Αποβιομηχάνιση και φτωχοποίηση

Δύο σημαντικές μελέτες είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα.

 

Η μία αναφέρεται στην αποβιομηχάνιση της ελληνικής»οικονομίας και εξεδόθη από το ΙΟΒΕ. Και η δεύτερη από την «Ομάδα Ανάλυσης της Οικονομικής Πολιτικής» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και αναφέρεται στις εξελίξεις της εισοδηματικής πολιτικής και στη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.

 

Και οι δύο αυτές μελέτες είναι απολύτως χρήσιμες για την κυβέρνηση, που έχει θέσει ως πρώτη προτεραιότητά της την ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας, όπως τουλάχιστον η ίδια ισχυρίζεται. Ας δούμε, λοιπόν, τα συμπεράσματα των δύο αυτών αξιόλογων και αντικειμενικά θεμελιωμένων επιστημονικών ερευνών.

 

Αποβιομηχάνιση: Η έρευνα του ΙΟΒΕ με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) συμπεριέλαβε 24 κλάδους του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας (τομέας μεταποίησης). Το συμπέρασμα ήταν ότι από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2013 οι 16 από τους 24 κλάδους, δηλαδή το 67% των κλάδων που ερευνήθηκαν, παρουσίασαν κάμψη παραγωγής και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που η σημερινή παραγωγή τους είναι σημαντικά κατώτερη από αυτήν του 2005, κατά 27% (μέσος όρος).

 

Ασφαλώς οι ρυθμοί πτώσης της παραγωγής την περίοδο 2005 μέχρι και 2010 ήταν ήπιοι και εντατικοποιήθηκαν από το 2011 όταν άρχισε η εφαρμογή των μέτρων της αυστηρής λιτότητας και της υπερφορολόγησης, που είχαν συνέπεια τον δραστικό περιορισμό της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Όταν η ενεργός ζήτηση (εσωτερική και εξωτερική) μειώνεται, χωρίς άμεση ελπίδα τόνωσής της, η παραγωγή και π απασχόληση είναι φυσικό να μειώνονται. Οι κλάδοι που «φρενάρισαν» κάπως την πτώση της βιομηχανικής μας παραγωγής είναι ο κλάδος πετρελαιοειδών (+11,3%) που είναι εξαγωγικός κλάδος κατά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του και ο κλάδος φαρμάκων, που παρουσίασε αύξηση 11,5% και άρχισε να είναι και αυτός με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα.

 

Οι βιομηχανικοί κλάδοι που εμφανίζουν τη σημαντικότερη κάμψη παραγωγής είναι: α) Ο κλάδος επίπλων με μείωση 23% και σημερινή παραγωγή κατώτερη κατά 73,8% από αυτήν του 2005. Ασφαλώς σε περίοδο αυστηρής λιτότητας η ανανέωση επίπλων είναι πολυτέλεια, β) Ο κλάδος μηχανοκίνητων οχημάτων (όχι βέβαια επιβατικών αυτοκινήτων) με μείωση 13,3% και παραγωγή κατώτερη κατά 61,9% από αυτήν του έτους 2005. γ) Ο κλάδος μεταλλικών προϊόντων με μείωση 13,6% και σημερινή παραγωγή σε σύγκριση με την παραγωγή του 2005 κατώτερη κατά 40,6%.

 

Στη χώρα μας η αποβιομηχάνιση άρχισε να εμφανίζεται από το 2007 και έκτοτε συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς, λόγω της οικονομικής κρίσης και της σκληρής λιτότητας. Η ασκηθείσα την περίοδο 2010-2013 δημοσιονομική πολιτική και η ανισοκατανομή του εισοδήματος με τα πολλαπλά «κουρέματα» μισθών και συντάξεων επιτάχυναν το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης.

 

Πρέπει να τονίσουμε ότι ο πρωτογενής τομέας (γεωργία) και ο δευτερογενής (βιομηχανία) αποτελούν βασικούς κορμούς της παραγωγικής μηχανής μιας οικονομίας. Η δραστηριότητα του τριτογενούς τομέα (υπηρεσίες) στην ουσία αξιοποιεί την παραγωγή του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Γι΄ αυτό και η συμμετοχή της βιομηχανικής δραστηριότητας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ είναι εξαιρετικά σημαντική.

