Για το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας διετίας οι αγορές με χαρά ανταμείβουν τα άσωτα υπερχρεωμένα κράτη, αρκεί να έχουν τη δική τους κεντρική τράπεζα και να είναι έτοιμα να τυπώσουν χρήμα ώστε να αποτρέψουν την χρεοκοπία. Οι πιο ευνοημένοι από αυτή τη γενναιοδωρία είναι οι ΗΠΑ και η Βρετανία.

Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα που προσέφεραν οι δύο αυτές οικονομίες ήταν ότι δεν ανήκουν στην ευρωζώνη. Έτσι, παρά την φτωχή τους απόδοση στη μείωση των μεγάλων ελλειμμάτων τους και του χρέους, οι αποδόσεις στα κρατικά τους ομόλογα μειώθηκαν και τα νομίσματά τους ανατιμήθηκαν.

Το πρώτο αποδεικτικό στοιχείο είναι η στερλίνα η οποία προσφάτως αποδυναμώθηκε (αν και περιορισμένα) λόγω των θετικών ειδήσεων για την οικονομία, όπως τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν αυτή την εβδομάδα για τον πληθωρισμό που ήταν καλύτερα των εκτιμήσεων. Από τις αρχές του έτους, οι ξένοι εγκαταλείπουν την στερλίνα μαζικά.

Το θέμα δεν είναι εάν η στερλίνα χάνει την ελκυστικότητά της ως ασφαλές ανάχωμα ενάντια στην κρίση χρέους της ευρωζώνης. Οι αγορές ανησυχούν για την αργή πρόοδο που καταγράφει ο υπουργός Οικονομικών George Osborne στη μείωση του ελλείμματος και για το υψηλό χρέος που διατηρείται απουσία ισχυρής ανάπτυξης.

Οι επενδυτές καταλήγουν ότι η Βρετανία θα υποχωρήσει από την ποσοτική χαλάρωση πιο αργά από ότι οι ΗΠΑ και κατά συνέπεια πως η στερλίνα θα αποδυναμωθεί έναντι του δολαρίου.

 

Τόσο το καλύτερο για τη Βρετανία, θα μπορούσε να πει κανείς. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τώρα διαμορφώνεται στο 3,5% του ΑΕΠ. Μετά από χρόνια τέτοιων ελλειμμάτων, επιδεινώνονται επίσης και τα καθαρά έσοδα από επενδύσεις. Ωστόσο, σε όρους ροής κεφαλαίων το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να μειωθεί ώστε να στηρίξει και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Όπως αναφέρει και ο Andrew Smithers της Smithers & Co μπορεί κανείς να αποδείξει τα πάντα για την ανταγωνιστικότητα της Βρετανίας ανάλογα με την ημέρα εκκίνησης που θα διαλέξει κατά την εκτίμηση του παράγοντα της στερλίνας.

Σε πρόσφατη έκθεση όμως, επισημαίνει ότι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία στερλίνας – δολαρίου από το 1899 μέχρι το 2012 παρέμεινε αμετάβλητη. Ενόσω και οι δύο χώρες ακολουθούσαν τον κανόνα του χρυσού, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι πιθανότητες ήταν ότι η συναλλαγματική ισοτιμία βρισκόταν σε ισορροπία.

Παρόλα αυτά, η παραγωγικότητα – η οποία αποτιμάται από το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ανάλογα με τον πληθυσμό – μειώθηκε αυτή την περίοδο κατά 30% συγκριτικά με τις ΗΠΑ. Εάν, όπως υποδεικνύει πληθώρα στοιχείων, οι οικονομίες με ισχυρή παραγωγικότητα βλέπουν τις πραγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων τους να ανατιμώνται, τότε η στερλίνα είναι σημαντικά υπερτιμημένη.

Δεδομένης της επείγουσας ανάγκης για εξισορρόπηση της βρετανικής οικονομίας, τότε η περαιτέρω αποδυνάμωση της στερλίνας είναι ευπρόσδεκτη, ειδικότερα καθώς οι πληθωριστικές τάσεις αποδυναμώνονται.

