Οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν συχνά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας τη χρονιά που πέρασε. Αυτό και λόγω της ανακεφαλαιοποίησης τους, η οποία ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι, και λόγω της διαχείρισης των προβληματικών «κόκκινων» δανείων.

 

 

Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις τίθεται το ερώτημα αν το τραπεζικό σύστημα στηρίζεται σε στερεότερες βάσεις και ποιες είναι οι προοπτικές του.

 

Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών ήταν απαραίτητη μετά τις απώλειες που υπέστησαν στις επενδύσεις τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.

 

Οι απώλειες για το σύνολο των ελληνικών τραπεζών ανήλθαν σε 31,9 δισ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το συνολικό τους κεφάλαιο (Core Tier 1 capital) που ήταν 22,1 δισ. ευρώ. Στις απώλειες αυτές προστέθηκαν και προβλεπόμενες απώλειες από προβληματικά δάνεια στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες εκτιμήθηκαν σε 22,1 δισ. ευρώ. Επομένως το συνολικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών ήταν αρνητικό, δηλαδή οι τράπεζες δεν είχαν επαρκή στοιχεία στο ενεργητικό τους (δάνεια κτλ.) για να καλύψουν το παθητικό τους (καταθέσεις κτλ). Αυτή η «τρύπα» έπρεπε να καλυφθεί, και επιπλέον το κεφάλαιο έπρεπε να ξεπεράσει το 6% του ενεργητικού, όπως το επιτάσσουν οι διεθνείς κανόνες.

Καθώς το κεφάλαιο ήταν αρνητικό, η ανακεφαλαιοποίηση δεν μπορούσε να γίνει μόνο με ιδιωτικούς πόρους, ούτε καν με συνδυασμό ιδιωτικών και δημοσίων πόρων αν οι ιδιώτες και το Δημόσιο εισέρχονταν με ίσους όρους.

 

 

Αυτό επειδή οι ιδιώτες θα έχαναν μέρος της επένδυσης τους για να καλύψουν υπάρχοντα χρέη. Μια επιλογή θα ήταν να χρησιμοποιηθούν μόνο δημόσιοι πόροι και οι τράπεζες να περάσουν στο Δημόσιο για κάποιο χρονικό διάστημα.

 

Αυτή η επιλογή θεωρήθηκε προβληματική, και σωστά, διότι οι θεσμικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας θα επέτρεπαν στο πολιτικό σύστημα να αποκτήσει πλήρη έλεγχο των τραπεζών, με κάκιστες συνέπειες για την παραγωγικότητα τους και αυτήν της οικονομίας.

 

Η επιλογή που προκρίθηκε ήταν να παραμείνουν οι τράπεζες υπό ιδιωτικό έλεγχο αν οι ιδιώτες επενδυτές συνέβαλλαν πάνω από το 10% των νέων κεφαλαίων. Επιπλέον στους ιδιώτες επενδυτές δόθηκαν δικαιώματα μελλοντικής αγοράς (warrants) των μετοχών που αγόρασε το Δημόσιο. Τα warrants ήταν μια έμμεση επιδότηση στους ιδιώτες από δημόσιους πόρους. Κάποιας μορφής επιδότηση ήταν απαραίτητη εξαιτίας του αρχικού αρνητικού κεφαλαίου των τραπεζών.

 

Ένα αρνητικό στοιχείο της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης ήταν ότι δεν υπήρξε ουσιαστική είσοδος νέων παικτών με μακροχρόνιο ορίζοντα, όπως ξένες τράπεζες. Επίσης η επιδότηση προς τους ιδιώτες επενδυτές πιθανόν να μπορούσε να ήταν χαμηλότερη, θετικό ήταν όμως ότι οι περισσότερες τράπεζες δεν πέρασαν στο Δημόσιο.

 

Επίσης η προσέλκυση ξένων τραπεζών είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω των θεσμικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, της πολιτικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα και της γενικότερης κρίσης στην ευρωζώνη.

