Το αμερικανικό μοντέλο εξετάζεται να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής του τραπεζικού κλάδου για τη συνολική διαχείριση των επισφαλών επιχειρηματικών δανείων.

 

Εξελίξεις αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να υπάρξουν στο αμέσως προσεχές διάστημα, καθώς οι πιστωτικοί όμιλοι έχουν συζητήσει όλα τα ενδεχόμενα, σε μια προσπάθεια να “ανακουφίσουν” τις επιχειρήσεις και να “ξεφορτωθούν” τις προβληματικές χορηγήσεις από τους ισολογισμούς τους.

 

Τόσο σε θεσμικό επίπεδο -στο πλαίσιο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών- όσο και σε κατ΄ ιδίαν επαφές, οι τράπεζες κρίνουν πως το ζήτημα των επιχειρηματικών χορηγήσεων που “σκάνε” πρέπει να αντιμετωπιστεί πάραυτα.

 

Φαίνεται, μάλιστα, πως καταλήγουν στην υιοθέτηση του σχεδίου που έχει εφαρμοστεί στις ΗΠΑ, αφού τα “κανόνια” αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και έχουν αλυσιδωτές επιπτώσεις στο σύστημα. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τα υπόλοιπα των επιχειρηματικών χορηγήσεων, εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα διαμορφώθηκαν στα 120,163 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, έναντι 129,540 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

 

Από αυτά, η μερίδα του λέοντος προέρχεται από το εμπόριο, όπου τα δάνεια διαμορφώνονται στα 21,751 δισ. ευρώ και ακολουθεί ο κλάδος της μεταποίησης, στα 21 δισ. ευρώ, ενώ οι χορηγήσεις προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις ανέρχονται σε 13,365 δισ. ευρώ.

 

Συγκεκριμένα, οι επιλογές που θα μπουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, ανάμεσα στις δύο πλευρές (τράπεζες-οφειλέτες) θα είναι οι εξής: α) στην περίπτωση που το δάνειο έχει περιέλθει προ πολλού σε κατάσταση οριστικής επισφάλειας και η υπόχρεη εταιρεία δεν έχει προοπτική ανάκαμψης και εξόφλησης του, θα ανατίθεται σε τρίτο οργανισμό, ο οποίος θα αναλαμβάνει να εισπράξει ό,τι μπορεί.

 

Δηλαδή, για ένα δάνειο των 100 ευρώ, θα επιχειρεί να εξασφαλίσει ένα ποσό της τάξης των 30 με 35 ευρώ. Από αυτά, θα εισπράττει την προμήθεια του και τα υπόλοιπα θα τα αποδίδει στην εκδότρια τράπεζα. Η τελευταία, κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα προσπορίζεται ένα ποσό, το οποίο, βεβαίως, θα απέχει κατά πολύ από το αρχικώς χορηγούμενο, αλλά σε κάθε περίπτωση θα αποτελεί ένα έσοδο, από κάτι που ήταν σχεδόν ξεγραμμένο.

 

Έτσι εκτιμάται ότι σε πολλές θα περιορίζονται σημαντικά οι ζημιές από τα συγκεκριμένα δάνεια, ενώ δεν αποκλείεται να καταγράφονται λογιστικά και μικρά κέρδη, ανάλογα με το δάνειο. β) στην περίπτωση που το δάνειο έχει δοθεί σε επιχείρηση, η οποία, παρά τις οικονομικές της δυσκολίες, κρίνεται πως έχει προοπτικές (ισχυρό προϊόν, καλή θέση στην αγορά κλπ), τότε η αντιμετώπιση θα είναι διαφορετική.

 

Μολονότι είναι επισφαλές, θα καλείται ο υπόχρεος επιχειρηματίας και θα του προτείνεται η ισόποση αγορά μετοχών της εταιρείας του, με το ποσό του δανείου. Κατόπιν θα επιχειρείται η αναδιάρθρωση της εταιρείας, με την είσοδο φρέσκου χρήματος και με την προοπτική σε τρία, το πολύ τέσσερα χρόνια, όταν η αγορά θα έχει «γυρίσει», η συμμετοχή να πουληθεί και να εγγραφούν, κατ΄ αυτόν τον τρόπο υπεραξίες.

 

Με τη συγκεκριμένη λύση, οι επιχειρήσεις ανακτούν τη χαμένη και πολυπόθητη αυτή την εποχή ρευστότητα, αλλά χάνουν την απόλυτη κυριότητα. Οι τράπεζες από την πλευρά τους παίρνουν μετοχές σε μία ελπιδοφόρα εταιρεία αντί να έχουν το “χαμένο” δάνειο και “αναβιώνουν” στην ουσία μία επιχείρηση με προοπτικές. Εννοείται, βέβαια, ότι ο επιχειρηματίας που θα δέχεται αυτή τη λύση θα πρέπει να αποδέχεται και το γεγονός ότι ουσιαστικά θα χάνει και το management, αλλά στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα οι περισσότερες υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, αυτό ελάχιστα τους ενδιαφέρει.

 

Άλλωστε το να βρεθεί κάποιος και να συνεισφέρει «ζεστό χρήμα» σε ελληνικές εταιρείες, σε αυτές τις εποχές της απόλυτης ένδειας, από πλευράς ρευστότητας, συνιστά από μόνο του γεγονός.

 

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη από capital

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.