονική περίοδο μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Στην έκθεση τονίζεται ότι για κάθε χώρα που ανήκει σε νομισματική ένωση, η αντιμετώπιση ανισορροπιών τέτοιας κλίμακας περιέχει μεγάλα ρίσκα για το θέμα της ανάπτυξης και ότι στην περίπτωση της Ελλάδας η ύφεση ήταν πολύ βαθύτερη από ό, τι αναμενόταν.

Εντούτοις, πάντα σύμφωνα με το περιεχόμενο της έκθεσης, η πρόοδος στη δημοσιονομική προσαρμογή ήταν εξαιρετική από κάθε διεθνή σύγκριση, με το πρωτογενές ισοζύγιο να έχει βελτιωθεί κατά 10% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2013, μέσα από συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 20%.

Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα κάλυψε σημαντικό μέρος του χάσματος ανταγωνιστικότητάς της, καθώς μέσα από ριζικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας επαναπροσδιορίσθηκαν οι ονομαστικοί μισθοί και η παραγωγικότητα σε επίπεδο επιχείρησης. Συγκεκριμένα, το χάσμα της ανταγωνιστικότητας, όπως μετράται, ως κόστος εργασίας, ανά μονάδα προϊόντος, έχει μειωθεί σχεδόν κατά τα 2/3 από το 2010 και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε, κατά περίπου 10% του ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα διατηρήθηκε, παρά τις μεγάλες απώλειες που σχετίζονται με την αναδιάρθρωση του χρέους και τη σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ,που συνδέονται με τη βαθιά ύφεση. Επίσης, τονίζεται ότι αυτά τα επιτεύγματα έχουν διευκολυνθεί από μια άνευ προηγουμένου στήριξη της Ελλάδας από τη διεθνή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των 173 δισ. ευρώ που έχει λάβει μέχρι σήμερα από τους Ευρωπαίους εταίρους της.

Η στήριξη αυτή έχει αμβλύνει σημαντικά την ανάγκη προσαρμογής, αποτρέποντας πολύ πιο σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, ενώ περιόρισε τη διάχυση αρνητικών παρενεργειών στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Τα μέχρι σήμερα επιτεύγματα αποτελούν απόδειξη της πολύ ισχυρής και επίμονης αποφασιστικότητας από μέρους της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων της να κάνουν ό, τι χρειάζεται για να επανέλθει η Ελλάδα σε βιώσιμη κατάσταση στο εσωτερικό της ευρωζώνης.

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, οι ανεπαρκείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καταδεικνύουν ότι η προσαρμογή επιτεύχθηκε, κυρίως μέσω διόδων ύφεσης και μέσω άνισης κατανομής του βάρους προσαρμογής, ξεχωρίζοντας τρία προβλήματα: Πολύ μικρή πρόοδος επιτεύχθηκε στην αντιμετώπιση της περιβόητης φοροδιαφυγής στην Ελλάδα.

Οι πλούσιοι και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν πληρώνουν το δικό τους μερίδιο, κάτι που οδήγησε το πρόγραμμα να εξαρτάται υπερβολικά από τις περικοπές δαπανών και την αύξηση των φόρων σε μισθωτούς και συνταξιούχους. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας έχουν επιφέρει αξιοσημείωτη μείωση των ονομαστικών μισθών, αυτό έχει σε πολύ περιορισμένο βαθμό αποτυπωθεί σε χαμηλότερες τιμές, λόγω της αποτυχίας στην απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και γενικότερα στο άνοιγμα αγορών στον ανταγωνισμό. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο πάρα πολύ από το βάρος της προσαρμογής έχει πέσει μέχρι στιγμής σε μισθωτούς και συνταξιούχους.

Αν και η εξισορρόπηση της οικονομίας συνδέθηκε με αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως στους νέους, ο υπερστελεχωμένος δημόσιος τομέας έχει διασωθεί, εξαιτίας της προκατάληψης των απολύσεων. Πάντα σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, αποφασιστικές διορθωτικές αλλαγές απαιτούνται σε κάθε ένα από τους προαναφερόμενους τομείς, προκειμένου να αυξηθεί η προσφορά και να επιτευχθεί μια πιο ισορροπημένη κατανομή του βάρους προσαρμογής.

Για τη δημοσιονομική προσαρμογή, αναφέρεται ότι παραμένουν σημαντικές προκλήσεις. Με περιορισμένο χώρο για την επιβολή πρόσθετων φόρων ή μεγάλες περικοπές στις έκτακτες δαπάνες, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επικεντρωθεί σε κοινωνικά δύσκολες περικοπές στους μισθούς και τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.

