Η εκκλησιαστική περιουσία ήταν πάντα ένα προσφιλές θέμα είτε για εσωτερική αντιπολίτευση στον χώρο της Εκκλησίας είτε ως πεδίο μάχης και αντιπαραθέσεων μεταξύ Εκκλησίας και πολιτείας.
Από το… δόγμα «το μαγαζί μας είναι γωνιακό και δεν μπορείτε να το αγγίξετε» του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ προς τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή μέχρι το «σάλτο μορτάλε» του Αντώνη Τρίτση επί Ανδρέα Παπανδρέου, το θέμα συγκέντρωνε πάντα το ενδιαφέρον του κόσμου!
Η τελευταία διένεξη σημειώθηκε στα τέλη της αρχιεπισκοπίας Σεραφείμ. Εκτάσεις – φιλέτα της Βουλιαγμένης άλλαξαν χέρια, ενώ τα οικονομικά της Εκκλησίας διαχειριζόταν μία κλειστή ομάδα ιεραρχών, εν ονόματι του ανήμπορου τότε Σεραφείμ. Ήταν τόση η φόρτιση τότε, ώστε το θέμα χρησιμοποιήθηκε στη μάχη διαδοχής στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998.
Αλλά ας δούμε το θέμα στην πραγματική του διάσταση, δεδομένου ότι πολλά περίεργα συμβαίνουν με την εκκλησιαστική περιουσία την τελευταία πενταετία, μετά μάλιστα την εκλογή του Ιερώνυμου Β’ ως αρχιεπισκόπου.
Ο Ιερώνυμος, ως κύριος αντίπαλος του Χριστόδουλου στην εκλογή του 1998 και έπειτα ως ο κύριος αντιπολιτευτικός πόλος εντός της Ιεραρχίας, κατόρθωσε στην εκλογή του 2008, με τη συνεισφορά ενός σκληρού στενού πυρήνα κληρικών και λαϊκών, φίλων και συνεργατών του, να αναδειχθεί στην πολυπόθητη θέση του αρχιεπισκόπου.
Δεν έχει στεγνώσει ακόμη το μελάνι από τους ομηρικούς καυγάδες, τις αντεγκλήσεις, τις ανακρίσεις κ.λπ. στους κόλπους της Εκκλησίας, που προηγήθηκαν της εκλογικής αναμέτρησης για τον θρόνο το 1998, με αιχμή του δόρατος τις καταγγελίες για τη διαχείριση των κονδυλίων της Εκκλησίας και τη διανομή τους, αδιαφανώς, σε ημετέρους.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη της υπόθεσης Κοσμάτου, που έκανε τον Τύπο της εποχής να αφιερώσει δεκάδες σελίδες και παραλίγο να παρουσιαστεί η Εκκλησία ως θύτης, ενώ ήταν το πραγματικό θύμα. Το θέμα αυτό τελικά στοίχισε στον Ιερώνυμο, αφού ήταν κεντρικό πρόσωπο των τεκταινομένων στον πολύπαθο χώρο των οικονομικών της Εκκλησίας. Η υπόθεση έληξε εκκλησιαστικά, με «άφεση αμαρτιών» προς όλους τους εμπλεκομένους με αρκετή καθυστέρηση, το 2005, με πρωτοβουλία του Χριστόδουλου, που ήθελε να μετριάσει το αντιπολιτευτικό μένος τού τότε μητροπολίτη Θηβών Ιερώνυμου, ο οποίος αντιπολιτευόταν σκληρά τον Χριστόδουλο εντός και εκτός Ιεραρχίας.
Διόρισε πρόεδρο
Με την ανάληψη της εκκλησιαστικής εξουσίας από τον Ιερώνυμο, τον Φεβρουάριο του 2008, φάνηκε ότι οι όποιες στραβοτιμονιές του παρελθόντος είχαν αποτελέσει μάθημα για τον νέο αρχιεπίσκοπο.