Η κατάσταση στις ΗΠΑ είναι διαφορετική. Εκεί, η πρόσφατη ενίσχυση των αποδόσεων στα Treasury αντικατοπτρίζει την εντεινόμενη φημολογία ότι η προγραμματισμένη απομάκρυνση από τα μέτρα αντισυμβατικής νομισματικής πολιτικής μπορεί να γίνει νωρίτερα από ότι αναμένεται. Η ενίσχυση του δολαρίου δεν οφείλεται πλέον στο ότι θεωρείται όαση ασφαλείας σε έναν χρηματοοικονομικά ασταθή κόσμο, αλλά επειδή οι συσχετισμοί των αποδόσεων ανά τον κόσμο λειτουργούν πιο φυσιολογικά.

Αυτό ισχύει κυρίως για τη συναλλαγματική ισοτιμία γεν – δολαρίου. Από τις 14 Νοεμβρίου, όταν ο πρωθυπουργούς Γιοσιχίκο Νόντα αποκάλυψε ότι θα προχωρήσει σε διάλυση της κυβέρνησης, τότε η πραγματική διαφορά αποδόσεων μετά το πληθωρισμό μεταξύ των 5ετών κρατικών ομολόγων ΗΠΑ-Ιαπωνίας εκτοξεύθηκε κατά 108 μονάδες βάσης, από -83 στις +25 μονάδες βάσης. Παρόλα αυτά, η κινητήριος δύναμη για τις πραγματικές αποδόσεις τις τελευταίες εβδομάδες έχει αλλάξει κατεύθυνση, με τις πραγματικές αποδόσεις στις ΗΠΑ να ενισχύονται σημαντικά. Όπως και με τη στερλίνα, οι πιο πρόσφατες κινήσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες αφορούν περισσότερο την ενίσχυση του δολαρίου παρά την αποδυνάμωση του γεν.

Το απόλυτο μέγεθος της κίνησης στα αμερικανικά Treasury είναι εντυπωσιακό. Από τι αρχές Μαίου, μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα, οι αποδόσεις των 30τών Treasury ενισχύθηκαν κατά 40 μονάδες βάσης, ενώ η απόδοση των 10ετών κατά περίπου 30 μονάδες βάσης. Αυτό αποτυπώνει την ευαισθησία των αγορών στα σενάρια για τερματισμό της εποχής επέκτασης στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών. Αποτελεί επίσης ένδειξη για το πόσο πολύ απέχουμε από τις κανονικές συνθήκες.

Οι αποδόσεις σε ομόλογα σταθερού εισοδήματος εξακολουθούν να είναι εντυπωσιακά χαμηλές βάσει ιστορικών στοιχείων και, παρά τις διαμαρτυρίες των κεντρικών τραπεζών, αυτό δεν οφείλεται στις χαμηλές προσδοκίες για τον πληθωρισμό που προέκυψαν από τον καταπληκτικό τους χειρισμό στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι αρνητικές αποδόσεις σε τίτλους που συνδέονται με δείκτες μας υποδηλώνει ότι ο κόσμος αναζητά απεγνωσμένα ασφάλεια έναντι στον κίνδυνο ανάκαμψης του πληθωρισμού. 

Εν τω μεταξύ, ο Jaime Caruana, γενικός διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Λονδίνο την προηγούμενη εβδομάδα ρωτήθηκε εάν τα αντισυμβατικά μέτρα ήταν αποτελεσματικά. Απάντησε ότι η πρακτική αυτή για να κερδηθεί λίγος χρόνος δεν συνοδεύτηκε από κατάλληλους ισολογισμούς και δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές. Έχει απόλυτο δίκιο. Το πρόβλημα είναι ότι προ της κρίσης, οι κεντρικοί τραπεζίτες αγνόησαν αυτές τις σοφές προειδοποιήσεις. Πιθανόταταθατοπράξουνκαιτώρα.

John Plender απόFT.com

euro2day

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.