Η χθεσινή συνάντηση του Αντώνη Σαμαρά με τον Μπάρακ Ομπάμα θα αξιολογηθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες, αλλά κάποια δεδομένα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Ίσχυαν και θα ισχύουν ανεξαρτήτως της συνάντησης.

 

Ας τα δούμε όπως τα καταγράψαμε στο χθεσινό «Ποντίκι».
 
Άλλωστε, όπως και με την επίσκεψη Σόιμπλε, όλα όσα είχαμε γράψει πριν από αυτήν, επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Ας δούμε λοιπόν τι ήθελε να κερδίσει ο Σαμαράς στις ΗΠΑ, τι ήταν διατεθειμένοι να του δώσουν και τι, τελικά, μπορούσε να κερδίσει. Ακολουθεί το ρεπορτάζ, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε χθες:

Στο αμερικανικό διάλειμμά του από τις εγχώριες και ευρωπαϊκές πολιτικές πιέσεις, ο Αντώνης Σαμαράς φιλοδοξεί – δικαιολογημένα, προφανώς –, εκτός από τις παραδοσιακές φωτογραφίες και τις διπλωματικές αβρότητες με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζον Κέρι και τον πρόεδρο Ομπάμα, να ανανεώσει ή και να ενισχύσει, στον βαθμό του δυνατού, το ηγετικό προφίλ του.

 

Φιλοδοξεί δηλαδή να μεταφέρει στο εσωτερικό της χώρας – αλλά και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον – μια αίσθηση ηγέτη που ανοίγει τα φτερά του και επιχειρεί να καταστεί, στο μέτρο του εφικτού, περισσότερο «ανεξάρτητος» από όσο έχει συνηθίσει τον τελευταίο χρόνο τους φίλους, τους εχθρούς, αλλά και τους… επιτηρητές του.

Με απλά λόγια, να αποτινάξει την αίσθηση της… μονομερούς υποτέλειας της κυβέρνησης προς τη Γερμανία και να «πουλήσει» περιφερειακό ρόλο σε μια περιοχή στην οποία το ενεργειακό παιχνίδι μπαίνει σε νέα κλιμάκωση.

Στο εσωτερικό επιθυμεί να μπολιάσει με ελπίδα αποκλιμάκωσης της κρίσης, με προοπτική επενδύσεων, με την αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος από την πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη και, ενδεχομένως, με την ψευδαίσθηση ότι τα δολάρια που φημολογείται ότι θα περάσουν τον ωκεανό δεν θα ανήκουν μόνο στα πτωματοφάγα κερδοσκοπικά funds, αλλά και σε πραγματικούς επενδυτές, με στόχο την αναθέρμανση της οικονομίας.

Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το δικαίωμα του πρωθυπουργού μας στο όνειρο. Εμείς, όμως, ως σοβαροί άνθρωποι, καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στα δεδομένα, αλλά και στην αντικειμενική δυνατότητα του Αντώνη Σαμαρά να κερδίσει κάτι ουσιαστικό από αυτό το ταξίδι. Ας δούμε λοιπόν πρώτα τι… δεν μπορεί να κερδίσει και γιατί.

Τι δεν δίνουν οι ΗΠΑ

1) Ένα ουσιαστικό αμερικανικό «χαστούκι» στη Γερμανία της Μέρκελ.

Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να υποστηρίξουν ένα τέτοιο «χαστούκι» – ούτε είναι διατεθειμένες να ρισκάρουν για χάρη μας. Η χώρα μας είναι ένα πολύ μικρό μέγεθος και η κυβέρνηση Σαμαρά ένα πολύ μικρότερο για να εκτεθεί η κυβέρνηση των ΗΠΑ σε χειρισμούς που πολύ απέχουν από το να χαρακτηριστούν «διπλωματικοί».

• Ας μην ξεχνάμε άλλωστε την τύχη που είχαν κατά καιρούς οι δημόσιες παρεμβάσεις Αμερικανών αξιωματούχων εναντίον της πολιτικής λιτότητας και συρρίκνωσης των ευρωπαϊκών οικονομιών: οι Γερμανοί όχι απλώς τις αγνόησαν, αλλά και τις απέρριψαν δημοσίως, ακόμη και παρουσία των Αμερικανών επικριτών τους, ενίοτε προσβλητικά, χωρίς κανένα πολιτικό ή άλλο κόστος.

• Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι, συστηματικά, όλες οι δημόσιες «παροτρύνσεις» αξιωματούχων των ΗΠΑ προς τους ομολόγους τους στην Ελλάδα κατέτειναν στη συνέχιση της εφαρμοζόμενης πολιτικής και των συμφωνημένων «μεταρρυθμίσεων».