Η πρώτη κίνηση που έκανε ήταν να διορίσει πρόεδρο της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) τον Θεόκλητο, μητροπολίτη Ιωαννίνων και επί δεκαετίες μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας, τον μόνο βαθύ γνώστη των οικονομικών της Εκκλησίας, και της εκκλησιαστικής περιουσίας και όλης της προϊστορίας αυτού του τεράστιου κεφαλαίου. Η τοποθέτηση αυτή ήταν η ανταπόδοση του Ιερώνυμου προς τον μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο οποίος εκπροσωπούσε την πρεσβυτέρα Ιεραρχία, λόγω της ουσιαστικής στήριξής του στην εκλογική αναμέτρηση, η οποία ήταν καθοριστική, αφού έκανε την πλάστιγγα να γείρει υπέρ του Ιερώνυμου.
Ανέθεσε επίσης τη γενική διεύθυνση της ίδιας υπηρεσίας σ’ έναν ικανό τεχνοκράτη από την αγορά και εξειδικευμένο ανώτατο τραπεζικό στέλεχος στη διαχείριση ακινήτων, τον Α. Ζαμπέλη, έως τότε επικεφαλής της ακίνητης περιουσίας της Εμπορικής Τράπεζας.
Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι το δίδυμο Θεόκλητου – Ζαμπέλη άρχισε να βάζει σε τάξη τα πολύπαθα οικονομικά της Εκκλησίας, τα οποία τη μετά Χριστόδουλο εποχή άρχισαν να παρουσιάζουν σημαντική μείωση.
Τσαμπατζήδες μισθωτές, χαριστικές πωλήσεις και δοσοληψίες με ημετέρους, εγκαταλελειμμένα και αδήλωτα ακίνητα, καταπατημένες εκτάσεις μπήκαν πολύ σύντομα σε σειρά, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να καταστεί αξιόπιστος θεσμικός παίκτης στην αγορά της ακίνητης περιουσίας και μάλιστα να βρεθεί στα πρόθυρα ίδρυσης Ανώνυμης Εταιρείας Επενδύσεων Ακινήτων, στα πρότυπα των μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων.
Το Βατοπέδι
Η σχέση με την κυβέρνηση Καραμανλή ήταν άριστη, λόγω της σχέσης του Ζαμπέλη με τη Ν.Δ., και αυτό αποτυπώθηκε στη διευθέτηση σωρείας χρονίως εκκρεμουσών υποθέσεων μεταξύ πολιτείας και Εκκλησίας, παρότι το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, που εκείνη την εποχή… μεσουρανούσε, είχε δυναμιτίσει το κλίμα και υπήρχε τεράστια καχυποψία.
Με την εκλογή όμως του ΠΑΣΟΚ και την άνοδο του Γιώργου Παπανδρέου στην εξουσία, βαριά σύννεφα άρχισαν να σκεπάζουν τις σχέσεις Εκκλησίας – πολιτείας. Μπιρμπίλη, Παπακωνσταντίνου και… Χάρης Παμπούκης, με τη συμμετοχή της Διαμαντοπούλου και της Ρεπούση, άρχισαν το ξήλωμα του πουλόβερ, αφού θέλησαν – σε έναν βαθμό σωστά – να ελέγξουν το σύστημα.
Πέτυχαν, σε πρώτη φάση, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιερώνυμου, την επιβολή της βαριάς φορολόγησης στην εκκλησιαστική περιουσία (ίσως θυμάστε εκείνη τη… συμπροεδρία αρχιεπισκόπου και Γιωργάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο), τον έλεγχο της εκκλησιαστικής περιουσίας μέσω χαρακτηρισμών ακινήτων της σε διατηρητέα και πράσινο (βλέπε Δεινοκράτους και Υμηττό) κ.λπ.
