Από το 2000 τα νοικοκυριά πενταπλασίασαν τα τραπεζικά τους χρέη

 

Μετά την κρίση του 2009 και σαν αποτέλεσμα των πολιτικών νομισματικού πληθωρισμού (βλ. εκτύπωση χρήματος για αγορές τραπεζικών και κρατικών χρεών) και δημοσιονομικής λιτότητας, οι μεν μεγάλες τράπεζες απέφυγαν επί του παρόντος τη χρεοκοπία και οι αναπτυγμένες οικονομίες τη συστημική κρίση, όμως το αντίτιμο ήταν οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι κι οι φτωχοί φτωχότεροι στο εσωτερικό τους για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον, γιατί από τη στιγμή που το φρεσκοτυπωμένο χρήμα πηγαίνει μέσω των τραπεζών στις αγορές, αντί στην πραγματική οικονομία όπου δημιουργούνται εισοδήματα εργασίας, τα οφέλη από τη νέα άνοδο των αγορών προσπορίζονται οι πλούσιοι εισοδηματίες που έχουν τα μέσα και κερδοσκοπούν σε βάρος των αποταμιεύσεων της μεσαίας, κυρίως, τάξης.

Γιατί, όπως και με την κρίση των dot.com το 2000-2001, έτσι και με τη κρίση των ακινήτων και μετοχών του 2008-2009 τα μεγάλα θύματα ήταν οι μικροαποταμιευτές που είχαν παρασυρθεί στην κερδοσκοπική φρενίτιδα δημιουργώντας τη φούσκα των αγορών, για να χάσουν ακολούθως τα χρήματά τους όταν το «έξυπνο χρήμα» προκάλεσε το σπάσιμό της. Η νέα ρευστότητα, που τώρα πηγαίνει πάλι στις αγορές μετοχών και ακινήτων αυξάνοντας τις τιμές τους, πηγαίνει πλέον σε πολύ λιγότερα χέρια. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα πλούτου (wealth effect) στην πραγματική οικονομία είναι εξαιρετικά ισχνό, προσωρινό και αναπτυξιακά αναποτελεσματικό.

Οι νέες φούσκες

Όπως επισήμανε πρόσφατα ο Stephen Roach, τα αποτελέσματα πλούτου είναι στατιστικά μικρής εμβέλειας (μελέτες δείχνουν πως για κάθε δολάριο ανατίμησης των αγορών, μόλις 3-5 σεντς τρέφουν την πραγματική οικονομία), ενώ οι κίνδυνοι στην οικονομία από τις νέες φούσκες που προκαλούνται είναι πολύ μεγάλοι και, επίσης, αποδίδουν καλύτερα μόνον όταν η εξυπηρέτηση ιδιωτικών χρεών έχει ελαχιστοποιηθεί (ώστε να μην απορροφώνται εκεί τα κεφαλαιακά κέρδη), κάτι που δεν ισχύει σήμερα για καμία αναπτυγμένη χώρα.

Το ότι τα αποτελέσματα πλούτου απολαμβάνουν μόνον οι πλούσιοι, προκύπτει από μελέτες της ίδιας της Fed (βλ. Survey of Consumer Finances 2010) που δείχνουν πως από το εισοδηματικά πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ η διάμεση κατοχή μετοχών αξίας 550.800 δολ. είναι 20 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη κατοχή του υπόλοιπο 90%. Συγχρόνως, το πλουσιότερο 10% κατείχε μη χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία (της πρώτης κατοικίας συμπεριλαμβανομένης) μέσης αξίας 756.400 δολ., δηλαδή 6 φορές μεγαλύτερη της αντίστοιχης που κατείχε το υπόλοιπο 90%.

Ανισότητες

Δεύτερον, γιατί η συγκέντρωση του πλούτου διογκώνεται όταν τα βάρη της κρίσης επωμίζονται μονομερώς ή δυσανάλογα οι μισθωτοί και οι απλοί φορολογούμενοι. Και μπορεί στις ΗΠΑ η πραγματική ατομική καταναλωτική δαπάνη να αυξήθηκε από το 2008 έως σήμερα με το χαμηλότερο μεταπολεμικά ρυθμό (1,1%) εξηγώντας την υποτονική ανάπτυξη της χώρας, όμως στην Ελλάδα η πραγματική καταναλωτική δαπάνη από το γ’ τρίμηνο του 2009 ώς το β’ τρίμηνο του 2013 μειώθηκε 26%, εξηγώντας την κατά 22% περίπου καταβαράθρωση της οικονομίας.