• Ας μην ξεχνάμε ότι το ΔΝΤ, το μέλος της τρόικας με τη στενότερη πολιτική σχέση με τις ΗΠΑ, είναι αυτό που πρωτοστατεί στην αποδόμηση, τη διάλυση και την ιδιωτικοποίηση του κράτους, αλλά και στην καταβαράθρωση μισθών, συντάξεων και κοινωνικού κράτους.

Ένοχες για την οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην Ελλάδα δεν είναι μόνο η Γερμανία, η Κομισιόν και η ΕΚΤ. Συνένοχο, σε όλη τη διάρκεια, όλη την έκταση και όλες τις πτυχές του δράματος, είναι το ΔΝΤ, παρά τα κροκοδείλια δάκρυα της τελευταίας περιόδου.

2) Την εγγύηση στην Ελλάδα ότι μπορεί η αμερικανική κυβέρνηση να αποτελέσει αντίβαρο σε περίπτωση που η Γερμανία σκληρύνει τη στάση της από το φθινόπωρο. Εκτός του ότι οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν όπλα άμεσης παρέμβασης στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης, ας μην παραβλέπουμε ότι δεν διαθέτει εργαλεία πειθαναγκασμού ούτε της Κομισιόν ούτε, πολύ περισσότερο, της Γερμανίας και της ΕΚΤ. Το πιθανότερο είναι ότι οι όποιες υποσχέσεις «βοήθειας» και «στήριξης» θα αφορούν το ενδεχόμενο πρώτα η Ελλάδα να αναλάβει όλα τα ρίσκα της ρήξης με την ευρωζώνη – και ύστερα… βλέπουμε.

Με αυτά τα δεδομένα, ποιος μπορεί να υποσχεθεί, να εγγυηθεί ή να πιστέψει ότι πραγματικά υπάρχει αμερικανικό αντίβαρο στη γερμανική πίεση; Ας μείνουμε στο ερώτημα, αφού τίποτε δεν μας επιτρέπει να διατυπώσουμε την απάντηση.

3) Την εγγύηση ότι οι ΗΠΑ μπορούν να πιέσουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση ενός ονομαστικού και «γενναίου» κουρέματος του χρέους.

Εδώ τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα και πολύ σαφή:

• Το χρέος της Ελλάδας, ύστερα από τα δύο προηγούμενα «κουρέματα», τα οποία… δεν το μείωσαν τελικά, βρίσκεται κατά 80% περίπου στα χέρια της ευρωζώνης, των χωρών και των θεσμών της. Συνεπώς, οι κάτοχοι του χρέους και επιτηρητές της χώρας μας είναι οι μόνοι «αρμόδιοι» να λάβουν τις σχετικές αποφάσεις. Θα πρέπει λοιπόν να θεωρείται αδύνατη κάθε πίεση εκ μέρους των ΗΠΑ, όταν αυτές δεν είναι σε θέση να επιβάλουν με πυγμή τη θέλησή τους.

• Το χρέος που παρέμεινε στα χέρια ιδιωτών είναι πολύ πιο θωρακισμένο νομικά χάρη στο αγγλικό δίκαιο. Είναι μάλλον απίθανο να αμφισβητηθεί το καθεστώς του από τις ΗΠΑ, αν μάλιστα αυτή η αμφισβήτηση μπορεί να τινάξει στον αέρα τις ισχυρότερες νομικές εγγυήσεις υπέρ των παγκόσμιων δανειστών.

• Ένα κούρεμα του χρέους προς το ΔΝΤ δεν θα πρέπει να θεωρείται επιθυμητό εκ μέρους των ΗΠΑ, παρ’ ότι ακόμη και ΜΜΕ της «βαθιάς» Αμερικής, όπως η «Wall Street Journal», θεωρούν ότι το Ταμείο πρέπει να πληρώσει και αυτό το δικό του τίμημα για να επανορθωθεί μερικώς το συντριπτικό πλήγμα κατά της Ελλάδας.
Εξάλλου το ΔΝΤ, ύστερα από χρόνια απαξίωσης, κατακτά τώρα πάλι μια θέση στο οικονομικό γίγνεσθαι του πλανήτη. Κάθε πλήγμα στην ισχύ και την αξιοπιστία του – παράλληλα με την ισχυροποίηση των ελεγχόμενων από τη Γερμανία χρηματοπιστωτικών και ελεγκτικών θεσμών – ίσως αποβεί μοιραίο για την υπόστασή του και τον ευρωπαϊκό του ρόλο. Άρα και για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να ασκούν τον, έστω περιορισμένο, ρόλο τους.

Τι θα του ζητήσουν

Ο πρωθυπουργός θέλει να αποσπάσει την υπόσχεση ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει στο εξής ή στρατηγικό εταίρο πρώτης γραμμής στην περιοχή για τις ΗΠΑ ή εξέχοντα ενεργειακό συνεταίρο ή, έστω, αντίβαρο στα προβλήματα ασφάλειας που πηγάζουν από τη Συρία, το Ιράν κ.λπ. και την αστάθεια που δημιουργούν στην περιοχή οι περιπλοκές από την πολιτική της Τουρκίας.

