Διαλύουν την επιχειρηματικότητα

«Τα παιδία παίζει». Μετά από έξι -κατά δήλωση του πρωθυπουργού-, χρόνια κρίσης, τέσσερα χρόνια «καυτού» μνημονιακού εναγκαλισμού και δυο σχεδόν χρόνια της σημερινής συγκυβέρνησης, oι ιθύνοντές της «θυμήθηκαν» να βοηθήσουν την επιχειρηματικότητα.

 

 

Ανακοινώνοντας μέτρα για τη διευκόλυνση της ίδρυσης και αδειοδότησης μιας επιχείρησης, όπως η άδεια μέσω e-mail που είχαν πανομοιότυπα εξαγγείλει στο παρελθόν σι μνημονιακοί προκάτοχοί της Λ. Κατσέλη και Μιχ. Χρυσοχοΐδη, -και επιμελώς απέφυγε να «χρεωθεί» ο Α. Σαμαράς, αποχωρώντας από τη συνέντευξη τύπου των υπουργών του πριν υποχρεωθεί να απαντήσει σε «δυσάρεστες» ερωτήσεις-, η συγκυβέρνηση συνεχίζει τον εμπαιγμό του επιχειρηματικού κόσμου.

 

 

Ενός κόσμου, που έχει πληγεί όπως όλοι οι Έλληνες  και οι παραγωγικοί κλάδοι κι αυτός από την κρίση και εξακολουθεί, αβοήθητος και διαρκώς εμπαιζόμενος από την Πολιτεία να δίνει τη μάχη της επιβίωσης. Δεκάδες χιλιάδες μεγάλοι και κυρίως μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες αισθάνθηκαν «στο πετσί τους», ότι αυτός ο μακροχρόνιος εμπαιγμός συνεχίζεται λες και οι μνημονιακές κυβερνήσεις, με την εντολή της Τρόικας, θέλουν να διαλύσουν τελικά τις ελληνικές επιχειρήσεις, τον κορμό της εθνικής μας οικονομίας.

 

Θυμήθηκαν μετά από 4 χρόνια τις «αυτόματες άδειες», την ώρα που λείπουν 10 δις. για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Το ίδιο απελπισμένοι είναι και οι υποψήφιοι νέοι επιχειρηματίες, τους οποίους καλεί ο Κ. Χατζηδάκης να ενεργοποιηθούν, σε ένα περιβάλλον που θυμίζει επιεικώς τριτοκοσμικές συνθήκες για το επιχειρείν.

 

Λείπουν 10 δισ. για την επανεκκίνηση.

 

Η (όποια) αγορά συντηρείται τα τρία τελευταία χρόνια με ψέματα και με υποχρεώσεις που αλληλο μετατίθενται και ανακυκλώνονται οδηγώντας στη συνεχή βύθιση των επιχειρήσεων. Τα λουκέτα σε επιχειρήσεις και καταστήματα συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό, καθώς οι ιδιοκτήτες τους «πνίγονται» από την ασφυξία ρευστότητας.

 

Με τις τράπεζες να έχουν κλείσει σχεδόν πλήρως τη στρόφιγγα των δανείων, αφού τώρα «καίγονται» για τον περιορισμό των επισφαλειών και τη διασφάλιση των κεφαλαίων της ανακεφαλαιοποίησής τους.

 

Με τη συμμετοχή στα κονδύλια του ΕΣΠΑ και τα άλλα κοινοτικά προγράμματα να αποτελεί πολυτέλεια για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, που χάνεται στα γρανάζια και το απέραντο χαρτομάνι της γραφειοκρατίας, παρά τις υποσχέσεις των κυβερνητικών και του Ράιχενμπαχ με τους χρυσοπληρωμένους «ειδικούς» του.

