Ήταν ένα όμορφο πρωινό που ο φίλος (που μου διηγήθηκε την ιστορία) δεν ξύπνησε καθόλου όμορφα. Μια Τράπεζα ευθύνεται γι αυτό.

 

Του υπενθύμισε ένα χρέος προς αυτήν, περίπου 1.100 ευρώ. Ευγενική και γλυκιά η φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Αναρωτήθηκε (ο φίλος) αν οι Τράπεζες όταν προσλαμβάνουν υπαλλήλους βάζουν ως κριτήριο πρόσληψης τέτοια χαρίσματα. Ωστόσο, τη φευγαλέα αυτή σκέψη, διαδέχτηκε μια δεύτερη που μετέφερε αυθόρμητα στη γλυκιά φωνή: «Ξέρετε, εμένα το κράτος και κάποιοι ιδιώτες μαζί, μου χρωστάνε περισσότερα από 200.000 ευρώ, θέλετε ν’ αναζητήσετε το χρέος των 1.100 από αυτούς;».

 

Για κάποιον περίεργο λόγο, η γλυκιά φωνή έπαψε να είναι τόσο γλυκιά. Απέκτησε ένα περίεργο μέταλλο, ίσως να έφταιγε η μικρή αμηχανία που προηγήθηκε της απάντησης. Ίσως οι γλυκές φωνές να μην έχουν εκπαιδευτεί να παραμένουν γλυκές όταν η συζήτηση ξεφεύγει από την προγραμματισμένη συζήτηση.

 

«Δεν γίνεται αυτό που λέτε, γιατί δεν αναζητάτε εσείς όσα σας οφείλουν;», ήταν η απάντηση στην άλλη άκρη. «Μάλλον δεν έχω τις δυνατότητες μιας Τράπεζας, εσείς μπορείτε σίγουρα να τα καταφέρετε καλύτερα», σχολίασε ο φίλος. «Απλά, σας υπενθυμίζω την οφειλή», απάντησε η γλυκιά φωνή, επανερχόμενη στον αρχικό λόγο για τον οποίο πήρε τηλέφωνο.

 

Ο φίλος, θυμήθηκε την πρώτη φράση της φωνής «σας υπενθυμίζω ότι η κλήση σας καταγράφεται» και αιτιολόγησε την απροθυμία της γλυκιάς φωνής να επεκταθεί μαζί του σε μια συζήτηση εκτός… ορίων. Το τηλεφώνημα τελείωσε, ο φίλος δεν τα κατάφερε να ξανακοιμηθεί, προτίμησε να πάρει εμένα για να μου μεταφέρει τον μικρό διάλογο με την υπάλληλο της Τράπεζας.

 

Αλλά δεν αρκέστηκε σ’ αυτόν. Θεωρούσε πως η ιδέα που μετέφερε στη γλυκιά φωνή, ήταν εξαιρετική. Είχε και τα επιχειρήματά του, είναι η αλήθεια. Και αυτά ήταν αρκετά ισχυρά. Οι Τράπεζες έχουν ολόκληρα τμήματα ή αναθέτουν σε εταιρείες να φροντίζουν για τα οφειλόμενα από δάνεια, κάρτες κ.λπ. Και όλοι γνωρίζουμε, πως ειδικά σ’ αυτόν τον τομέα, οι Τράπεζες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Συνήθως παίρνουν τα οφειλόμενα και με το παραπάνω.

 

Οπότε, συνέχισε τη σκέψη ο δαιμόνιος φίλος, θα μπορεί η αποτελεσματική Τράπεζα ν’ απευθύνεται σε μεγαλομπαταχτσήδες -του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα- και να εισπράττουν αυτά που οφείλουν σε τρίτους. Θα κρατάνε τα ποσά που τους αναλογούν -το χρέος των τρίτων, δηλαδή- και θα τους δίνουν τα υπόλοιπα. Ας κρατάνε και ένα ποσοστό για την προσπάθειά τους, πρόσθεσε με μια δόση γενναιοδωρίας ο φίλος. Και με μια δεύτερη δόση χιούμορ, ανακατεμένου με χαιρεκακία, πρόσθεσε «σκέψου να παίρνει τηλέφωνο η γλυκιά φωνή της Τράπεζας τον Στουρνάρα και να του λέει, «ξέρετε, ως δημόσιο χρωστάτε τόσες χιλιάδες ευρώ στον κ. τάδε, παρακαλώ για την άμεση εξόφληση»…

 

Το τηλεφώνημα τελείωσε κάπου εκεί. Αναρωτήθηκα αν ο φίλος ζει σ’ έναν πραγματικό κόσμο ή αν το χρέος των 1.100 ευρώ, τον έχει μεταφέρει κάπου αλλού. Κατά βάση, ο συλλογισμός του δεν είναι λάθος. Δε χρωστάει απλά ένα ποσό σε μια Τράπεζα.

 

Του χρωστάνε παράλληλα ένα πολλαπλάσιο ποσό, το οποίο -παρά τους δικαστικούς αγώνες του- δεν έχει καταφέρει να εισπράξει. Ο ίδιος, όπως και κάθε πολίτης, είναι απείρως πιο αδύναμος από μια Τράπεζα. Και απέναντι στον δημόσιο μπαταχτσή και απέναντι στον μεγαλοεπιχειρηματία που ξέρει πάντα πώς να ξεφύγει από τις υποχρεώσεις του. Έχει ισχυρά νομικά γραφεία, έχει μεγάλη δυνατότητα να τα καταφέρει.

 

Σκέφτομαι, πως αυτοί στους οποίους οφείλει το κράτος, δεν είναι λίγοι, είναι χιλιάδες. Είναι από τον φορολογούμενο που του χρωστάει 500 ευρώ από επιστροφή φόρου και τα οποία καθυστερεί υπερβολικά, μέχρι τον επιχειρηματία που έχει προπληρώσει τον ΦΠΑ, αλλά δεν έχει πληρωθεί, έως και τον προμηθευτή του δημοσίου στον οποίο το τελευταίο οφείλει τεράστια ποσά.

 

Επίσης, σκέφτομαι πως οι ιδιώτες που οφείλουν σε άλλους ιδιώτες, είναι επίσης παρά πολλοί. Και δεν πάει το μυαλό μου σε μη έχοντες, που οφείλουν σε άλλους μη έχοντες. Αλλά σε εκατοντάδες ή χιλιάδες επιχειρηματίες που έχουν αφήσει τους νυν ή πρώην εργαζόμενους απλήρωτους και εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που τους δίνουν οι νόμοι, τα αναποτελεσματικά δικαστήρια κ.ο.κ., δεν πληρώνουν και προτιμούν να κρατάνε τα χρήματά τους σε υψηλούς τραπεζικούς λογαριασμούς, σε ακριβά ακίνητα και σε μεγάλες επενδύσεις.

 

Όλα αυτά, προέκυψαν από εκείνο το τηλεφώνημα του φίλου. Ακούγονται σχεδόν μεταφυσικά για μια χώρα σαν την Ελλάδα. Ας καταθέσουμε, όμως, μερικές τέτοιες τρελές ιδέες. Τι έχουμε να χάσουμε…

 

Γιάννης Παντελάκης από protagon 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.