Αλήθεια, όμως, πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι οι ΗΠΑ αναζητούν… «ισότιμους εταίρους» του είδους της σημερινής Ελλάδας; Οι εταίροι παίρνουν και δίνουν σε μια συνεργασία, έστω και ετεροβαρώς. Η δική μας χώρα, αυτήν τη στιγμή, μόνο δίνει περιμένοντας, με δουλική προσμονή, μια ανταπόδοση. Μέχρι στιγμής έχει δώσει:

1) Τη δεδομένη ήδη συμμετοχή της στον αζερικών, τουρκικών, ιταλικών και αμερικανικών συμφερόντων αγωγό αερίου ΤΑΡ, ο οποίος, αφού λειτουργήσει από το 2020 και μετά – αν λειτουργήσει τελικά –, θα «κυκλοφορεί» μόλις 10 δισ. κ.μ. φυσικό αέριο ετησίως, από το οποίο το 80% θα καταλήγει στην Ιταλία, ενώ για την Ελλάδα το όφελος σε «ανάπτυξη» θα είναι μερικές εκατοντάδες σεκιουριτάδες με άθλιους μισθούς και μερικές δεκάδες μηχανικοί με λίγο καλύτερες, ίσως, αποδοχές. Τα διαφημιζόμενα ως γεωστρατηγικά ωφελήματα αφορούν πολύ περισσότερο την Τουρκία.

2) Την – τζάμπα πράμα! – δεδομένη ήδη παραχώρηση του εθνικού διαχειριστή φυσικού αερίου, του ΔΕΣΦΑ, σε τιμή που αντιστοιχεί στο ετήσιο τίμημα του αερίου που θα αγοράζουμε από τους Αζέρους. Η υπόθεση αυτή μάλιστα θυμίζει τις περίφημες στρατηγικές ενεργειακές συμμαχίες της κυβέρνησης Καραμανλή, που κατέληξαν όχι μόνο στη μη κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, αλλά και στο να πληρώνει η Ελλάδα 30% ακριβότερο το φυσικό αέριο από τη Βουλγαρία. Διαχρονικοί οι… πανωλεθρίαμβοι στην πρόσφατη διπλωματική, οικονομική και πολιτική μας Ιστορία.

3)  Την – καθ’ υπόδειξιν – δεδομένη ήδη, πακέτο με την Κύπρο, προσχώρησή μας στον αμερικανικών συμφερόντων ενεργειακό, πολιτικό και αμυντικό άξονα με το Ισραήλ, χωρίς προφανείς γεωστρατηγικές εγγυήσεις.

4) Τη δεδομένη ήδη δέσμευσή μας ότι δεν μπορεί να υπάρξει εκμετάλλευση φυσικών πόρων στο Αιγαίο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας και τη διαπραγμάτευση μαζί της.

5) Τη δεδομένη ήδη, από την εποχή Σημίτη, αναγνώριση των ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο και, συνεπώς, την ανοχή μας στην ντε φάκτο δημιουργία «γκρίζων ζωνών».

6) Τη δεδομένη ήδη ανοχή μας στην… «εξαφάνιση» του Καστελόριζου εν όψει της ανακήρυξης – κάποτε! – ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αλλά και της εκμετάλλευσης των όποιων ενεργειακών πόρων στο Αιγαίο.

7) Τη δεδομένη ήδη ανοχή μας στην ταχεία διείσδυση της Τουρκίας στη Θράκη – και με οικονομικούς όρους, ως συνέπεια της ελληνικής χρεοκοπίας. Πιθανότατα και με τη μελλοντική ανακήρυξή της ως Ειδικής Οικονομικής Ζώνης, με ειδικό καθεστώς όχι μόνο στα εργασιακά, αλλά και στο σύνολο της οικονομικής λειτουργίας της και στην έμμεση «χαλάρωση» των συνόρων.

Τι έχει μείνει να δώσουμε για να αποσπάσουμε την αμερικανική… συμπάθεια; Μια γενναία συνεισφορά στην παγίδευση της Κύπρου στο επόμενο σχέδιο τύπου Ανάν.

Πιστεύει κανείς πως, αν η ελληνική κυβέρνηση επικυρώσει την εκχώρηση της «διαχείρισης» του Κυπριακού στις ΗΠΑ και την Τουρκία, αυτό θα αποτελέσει μείζονα λόγο στήριξης της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας, της οποίας μάλιστα ο ιστορικός σύμμαχος στην περιοχή μας είναι… η Τουρκία; Αν το πιστεύουν, εμείς τι άλλο να πούμε;

 

Σταύρος Χριστακόπουλοςαπό topontiki

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.