Ο Ιερώνυμος, στηριζόμενος στη φιλοσοφία «πού να μπλέκω τώρα με το γκουβέρνο», στη συνέχεια αποφάσισε να απομακρύνει τους πιο στενούς του συνεργάτες, κληρικούς και λαϊκούς, και μάλιστα εκείνους που τον είχαν βοηθήσει την επίμαχη προεκλογική περίοδο του 2008 να αναδειχθεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Και τότε λίγο έλειψε να τον χάσει δεύτερη φορά, κάτι που αποφεύχθηκε μόνον επειδή κάποιοι χριστοδουλικοί ιεράρχες τον ψήφισαν πηγαίνοντας κόντρα στον «παραδοσιακό» μητροπολίτη Σπάρτης Ευστάθιο.
Έτσι απομακρύνθηκε, τον Απρίλιο του 2011, με πρόσχημα τη λήξη της τριετούς θητείας του, ο λαϊκός γενικός διευθυντής των Οικονομικών Αντώνης Ζαμπέλης, αλλά και ο κληρικός ειδικός σύμβουλος της Αρχιγραμματείας, διαπρεπής νομικός και θεολόγος, αρχιμανδρίτης Αμφιλόχιος Στεργίου. Ύστερα ακολούθησε και η θορυβώδης παραίτηση του προέδρου της ΕΚΥΟ, του Ιωαννίνων Θεόκλητου, ο οποίος, μιλώντας σε συνεργάτες του, έλεγε ότι «δεν μπορούσε να ανεχθεί πλέον να παίζεται μέσα στην Εκκλησία αυτή η φαρσοκωμωδία».
Βουλιαγμένη στο προσκήνιο
Μετά την απομάκρυνση των τριών αυτών βασικών πυλώνων στήριξης της αρχιεπισκοπικής εξουσίας και των εκκλησιαστικών ισορροπιών, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Απομακρύνθηκαν αμέσως όλοι οι στενοί συνεργάτες των Θεόκλητου – Ζαμπέλη από την ΕΚΥΟ, με αποτέλεσμα τα οικονομικά της Εκκλησίας να καταρρεύσουν.
Η διάδοχη κατάσταση αποδείχθηκε αδύναμη να αντεπεξέλθει στο οικονομικό περιβάλλον της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης, που απαιτούσε εξειδικευμένες γνώσεις και σταθερή πολιτική.
Ύστερα έγιναν κι άλλες απομακρύνσεις συμβούλων και έγιναν αλλαγές στο «πολίτ μπιρό» του Ιερώνυμου με νέα πρόσωπα και, όπως αναφέρουν εκκλησιαστικές πηγές, με την κυριαρχία στο στενό περιβάλλον ενός νεοφανούς αρχιμανδρίτη, που μετουσιώθηκε στο alter ego του αρχιεπισκόπου και προήχθη στον βαθμό του βοηθού επισκόπου, μεταλλασσόμενος σε μία νύκτα από άκρως χριστοδουλικό σε άκρως… ιερωνυμικό. Αυτός ο αρχιμανδρίτης και καθηγητής Θρησκευτικών στο Κολέγιο Αθηνών (έχει και αυτό τη σημασία του!) ανήκε απολύτως στο σκληρό… κηπουρικό ΠΑΣΟΚ.
Με την αλλαγή της κυβέρνησης, τον Ιούνιο του 2012, εμφανίστηκαν κι άλλοι στενοί φίλοι του αρχιεπισκόπου από το μακρινό παρελθόν και, με δεδομένο το τέλμα των εκκλησιαστικών οικονομικών, άρχισαν να του βάζουν ιδέες περί αξιοποίησης της χειμαζόμενης εκκλησιαστικής περιουσίας. Αυτοί οι φίλοι προέρχονταν από την περιοχή της Βουλιαγμένης, του μέρους με τη μεγαλύτερη και πιο αξιόλογη απομένουσα εκκλησιαστική περιουσία, όπου στο παρελθόν, όταν ο τότε μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας ήταν ανακατεμένος με τη διοίκηση της ΕΚΥΟ, είχαν συμβεί περίεργα πράγματα.
