Με την επικαιρότητα να μονοπωλείται από το ζήτημα της Χρυσής Αυγής, της μικρής Μαρίας, της ΕΡΤ και της τρόικας κάποιος ξέχασε να απαντήσει ξεκάθαρα τι θα γίνει τελικά από 1ης 1ου του 2014 με τους πλειστηριασμούς.

Ακόμη, κι αν θέλει κανείς να πιστέψει τις διαβεβαιώσεις Χατζηδάκη οτι η πρώτη κατοικία δεν κινδυνεύει κι ότι κανένας φτωχός άνθρωπος δεν έχει να φοβάται, δεν μπορεί να μη νιώθει το βρόγχο στο λαιμό του που του έχουν δέσει από κοινού Τράπεζες και Δημόσιο.

 

Η ώρα των αποφάσεων έχει, όμως, φτάσει. Μετά από τρεις μήνες εντατικών ελέγχων, η BlackRock ολοκλήρωσε, αξιολογεί και ετοιμάζεται να στείλει στην Τράπεζα της Ελλάδος και το δεύτερο σκέλος της διαγνωστικής μελέτης, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλέον συνολική εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

 

Σύμφωνα με δημοσίευμα του capital.gr, οι τράπεζες, πλέον, αναμένουν τις προτάσεις της ΤτΕ για να καθοριστεί και τυπικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν αυτό το εξαιρετικά ευαίσθητο κοινωνικά θέμα. Το σενάριο που φαίνεται να επικρατεί είναι το ισχύον, δηλαδή να συνεχίσουν οι ελληνικές τράπεζες να κάνουν αυτό που… συνήθισαν μέσα στην κρίση: να προχωρούν σε ρυθμίσεις για να “φρενάρουν” το φαινόμενο της έκρηξης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ωστόσο, ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο με το ποιος τελικά θα επιβάλλει την επόμενη ημέρα, μιας και οι επιπτώσεις της θα έχουν οικονομικό και κυρίως κοινωνικό αποτέλεσμα.

 

Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το “μενού” των τραπεζικών ρυθμίσεων αναμένεται, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη συμφωνήσει οι τραπεζικές διοικήσεις, να διευρυνθεί και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που θα προκύψουν από τις δύο μελέτες του αμερικανικού οίκου. Παράλληλα, οι συνθήκες της οικονομίας από το νέο έτος θα είναι αυτές που θα διαμορφώσουν το νέο περιβάλλον ρυθμίσεων. Το εισοδηματικό θα είναι το κριτήριο που θα παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο, αφού η “νέα γενιά” ρυθμίσεων θα είναι “tailor made”, δηλαδή… κομμένη και ραμμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πελάτη.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα χωριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες: σε αυτά που θεωρούνται “ξεγραμμένα” και σε αυτά που είτε μπορούν να αναβιώσουν, είτε εκτιμάται ότι ενδέχεται να ανακτηθεί μέρος του κεφαλαίου. Βάσει των εκτιμήσεων, από τα άνω των 60 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια, περίπου τα 10 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε χορηγήσεις που βρίσκονται σε οριστική καθυστέρηση.

Τα δάνεια της πρώτης κατηγορίας, ήτοι τα προβληματικά, είναι αυτά που θα τεθούν σε ειδικό καθεστώς και θα αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης των νέων ενισχυμένων τμημάτων που θα έχουν σκοπό την οργάνωσή τους και την πώλησή τους –όπου αυτή είναι εφικτή. Οι τράπεζες στην ουσία θέλουν να ξεφορτωθούν τα εν λόγω δάνεια για να “ελαφρύνουν” τους ισολογισμούς τους. Σε αυτό το πλαίσιο προβλέπεται να ενισχύσουν σημαντικά τα τμήματα  collections & recoveries με εξειδικευμένο προσωπικό, δημιουργώντας κατά κάποιο τρόπο… ατομικές “bad bank”.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, κομμάτι για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι η διαχείριση των δανείων που δεν εξυπηρετούνται για κάποιους μήνες –το πολύ ένα χρόνο– και μπορούν, έως ένα σημείο, να “επανέλθουν”.

Το μότο που φαίνεται πάντως να είναι το αγαπημένο τόσο για τους τραπεζίτες όσο και για το οικονομικό επιτελείο είναι ότι “οι τράπεζες θα βρουν λύσεις για όσους θέλουν πραγματικά να πληρώσουν”.

Οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν νέα μοντέλα για να διακρίνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω μειωμένων εισοδημάτων ή κύκλου εργασιών. Γι΄ αυτούς θα υπάρξουν ρυθμίσεις, επιμηκύνσεις και όποια άλλη λύση μπορεί να διασφαλίσει την “αναβίωση” του δανείου.  Οι εν λόγω λύσεις αναμένεται να βασιστούν σε εισοδηματικά κριτήρια, με στόχο η δόση ή οι δόσεις να μην ξεπερνούν το 30% του εισοδήματος, στο πλαίσιο δηλαδή των ρυθμίσεων για τους ενήμερους δανειολήπτες. Όλοι οι υπόλοιποι που δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία των «εκλεκτών» δανειοληπτών, θα αποτελέσουν μία «κακή» τράπεζα από μόνοι τους.

Σήμερα, οι εκτιμήσεις τοποθετούν τα επιχειρηματικά δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών πάνω από 33 δισ. ευρώ, τα στεγαστικά κοντά στα 18 δισ. ευρώ και τα καταναλωτικά γύρω στα 13 δισ. ευρώ. Το πρόβλημα για τις τράπεζες είναι τα καταναλωτικά δάνεια, καθώς σε μεγάλο βαθμό έχουν δοθεί χωρίς εξασφαλίσεις, ενώ οι τιμές που προσφέρονται στην αγορά από ξένα funds είναι σχεδόν μηδενικές.

 

Σε αυτό το σημείο ηχεί σαν καμπανάκι στα αυτιά μας η προειδοποίηση Χατζηδάκη: «Αυτοί οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τις όποιες ρυθμίσεις είναι όσοι απλώς δεν έχουν σπίτι, αλλά περισσότερα σπίτια και, καλυπτόμενοι πίσω από τις διατάξεις αυτές, στην πραγματικότητα κερδίζουν ενώ δεν θα έπρεπε».

 

Danioliptes.gr

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.