 

Το σημαντικότερο πρόβλημα που οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν μετά την ανακεφαλαιοποίηση τους είναι η διαχείριση των προβληματικών δανείων, είτε αυτά είναι σε νοικοκυριά (καταναλωτικά και στεγαστικά) είτε σε επιχειρήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, η καλύτερη λύση είναι ένα «κούρεμα» του δανείου σε βιώσιμα επίπεδα, ιδιαίτερα αν το μέγεθος του υπερβαίνει το ποσό που η τράπεζα θα μπορέσει να λάβει αν ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που έχει λάβει ως εγγύηση (collateral) από τον δανειζόμενο.

 

 

Σε άλλες περιπτώσεις, η ρευστοποίηση είναι η καλύτερη λύση.

 

Σε κάθε περίπτωση όμως, η χειρότερη λύση είναι η μακροχρόνια διατήρηση του δανείου σε μη βιώσιμα επίπεδα. Μια υπερχρεωμένη επιχείρηση, για παράδειγμα, δεν έχει κίνητρα να πραγματοποιήσει νέες επενδύσεις, καθώς τα κέρδη θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή δανείων.

 

 

Αν πάλι η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη, τότε είναι καλύτερα τα περιουσιακά της στοιχεία να ρευστοποιηθούν και να αγοραστούν από άλλη πιο παραγωγική επιχείρηση. Η ταχεία διευθέτηση των προβληματικών δανείων είναι επομένως πολύ σημαντική για την ανάκαμψη της οικονομίας και τη

μείωση της ανεργίαςδεδομένου επίσης ότι τα προβληματικά δάνεια στην Ελλάδα πλησιάζουν το επίπεδο της Ιρλανδίας, που είναι το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη.

 

Αν και η μακροχρόνια διατήρηση προβληματικών δανείων σε μη βιώσιμα επίπεδα δεν είναι προς το συμφέρον της οικονομίας, μπορεί να είναι προς το συμφέρον των τραπεζών. Αυτό γιατί κούρεμα ή ρευστοποίηση αναγκάζει τις τράπεζες να καταγράψουν απώλειες, και ενδεχομένως να υποχρεωθούν να αντλήσουν νέα κεφάλαια.

 

 

Για παράδειγμα, σε αντίθεση με πολλά που έχουν γραφεί ή ειπωθεί πρόσφατα, οι τράπεζες επωφελήθηκαν από τη συνεχιζόμενη απαγόρευση πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας γιατί έτσι θα συνεχίζουν να εμφανίζουν τις εγγυήσεις των στεγαστικών τους δανείων μεγαλύτερες απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα.

 

 

Σε κάποιες περιπτώσεις επίσης, οι τράπεζες μπορεί να έχουν συμφέρον να συνεχίζουν τον δανεισμό σε προβληματικές επιχειρήσεις ως αντάλλαγμα άλλων ωφελημάτων που αυτές τούς παρέχουν.

Η ταχεία διευθέτηση των προβληματικών δανείων πρέπει να είναι μια σημαντική προτεραιότητα για την οικονομική πολιτική.

 

Αυτό προϋποθέτει βελτιώσεις στο υπάρχον νομικό πλαίσιο που διέπει την πτωχευτική διαδικασία, καθώς και σης δικαστικές υποδομές. Προϋποθέτει όμως και χειρισμούς που αφορούν τις τράπεζες. Ίσως η καλύτερη επιλογή είναι να υποχρεωθούν οι τράπεζες να μεταφέρουν τα προβληματικά τους δάνεια σε μια «κακή τράπεζα» (bad bank), η οποία θα αναλάβει τη διευθέτησή τους.

Αυτή η επιλογή ακολουθήθηκε στην Ιρλανδία, και πιο πρόσφατα στην Ισπανία για τα στεγαστικά δάνεια.

 

Η δημιουργία κακής τράπεζας ενδεχομένως να καταστήσει απαραίτητη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να αναγράψουν τις πραγματικές απώλειές τους σια προβληματικά δάνεια. Αν και μια ενδεχόμενη νέα ανακεφαλαιοποίηση θα είναι μικρότερης κλίμακας και επομένως ευκολότερη από την προηγούμενη, θα πρέπει να σχεδιαστεί πολύ προσεκτικά.

 

Δημήτρης Βαγιανόςαπό ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

 

Ο κ. Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στη London School of Economics (LSE) 

 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.