 

Ειδικά στη χώρα μας η συμμετοχή της βιομηχανίας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ πριν αρχίσει η αποβιομηχάνιση βρισκόταν στο 25%, δηλαδή πριν από το 2007, το 1/4 του ΑΕΠ οφειλόταν στη βιομηχανική μας παραγωγή. Και τούτο γιατί δεν είχαμε δημιουργήσει εξωστρεφή βιομηχανία.

 

Οι ειδικοί υπολογίζουν ότι και όταν ακόμη σταματήσει η αποβιομηχάνιση, η ελληνική βιομηχανία θα έχει οριστικά απολέσει το ήμισυ περίπου της συμμετοχής της στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Και τούτο λόγω της αποεπένδυσης στη βιομηχανία και της στασιμότητας του τεχνολογικού της επιπέδου, που την έχει καταδικάσει να βρίσκεται συγκριτικά σε πρωτόγονη κατάσταση.

 

Δυστυχώς και η Ελλάδα, όπως όλα σχεδόν τα κράτη, έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα (υπηρεσίες) και ειδικά στο τραπεζικό σύστημα και στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (χρηματιστήριο, παράγωγα κλπ.), καθώς και στον κλάδο του εμπορίου.

 

Επίσης δόθηκε έμφαση και στην ανάπτυξη του τουρισμού. Και πολύ σωστά, βέβαια, καθώς ο τουρισμός είναι ιδιότυπος κλάδος που παράγει υπηρεσίες (ξενοδοχεία κλπ.), αλλά αποτελεί και πράξη εξομοιούμενη με εξαγωγή αγαθών, αφού δημιουργεί κατανάλωση ελληνικών προϊόντων από αλλοδαπούς στην Ελλάδα.

 

Τώρα οι άνθρωποι της αγοράς και οι οικονομολόγοι διερωτώνται: Είναι, άραγε, δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή; Σε τι είδους ανάπτυξη οδηγεί η υπερτροφία του τριτογενούς τομέα και η ατροφία του πρωτογενούς και δευτερογενούς; Πάντως, εκείνο που έχει γενική καταξίωση σε όλο τον πλανήτη μυς, αλλά και σε όλες τις εποχές, είναι αυτό που υποστήριξε με πάθος ο οικονομολόγος Ροβέρτος-θωμάς Μάλθους.

 

Ο άγγλος οικονομολόγος, στο έργο του «Πραγματεία περί της θεωρίας του πληθυσμού» (1798), μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι «πριν τραφούν οι μηχανές πρέπει να τραφεί ο πληθυσμός», δηλαδή οι άνθρωποι. Έχουμε τη γνώμη ότι ήρθε η εποχή να στραφεί η αναπτυξιακή προσπάθεια στην αύξηση της παραγωγικότητας του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, χωρίς φυσικά να εγκαταλειφθεί παντελώς ο τριτογενής.

 

Εάν, λοιπόν, θέλουμε ανάπτυξη πρέπει να εντοπίσουμε τους παραγωγικούς κλάδους στους οποίους διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, να τους οργανώσουμε σωστά και να τους ενισχύσει η Πολιτεία. Τέτοιοι κλάδοι υπάρχουν και στη γεωργία και στη βιομηχανία. Γιατί χωρίς σχεδιασμό, ανάπτυξη στα τυφλά, δεν μπορούμε να πετύχουμε. Και τονίζουμε ότι μέσα στο πλαίσιο μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης, με οικονομίες υπέρτερες σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο, όπως είναι η Ευρωζώνη, η ανάπτυξη αντιμετωπίζει πρόσθετες δυσκολίες και προβλήματα πολλές φορές αξεπέραστα. Τέτοια κατάσταση βιώνει σήμερα η Ελλάδα.

 

Φτωχοποίηση: Η μελέτη της «Ομάδας Ανάλυσης της Οικονομικής Πολιτικής» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (τέως ΑΣΟΕΕ), που αναφέρεται στις επιπτώσεις της εισοδηματικής πολιτικής που εφάρμοσαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι σήμερα, μας παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα των επιπτώσεων από την εφαρμογή της σκληρής λιτότητας και από την εξαφάνιση του κράτους πρόνοιας, που προκάλεσε κοινωνική κατάρρευση.

 

Σύμφωνα με όσα αναγράφονται στη μελέτη αυτή, μέχρι το 2010 η κοινωνική δαπάνη στη χώρα μας ήταν σε επίπεδο παραπλήσιο του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-27. Στην Ελλάδα 29,1 % του ΑΕΠ και στην ΕΕ-27 ο μέσος όρος ήταν 29,4%.