Πολλοί μιλούσαν τότε για χαριστικές συμβάσεις και εργολαβίες, για πώληση οικοπέδων σε χαμηλές τιμές, για αντιπαροχές, για «ομάδα εφοπλιστών» που ήθελε και επιθυμεί ακόμη να μπει στο παιχνίδι της αγοράς των οικοπέδων «φιλέτων» της Βουλιαγμένης.
Δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν πώς τους ξέφυγε το παιχνίδι στη Βουλιαγμένη, ιδιαίτερα μετά την πώληση κάποιων ακινήτων το 2009, σε – απαράδεκτες γι’ αυτούς – υψηλές τιμές.
Σύμφωνα με πληροφορίες από δικαστικές πηγές, ο φάκελος «οικόπεδα της Εκκλησίας» στη Βουλιαγμένη όχι μόνο δεν έχει κλείσει, αλλά, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να πουλήσει τον Αστέρα, οι δικαστικές αρχές έχουν πληροφορηθεί ότι το λεγόμενο «λόμπι νεο-εφοπλιστών» της Βουλιαγμένης επιχειρεί πάλι να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για να αγοράσει κοψοχρονιά τα οικόπεδα της Εκκλησίας που συνορεύουν με την έκταση του Αστέρα και με διαδικασίες που πιθανώς εγείρουν ζητήματα νομιμότητας και φορολογικών παραβάσεων. Και μιλάμε για δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Παράγοντες της Ιεράς Συνόδου, με ισχυρή μνήμη, γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, αλλά προς το παρόν σιωπούν. Περιμένουν το επόμενο βήμα του εισαγγελέα για να… απασφαλίσουν.
Η εταιρεία
Σε επίρρωση όλων αυτών ξαφνικά, προς το τέλος Ιουλίου, με κοινή δήλωση πρωθυπουργός και αρχιεπίσκοπος ανακοινώνουν την ίδρυση κοινής Εταιρείας Αξιοποιήσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας, με εταίρους την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και την πολιτεία. Στο τέλος Αυγούστου μάλιστα πέρασε το νομοσχέδιο από τη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους, δημιουργώντας πολλά ερωτήματα:
• Η περιουσία αυτή ανήκει στην Αρχιεπισκοπή ή στην ΕΚΥΟ, δηλαδή στην κεντρική Εκκλησία της Ελλάδος, δηλαδή σε όλες τις μητροπόλεις;
• Με ποιες εξειδικευμένες γνώσεις θα γίνεται αυτή η διαχείριση, όταν η Αρχιεπισκοπή θα ορίζει τα τρία από τα πέντε μέλη του Δ.Σ.;
• Ποιες δικλίδες ασφαλείας υπάρχουν ώστε η Εκκλησία της Ελλάδος και η Αρχιεπισκοπή (μητρόπολη) Αθηνών να μην απολέσουν την περιουσία τους και μάλιστα για 99 έτη;
• Θα ακολουθηθούν η διαδικασία και οι αυστηροί περιορισμοί των Ανωνύμων Εταιρειών Ακίνητης Περιουσίας, όπου και το επενδυμένο κεφάλαιο είναι μεγάλο και οι έλεγχοι εξοντωτικοί; Πουθενά δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο από το κείμενο του νόμου.
Αντιθέτως προκύπτει περίσσευμα αδιαφάνειας σε όλα, όταν μάλιστα με βάση τα νέα ισχύοντα τρεις άνθρωποι, διορισμένοι με απόλυτο τρόπο από έναν (τον αρχιεπίσκοπο), θα κάνουν ό,τι θέλουν και όπως το θέλουν.
Αυτά και πολλά άλλα, σύντροφοι… Φαίνεται – και μακάρι να βγούμε ψεύτες – ότι κάτι δεν πάει καλά με το περίεργο και ξαφνικό αλισβερίσι για τα περιουσιακά αυτή την περίοδο. Ήμαρτον δηλαδή…
topontiki
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.