 

Την ίδια ώρα, θλιβερό ευχολόγιο καταλήγουν να θεωρούνται οι εκτιμήσεις των ειδικών οικονομολόγων και των τραπεζιτών, που αναφέρουν ότι οι τράπεζες μπορεί να αδυνατούν να ρίξουν στην αγορά ούτε ελάχιστα από τα 10 δισ. ευρώ που απαιτούνται για στοιχειώδη επανεκκίνηση της οικονομίας, αλλά υπάρχουν στη θέση τους εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.

 

 

Με τη λογική του ότι «κορόιδευε, όσο μπορείς να το κάνεις», οι εν λόγω μιλούσαν πομπωδώς περί ελπίδων μέσα στο 2014 για την αναζωογόνηση της οικονομίας μέσω της αξιοποίησης της αγοράς εταιρικών ομολόγων, με έκδοση τίτλων στις διεθνείς χρηματαγορές, της δράσης των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων που «βλέπουν» Θετικά τη χώρα, αλλά και τις δημόσιες επενδύσεις.

 

Μεγάλα, ανέξοδα, λόγια και φρούδες ελπίδες.

 

 

H αγορά και οι επιχειρήσεις στέγνωσαν από τα ατέλειωτα «θα» των ιθυνόντων που δεν συνοδεύτηκαν από πράξεις, ιδίως τα τελευταία χρόνια Ακόμα και από το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλο, που «ανακάλυψε» αυτές τις δυνατότητες και θεωρεί ότι η Ελλάδα μπορεί να ανακάμψει ακόμα και χωρίς τραπεζικό δανεισμό, όπως έχουν κάνει στο παρελθόν η Ουρουγουάη το 1983, το Μεξικό το 1995 και η κατά τα άλλα «ξορκισμένη» Αργεντινή το 2002.

 

Απροθυμία επενδύσεων.

 

Για την πραγματική οικονομία όμως, οι εκτιμήσεις Προβόπουλου, αλλά και τα αισιόδοξα στατιστικά στοιχεία του Γ. Στουρνάρα καμιά επίδραση δεν έχουν. Οι ξένες επενδύσεις, παρά το υποτίθεται ευνοϊκό κλίμα και περιβάλλον, εξακολουθούν να έρχονται με το σταγονόμετρο. Η απροθυμία είναι χαρακτηριστική. Πολλοί υποψήφιοι σοβαροί επενδυτές, μόλις έρχονται αντιμέτωποι με την ελληνική πραγματικότητα, σπεύδουν να εξαφανιστούν.

 

Γιατί, άλλωστε, κάποιος σοβαρός ξένος επιχειρηματίας να επενδύσει σε μια χώρα που ούτε καν τη διάσωσή της έχει εξασφαλίσει με μια βιώσιμη ρύθμιση του χρέους της, που αυξάνεται ιλιγγιωδώς και αποτελεί έρμαιο των διαθέσεων των θεσμικών δανειστών της. Γιατί να επενδύσει σε μια χώρα με παραλυμένο και χρεοκοπημένο το εγχώριο τραπεζικό της σύστημα, που εξακολουθεί να βυθίζεται στη γραφειοκρατία και την αναβλητικότητα στις μεταρρυθμίσεις και στην πεμπτουσία της οικονομίας, την ελευθερία της.

 

Με τη βαρύτερη πανευρωπαϊκή φορολογία για τις επιχειρήσεις, το ακριβότερο ηλεκτρικό ρεύμα και γενικότερα έξοδα λειτουργίας; Κατ κυβερνήσεις που διαχρονικά διακρίνονται στις εξαγγελίες «φούσκες», όπως n επανεκκίνηση των αυτοκινητοδρόμων που χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους με την αύξηση των διοδίων. Και αυτό η κυβέρνηση το «βαφτίζει» ανάπτυξη, αλλά δεν είναι όλοι πρόθυμοι ιθαγενείς για να ξεγελαστούν με τέτοιες χάντρες. Ιδίως οι ξένοι.