Αντίστοιχα, το εργατικό κόστος από τα τέλη του 2009 ώς τις αρχές του 2013 μειώθηκε 27%, ενώ από τα 86 δισ. τραπεζικών καταθέσεων που χάθηκαν μετά το 2009 τα 75 παραμένουν χαμένα… Την ίδια ώρα το Χ.Α. παραμένει 80% χαμηλότερα από τα κορυφαία προ κρίσης επίπεδά του.

Σύμφωνα με έκθεση της Deutsche Bank (Ιούλιος 2012) σχετικά με τα υψηλά εισοδήματα και τον πλούτο στην Ευρωζώνη, τα καθαρά χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών σαν ποσοστό στο ΑΕΠ ήταν στην Ελλάδα τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη (47% το 2011, έναντι 75% σε Ισπανία, 120% σε Πορτογαλία και 160% σε Ιταλία και Ολλανδία), με τάση περαιτέρω μείωσης. Μεταξύ 2007 και 2011 και εξαιτίας της κρίσης, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά μείωσαν την έκθεσή τους σε μετοχές κι άλλες συμμετοχές αυξάνοντας το ειδικό βάρος των ρευστών διαθεσίμων και καταθέσεων, όμως στην Ελλάδα συνέβη η μεγαλύτερη μεταβολή: ενώ το 2007 οι μετοχές κατείχαν το 34% του συνόλου των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων τους και το 52% αφορούσε καταθέσεις και ρευστά διαθέσιμα, το 2011 οι μετοχές είχαν περιορισθεί στο 8% και τα διαθέσιμα/καταθέσεις κάλυπταν το 75% του συνόλου. Η μεταβολή αυτή υποκρύπτει μεγάλες ζημιές για τους μικροεπενδυτές κυρίως, αφού όπως είδαμε και οι καταθέσεις συνολικά συρρικνώθηκαν τη τελευταία διετία.

Σύμφωνα με την έκθεση της DB, μεταξύ 2007 και 2012 τα ελληνικά νοικοκυριά απώλεσαν το 50% των καθαρών περιουσιακών τους στοιχείων.

Συγχρόνως, από το 2000 πενταπλασίασαν τα χρέη τους προς τις τράπεζες, ενώ είδαν τις τιμές των κατοικιών να υποχωρούν 32% από το 2008 ώς το β’ τρίμηνο 2013.

Ο πλούτος

Αν υπάρχει καμία αμφιβολία για την τεράστια ανισοκατανομή πλούτου που επέφεραν οι ραγδαίες αυτές αλλαγές στα οικονομικά δεδομένα -στα οποία πάντα προσαρμόζονται πολύ ταχύτερα τα υψηλά παρά τα χαμηλά εισοδήματα- της χώρας, δεν έχει παρά να συμβουλευτεί κάποιος το συντελεστή Gini για το εργατικό εισόδημα (μετρά το λόγο του 20% πλουσιότερου προς το 20% φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού, συμπεριλαμβάνοντας τους ανέργους) που δίνει η DB για την Ελλάδα: 0,61 που είναι δεύτερο υψηλότερο μετά της Ιρλανδίας (0,64), όταν μία κανονική κατανομή έπρεπε να κινείται μεταξύ 0,20 και 0,30…

Ζοφερό το μέλλον

Αν η Ελλάδα προηγείται χρονικά στην κρίση της υπόλοιπης Δύσης και δείχνει το ζοφερό μέλλον μιας οικονομίας με αποκλεισμένη την κοινωνία από τη δημιουργία και συμμετοχή στον πλούτο, τότε σε ποια ανάκαμψη να προσδοκούμε; Χωρίς διαγραφή χρεών και ανακατανομή εισοδημάτων και των βαρών της κρίσης καμία ανάπτυξη δεν θα είναι βιώσιμη.

Του Κ. Καλλωνιάτη από enet

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.