Αντί για κρυφά σχολειά, φανερά συσσίτια

Το πολιτικό προσωπικό της χώρας (ακριβέστερα: οι κάθε είδους και ρόλου κομματάνθρωποι) πρέπει να καταλάβουν ότι μια κρίσιμη μάζα των δυνάμει ψηφοφόρων τους ζουν κυριολεκτική απελπισία, εκρηκτική απόγνωση.

 

Το «πρέπει» της δεοντολογικής απαίτησης «να καταλάβουν» το υπαγορεύει η λογική του ενστίκτου αυτοσυντήρησης, των ορμεμφύτων αυτοάμυνας μπροστά σε φάσμα ανυπόφορης συμφοράς – αν σώζονται ακόμα τέτοια ορμέμφυτα στους πάσχοντες απώλεια επαφής με την πραγματικότητα κομματανθρώπους.

Δεν έχει προηγούμενο αυτό που συμβαίνει σήμερα. Σε τέτοια ανελπιστία δεν είχε περιπέσει ποτέ άλλοτε ο Έλληνας, ποτέ δεν τον είχε κυριέψει, σε τέτοιο βαθμό, ο πανικός της απόγνωσης. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς στους Τούρκους ήταν χρονικό διάστημα που από μόνο του, μόνο με την εφιαλτική του διάρκεια, θα ήταν φυσικό να είχε νεκρώσει κάθε ίχνος ελπίδας – οι άνθρωποι γεννιώνταν και πέθαιναν, η μια γενιά διαδεχόταν την άλλη, χωρίς ορατό σημάδι λογικής προσδοκίας λυτρωμού.

 

Όμως η ελπίδα επιζούσε, το ανεδαφικό εκείνο «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι» πήγαζε από ζωντανή συνείδηση καταγωγής, αυτεπίγνωση αρχοντιάς, εμπιστοσύνη στη γλώσσα, αυτονόητη βιωματική αναφορά στον μεταφυσικό (μη θρησκειοποιημένο) άξονα «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Δεν έπαψαν ούτε στιγμή οι τότε Έλληνες να ξέρουν ποιοι είναι και τι τους πρέπει.

 

Το ίδιο και όταν, εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωση, ήρθε ο δεύτερος, με οριστικότερες ιστορικές συνέπειες όλεθρος: η μικρασιατική καταστροφή, το ξερίζωμα του Ελληνισμού από κοιτίδες πανάρχαιες και γενέθλια εδάφη -τις ασιατικές ακτές του Αιγαίου, τον Εύξεινο, την Προποντίδα, την Καππαδοκία, την Τραπεζούντα, το Ικόνιο, τη Φρυγία η συρρίκνωση της κοσμοπολίτικης ελληνικότητας στην επαρχιώτικη βαλκανική μιζέρια του μεταπρατικού κρατιδίου.

 

Ούτε και τότε έφτασαν σε ανελπιστία οι Έλληνες, η ελπίδα δεν τους απόλειψε, δεν θεώρησαν ποτέ ενδεχόμενο τον αφανισμό της ελληνικής παρουσίας, την εξάλειψη του ελληνικού ονόματος, από την ιστορική σκηνή.

 

Ο σημερινός απελπισμός δεν έχει την αιτία του στην πτώχευση του κράτους – πτωχεύσεις γνώρισε πολλές το δάνειο (τεχνητό, όχι φτιαγμένο για τις δικές μας ανάγκες) ελλαδικό κρατικό μόρφωμα.

 

Τον απελπισμό τον γεννάει σήμερα η εσκεμμένη και έμπρακτη άρνηση της κοινωνικής συνοχής από Απελπισία γεννάει η διαφθορά και η αδικία, όχι η πτώχευση. Ζούμε μιαν εφιαλτική κοινωνική αποσύνθεση, έναν πρωτογονισμό εγωκεντρισμού, που κυοφορήθηκε από τα κόμματα σαν αυτονόητη πολιτική συμπεριφορά.

 

Υπουργός Άμυνας κλέβει τα χρήματα που του εμπιστεύονται οι φορολογούμενοι πολίτες για τον αμυντικό εξοπλισμό της χώρας. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, μαζί με τον υπουργό Οικονομικών παίζουν το κρυφτούλι μιας διαβόητης «λίστας» πιθανών φοροφυγάδων, που δεν φτάνει ποτέ στα αρμόδια όργανα ελέγχου. Άλλος υπουργός Οικονομικών αποκαλύπτεται να διαθέτει καταθέσεις στο εξωτερικό με ποσά αδήλωτα και αφορολόγητα, ιλιγγιώδη.

 

Υπουργός Μεταφορών δωροδοκείται από ξένη εταιρεία για να της παραχωρήσει την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ.

Πρώην αναπληρωτής διευθυντής εξοπλιστικών προγραμμάτων ομολογεί ότι εξαγοράστηκε με εκατομμύρια για να παρανομήσει, και «καρφώνει» για ίδια αδικήματα υπουργούς, τραπεζίτες, επιχειρηματίες.