Επίσης, τονίζεται ότι το δημοσιονομικό πρόγραμμα για την περίοδο 2013-14 είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της στο δημοσιονομικό τομέα. Ακολούθως, επισημαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδα έχουν συμφωνήσει, ωστόσο, ότι ο μεσοπρόθεσμος πρωταρχικός στόχος για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 6,5% στο 4,5% του ΑΕΠ να μετακινηθεί για το 2016.

Όπως σημειώνεται, η Ελλάδα θα συνεχίζει να χρειάζεται περαιτέρω διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων της και ότι η βασική πρόκληση για την κυβέρνηση είναι να καθορίσει μια μέθοδο ώστε ο στόχος αυτός να επιτευχθεί χωρίς να απομακρυνθεί από τη δέσμευσή της για αποφυγή περαιτέρω υπέρογκων περικοπών δαπανών. Στην έκθεση του ΔΝΤ καταγράφονται ως βασικές τρεις προτεραιότητες οι πιο κάτω:

1) Η μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης.

2) Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης.

3) Η διατήρηση και ενίσχυση του δικτύου κοινωνικής προστασίας.

Αναφορές γίνονται και για τις αλλαγές στις τράπεζες. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται ότι ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ζωτικής σημασίας για μια ισχυρή ανάκαμψη και ότι μετά το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών οι πλήρως κεφαλαιοποιημένες τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να υποστηρίξουν μια σταδιακή αύξηση της πίστωσης, κάτι που θα ενισχυθεί και από την επιστροφή των καταθέσεων στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, σημειώνεται ότι η μικρή πλέον έκθεση των ελληνικών τραπεζών στο δημόσιο χρέος της χώρας θα συμβάλει στην πιο γρήγορη επιστροφή τους στις αγορές χρήματος.

Μια σημαντική ανησυχία, όπως επισημαίνεται στη συνέχεια, είναι να διασφαλιστεί ότι η μεγάλη εισφορά των δημοσίων κεφαλαίων δεν προκαλεί αδικαιολόγητη κυβερνητική παρέμβαση στις τράπεζες και, ως εκ τούτου, τα συνεπακόλουθα προβλήματα της κακής κατανομής των πιστώσεων. 

Σύμφωνα με την έκθεση, η εμπειρία της Ελλάδας στις τράπεζες που λειτουργούν, υπό κρατικό έλεγχο, είναι φτωχή και απαιτείται ένα ενισχυμένο πλαίσιο διακυβέρνησης, ισχυρή εποπτεία και κυρίως πολύ γρήγορη εκ νέου ιδιωτικοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

Τέλος, μια βασική προτεραιότητα για το τραπεζικό σύστημα, όπως επισημαίνεται, είναι η αναστροφή του ρεύματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ τονίζεται η ανάγκη να εισαχθεί το συντομότερο δυνατόν ένα νέο ολοκληρωμένο πλαίσιο εξυγίανσης του ιδιωτικού χρέους.

Στο πλαίσιο αυτό, καλωσορίζεται η δέσμευση των ελληνικών αρχών να θέσουν σε εφαρμογή ένα πλαίσιο για την αντιμετώπιση των αναξιοπαθούντων οφειλών από τα νοικοκυριά.

Στην έκθεση τονίζεται ότι για να προχωρήσει με ισχυρούς ρυθμούς η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να υπάρξει εμβάθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να αναζωογονηθούν οι εξαγωγές, να γίνει ευκολότερη η προσέλκυση επενδύσεων, να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον και να επιταχυνθεί η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, σημειώνοντας ότι «η ισχυρή και σταθερή πολιτική δέσμευση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση».

Τέλος, διατυπώνεται η θέση ότι η αποκατάσταση της ανάπτυξης παραμένει πρωταρχική προϋπόθεση ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να αναπτυχθεί, ενώ για την περίοδο 2010-2012, σημειώνεται ότι η πολύ βαθύτερη από το αναμενόμενο ύφεση οφείλεται κυρίως στη σταδιακή απώλεια εμπιστοσύνης, με αποκορύφωμα τις έντονες ανησυχίες για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά και στη συνεχώς αυξανόμενη πολιτική αβεβαιότητα, η οποία καθιστούσε όλο και περισσότερο εμφανές ότι δεν υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση για αντίσταση στα κατεστημένα συμφέροντα και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την έκθεση, όλα αυτά συνέτειναν σε δραματική συρρίκνωση των επενδύσεων.

Τέλος, για την προοπτική μείωσης του χρέους, το ΔΝΤ εστιάζεται σε δυο θέματα: Στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στα απαιτούμενα επίπεδα, με σκοπό να αυξηθούν οι επενδύσεις και στη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων για τη βιωσιμότητα του χρέους προκειμένου να παραμείνει το πρόγραμμα σε τροχιά και το χρέος να πέσει σημαντικά κάτω του 110% του ΑΕΠ ως το 2022.

ΑΜΠΕ

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.