 

Σήμερα το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα έχει εξαφανιστεί σχεδόν, ενώ στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη απλώς έχει περιοριστεί. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μελέτης, το 2013 το κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης βρισκόταν στα 665 ευρώ κατά άτομο τον μήνα και στα 1.397 ευρώ για οικογένεια 4μελή (ζευγάρι με 2 παιδιά).

 

Το 2013 κάτω από το όριο αυτό βρισκόταν το 14% του πληθυσμού της χώρας μας, ενώ το 2009 το ποσοστό αυτό έφτανε στο 2%!

 

Και αν δεχθούμε ότι τα ποσοστά αυτά έχουν κάποια απόκλιση από την πραγματικότητα, το σημαντικό στοιχείο είναι ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια το ποσοστό της φτώχειας τριπλασιάστηκε. Και αυτό σημαίνει ότι κατά μέτριους υπολογισμούς το 45% του πληθυσμού είχε το 2013 εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, που υπολογίζεται για την Ελλάδα στο 60% του τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένου μέσου εισοδήματος του 2009, δεδομένου ότι οι μονάδες αγοραστικής δύναμης του ευρώ (ΜΑΔ) είναι διαφορετικές σε κάθε χώρα.

 

Η υψηλή ανεργία, συνέπεια και της αποβιομηχάνισης, αλλά και το μικρό ποσοστό ανέργων που λαμβάνει επίδομα ανεργίας, έχουν γιγαντώσει τη φτωχοποίηση του ελληνικού πληθυσμού. Σύμφωνα με ανακοινωθέντα στοιχεία της Κομισιόν, το 2011 η Ελλάδα και η Ιταλία ήταν οι μοναδικές χώρες της Ευρωζώνης στις οποίες το ποσοστό των ανέργων που εισέπρατταν επίδομα ανεργίας ήταν κάτω από 25%.

 

Στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε στο 85% (το υψηλότερο ποσοστό), στη Φινλανδία και στο Βέλγιο στο 70%. Φαντάζεστε πόσο αυτό το μικρό ποσοστό εισοδηματικής κάλυψης των ανέργων βοήθησε στην έξαρση της φτωχοποίησης στη χώρα μας.

 

Στα τελευταία σκαλοπάτια κάλυψης των ανέργων βρίσκονται από ολόκληρη την EE η Βουλγαρία και η Σλοβακία με ποσοστά μικρότερα από 10%!

 

Προσοχή, κύριε Σαμαρά, να μη φτάσουμε κι εμείς εκεί. Ο κ. Σόιμπλε, που συνεχώς εξυμνεί τις θυσίες του ελληνικού λαού, καθώς και οι άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι της EE και της Ευρωζώνης, δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει την κατάρρευση που έχει υποστεί η κοινωνία της χώρας μας. Ίσως να νομίζουν ότι οι θυσίες του ελληνικού πληθυσμού προέρχονται από το «περίσσευμα ευημερίας». Κάνουν όμως λάθος.

 

Οι θυσίες προέρχονται από τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και την έξαρση της φτωχοποίησης, που έχουν προκαλέσει κοινωνική κατάρρευση. Η κυβέρνηση της Γερμανίας πρέπει να κατανοήσει ότι η αυστηρή λιτότητα που οδηγεί στη φτωχοποίηση είναι ο χειρότερος σύμβουλος για τις στρατιές των δεινοπαθούντων, που έτσι οδηγούνται σε ακραίες αντικοινωνικές συμπεριφορές.

Το ιερατείο της EE άρχισε ν’ ανησυχεί για την αύξηση της επιρροής των ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων. Δικαιολογημένα, βέβαια, αλλά δεν βλέπουμε να λαμβάνονται από την EE μέτρα υπέρ των λαών της Ευρώπης, ώστε να περιοριστεί η πολιτική δύναμη των κομμάτων της άκρας Δεξιάς. Με διωγμούς για φανταστικές παρανομίες δεν είναι δυνατόν να διαλύονται τα ανεπιθύμητα από το σύστημα κόμματα. Δυστυχώς η EE έχει καταντήσει όργανο εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων.

 

Το συμπέρασμα από όσα παρουσιάσαμε παραπάνω είναι ότι με σκληρή λιτότητα, με άνιση κατανομή του εισοδήματος και με υπερφορολόγηση, που οδηγούν στη φτωχοποίηση του πληθυσμού, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη.

 

Θεοδώρου Δίζελου από ΤΟ ΠΑΡΟΝ