 

Ταμίας κυβερνώντος κόμματος βεβαιώνει «προεκλογική χορηγία» εκατομμυρίων προς το κόμμα του από ξένη εταιρεία που κερδοσκοπεί στην Ελλάδα. Άλλος πρώην υπουργός συλλαμβάνεται να κυκλοφορεί το πανάκριβο αυτοκίνητο του με πλαστές πινακίδες, για να κλέψει και αυτός την οφειλόμενη στο Δημόσιο εισφορά. Διευθυντής δημόσιου νοσοκομείου συλλαμβάνεται να δωροδοκείται για να μεροληπτήσει σε μειοδοτικό διαγωνισμό.

 

Ατέλειωτες, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, καταιγιστικός ο καθημερινός βομβαρδισμός του πολίτη από τη σχετική ειδησεογραφία. Σαν ακρίδες έχουν επιπέσει οι υπάνθρωποι των ληστρικών συμμοριών, που αυτο-ονομάζονται «κόμματα», στο κοινωνικό χρήμα, στην περιουσία που προσπαθεί να συντηρήσει, κυριολεκτικά με το αίμα του, ο εξωφρενικά φορολογούμενος πολίτης.

 

Απελπισία δεν γεννάει ούτε καν η διαφθορά, αλλά το ότι εξακολουθούν να κυβερνάνε τη χώρα οι υπεύθυνοι γι’ αυτή τη διαφθορά.

 

Απελπισία γεννάει το γεγονός ότι διαχειρίζονται τη ζωή μας αμετανόητοι οι αυτουργοί της καταστροφής μας. Κυνικά, αδιάντροπα, διορίζουν ακόμα σήμερα, σε δημόσιες θέσεις για να αμείψουν αυλόδουλους ή να εξαγοράσουν συνειδήσεις.

 

Αυτή η πραγματικότητα του εμπαιγμού είναι η κατακέφαλη καθημερινότητα που ζει ο πολίτης: Γνωρίζουν όλοι στη γειτονιά την κομματικά ευνοημένη που διορίστηκε, μόλις πριν τρεις μήνες, «ειδική σύμβουλος» σε υπουργείο, με 5.000 ευρώ μηνιαίες απολαβές. Όλοι γνωρίζουν, στο διπλανό από τη «σύμβουλο» διαμέρισμα, την οικογένεια του ταξίαρχου, του επιφορτισμένου με το κυνηγητό της λαθρομετανάστευσης σε τεράστια έκταση συνοριακής γραμμής, και μηνιάτικο 1.400 ευρώ.

 

Αυτή η σύγκριση, η αναιδέστατη αδικία στην αμοιβή του κρατικού λειτουργού και στην εξωφρενικά σπάταλη καταξίωση του κομματικού λακέ, απελπίζει επικίνδυνα τους πολίτες. Δεν μπορεί να φανεί ελπίδα σε κανένα βάθος προοπτικής όσο η φαυλότητα ή ανικανότητα των κυβερνώντων περιθωριοποιεί και εξευτελίζει μεθοδικά όσους λειτουργούς του κράτους απομένουν ευσυνείδητοι, ασυμβίβαστοι με τους συνδικαλιστικούς νόμους της ζούγκλας. Η ανελπιστία φαρμακώνει τη ζωή μας, γιατί η καταναλωτική αποχαύνωση και ο κτηνώδης εγωκεντρισμός καλλιεργήθηκαν μεθοδικά για να ψηφοθηρούν οι κομματικές μαφίες κολακεύοντας την αλογία των ενστικτωδών ενορμήσεων της μάζας.

 

Από τη στιγμή που αποσβέστηκε από τον δικαστή και τον δάσκαλο η συνείδηση του κοινωνικού λειτουργού, η χαρά της προσφοράς, ελπίδα κοινωνικής ανάκαμψης δεν υπάρχει.

 

Όλοι παίζουμε στο γήπεδο των τυράννων μας, δεν αντιλαμβάνεται ούτε ο δικαστής ούτε ο δάσκαλος, πολύ λιγότερο ο τραπεζίτης ή ο έμπορος, ότι αν πάψει να παίζει στο γήπεδο της χρησιμοθηρίας, του ατομοκεντρισμού, της καταναλωτικής μονοτροπίας, σπέρνει σπόρο ελπίδας ικανών να τινάξει την ταφόπετρα της τυραννίας.

 

Ακόμα και η Εκκλησία έχει υποταχθεί στον ατομοκεντρισμό, μιλάει τη γλώσσα της ιδεολογίας, κηρύττει τον ωφελιμισμό των αξιόμισθων πράξεων.

 

Αντί να ζωντανέψει παντού κρυφά σχολειά (να σώσει τη γλώσσα, τη συνέχεια του «τρόπου»), οργανώνει φανερά (όσο γίνεται πιο φανερά) συσσίτια – θέλει να αποδείξει και να διαφημίσει τη χρησιμότητά της, να μετριάσει τον εφιάλτη της απόγνωσης, όχι να τον αντιπαλαίψει έξω από το γήπεδο του.

 

Είμαστε χαμένοι από χέρι. Τουλάχιστον κάποιοι δικαστές, κάποιοι δάσκαλοι, κάποιες ενορίες, ας αρνηθούν το στημένο παιχνίδι των υπάνθρωπων τυράννων μας.

 

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ από ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