Πόρισμα-φωτιά για επιόρκους του ΥΠ.ΑΝ

Καταθέσεις ύψους 1,3 εκατ. ευρώ για τα έτη 2002-2011 βρέθηκαν συνολικά στους λογαριασμούς δύο εκ των υπαλλήλων του υπουργείου Ανάπτυξης, που πρωταγωνίστησαν σε σκάνδαλο δωροδοκίας πριν από έναν χρόνο.

 

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος», στο πόρισμα των κλιμακίων του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, που έλεγξαν τα «πόθεν έσχες» των δύο υπαλλήλων, αναφέρεται πως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προέλευση ποσού ύψους 455.000 ευρώ.

 

Οι ελεγκτές θεώρησαν ως μη βάσιμους τους ισχυρισμούς των δύο υπαλλήλων για την αιτιολόγηση των καταθέσεων. Το πόρισμα έχει διαβιβαστεί στο γραφείο του υπουργού Ανάπτυξης προκειμένου να πραγματοποιηθεί πειθαρχικός έλεγχος των δύο υπαλλήλων, στην Εισαγγελία Εφετών, για διερεύνηση αξιόποινων πράξεων αλλά και στις αρμόδιες εφορίες για φορολογικό έλεγχο.

 

Επ΄ αυτοφώρω

Αρχές Μαρτίου του 2012, οι δύο υπάλληλοι του υπουργείου Ανάπτυξης συνελήφθησαν επ΄ αυτοφώρω τη στιγμή που έπαιρναν μίζα ύψους 120.000 ευρώ από τον ιδιοκτήτη ξενοδοχειακής μονάδας στην Αργολίδα, με σκοπό να του δώσουν τα 10 εκατ. ευρώ που αφορούσαν εγκεκριμένη επιχορήγησή του.

 

Δύο μήνες αργότερα, συνελήφθησαν άλλοι δύο υπάλληλοι που έπαιρναν μίζα 10.000 € από ξενοδόχο του Ηρακλείου. Στους υπαλλήλους ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για παθητική δωροδοκία και εκβίαση κατ΄ επάγγελμα.

 

Μετά τη σύλληψη των επίορκων, ξεκίνησε η έρευνα στο υπ. Ανάπτυξης, όπου διαπιστώθηκε πλήθος πλαστών εγγυητικών επιστολών.

 

Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λ. Ρακιντζής διέταξε τον έλεγχο των «πόθεν έσχες» από το 2002 έως το 2011, όπου προκύπτει πως ένας υπάλληλος είχε καταθέσεις 507.217 ευρώ εκ των οποίων οι 301.193,91 ευρώ δεν δικαιολογούνται από τα εισοδήματά του ενώ σε άλλον καταγράφηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς 867.498 ευρώ εκ των οποίων οι 155.469 ευρώ χαρακτηρίζονται ως αγνώστου προελεύσεως και μη επαρκώς αιτιολογημένα έσοδα. Στο πόρισμα διαπιστώνεται ότι κατέχουν σημαντική ακίνητη περιουσία.

 

Απαλλαγή με βούλευμα

Οι δύο υπάλληλοι απαλλάχτηκαν με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική πράξη για ποσά ύψους 1 εκατ. ευρώ που εμφανίζονται στις κινήσεις των λογαριασμών καθώς αιτιολόγησαν ότι προέρχονται από καταβολές μισθωμάτων ή από τόκους ενώ με την παρουσία ενόρκων καταθέσεων αιτιολόγησαν τις καταβολές ποσών στους λογαριασμούς τους από ιδιώτες ως επιστροφή χρημάτων που δόθηκαν ως δάνεια ή μισθώματα για τα οποία δεν υπήρχαν παραστατικά.

 

Οι ελεγκτές όμως επεξεργάστηκαν τις κινήσεις των λογαριασμών που δεν περιλαμβάνονται στο βούλευμα, από τις οποίες διαπίστωσαν αναλήψεις ποσών από μία τράπεζα και καταθέσεις μεγαλύτερων ποσών σε άλλη, την ίδια ημέρα. Το άθροισμα των διαφορών ξεπερνά τις 455.000 ευρώ για τη δεκαετία 2002 -2011, που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προέλευσή τους, σύμφωνα με το πόρισμα.

 

Ερωτηματικά προκαλούν τα ποσά των συνολικών καταθέσεων που καταγράφηκαν και για τους δύο υπαλλήλους τη δεκαετία 2002-2011 και έφτασαν τα 1,3 εκατ. €, καθώς ο μ.ο. των ετήσιων εισοδημάτων τους δεν ξεπερνούσε για τον πρώτο τις 56.000 € ενώ για τον δεύτερο υπολογίζεται στα 50.000 € κατά μ.ο.

 

Σύμφωνα με το πόρισμα των ελεγκτών, οι υπάλληλοι κατηγορούνται ότι απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία που δεν καλύπτονται από νόμιμα και εμφανή εισοδήματα και παραπέμπονται για το πειθαρχικό παράπτωμα της «χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός και εκτός της υπηρεσίας».

 

capital