 

Μελέτες ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ «Ζητούνται» 160 δισ. για την ανάπτυξη.

 

 

Δεν μας φτάνουν τα 320 και πλέον δισ. ευρώ του χρέους μας, που συνεχώς αυξάνεται σπάζοντας κάθε ευρωπαϊκό ρεκόρ ως ποσοστό του ΑΕΠ, για την πραγματική επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή της σε τροχιά ανάπτυξης απαιτούνται μόλις 160 δισ. ακόμα. Και αυτά δεν τα λένε οι οικονομολόγοι οπαδοί της δραχμής ούτε οι αντιπολιτευόμενοι τη συγκυβέρνηση οικονομολόγοι ή φορείς. Τα ισχυρίζονται οι ιθύνοντες του ΙΟΒΕ και του ΚΕΠΕ, οι βασικοί σύμβουλοι δηλαδή της συγκυβέρνησης στην οικονομική της πολιτική και τη διαχείριση ουσιαστικά του Μνημονίου. Οι οποίοι εκτιμούν ότι για την αναπτυξιακή αναδιάταξη της χώρας μέχρι το 2023, με την εφαρμογή  ενός αναπτυξιακού προτύπου εντελώς διαφορετικού από εκείνο της περιόδου 1994-2007, θα απαιτηθεί το παραπάνω δυσθεώρητο ποσό.

 

Από πού όμως. θα αντληθούν τα παραπάνω θηριώδη κεφάλαια; ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ προτείνουν στην κυβέρνηση ορισμένες γενικότητες, όπως η καθιέρωση απλού φορολογικού συστήματος, την ώρα που το οικονομικό επιτελείο υπό τον κ. Στουρνάρα έχει προχωρήσει στην ιστορικότερη για τη χώρα υπερφορολόγηση φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, παρά τα Ζάππεια διατηρώντας και διευρύνοντας ακόμα τις πολυπλοκότητες και την πολυνομία στο θέμα της φορολογίας.

 

Και με το διαρκές μοτίβο των μεταρρυθμίσεων και κόντρα μεταρρυθμίσεων, οι δυο φορείς ζητούν να γίνουν αυτά που ακριβώς θα έπρεπε να κάνει μια γνήσια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, αλλά ούτε αυτά είναι ικανή να κάνει n σημερινή.

 

Όπως την πλήρη απελευθέρωση των αγορών, την αξιοποίηση των εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης της οικονομίας, την αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, την ενθάρρυνση των ξένων επενδυτών, την παραγωγική και αξιοκρατική αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων κλπ.

 

Ως κλάδοι αιχμής, που θα σηκώσουν το βάρος της νέας ανάπτυξης, προτείνονται n περιβαλλοντική βιομηχανία, οι φαρμακοβιομηχανίες, ο κλάδος της Υγείας, οι επιχειρήσεις τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας, ο ενεργειακός και ο τουριστικός τομέας, οι συνδυασμένες μεταφορές, τα logistics και οι κλάδοι της αγροτικής παραγωγής και των τροφίμων.

 

Σχεδιάζουν ενιαίο ΦΠΑ στο 19% ή 21%

 

Πριν στεγνώσει το μελάνι από την κουραστικά επαναλαμβανόμενη πια εξαγγελία Σαμαρά, ότι σταδιακά ο φόρος για τις επιχειρήσεις θα μειωθεί στο 15%, φούντωσαν τα σενάρια για την καθιέρωση ενιαίου ΦΠΑ στο επίπεδο το 19% ή του 21%.

 

 

Για τις περισσότερες επιχειρήσεις αυτό είναι σημαντική αφού θα δουν τον ΦΠΑ των προϊόντων που παράγουν ή των υπηρεσιών που προσφέρουν να μειώνεται κατά δυο ή τέσσερις μονάδες και επομένως ελπίζουν οε μεγαλύτερους τζίρους λόγω αύξησης της κατανάλωσης. To αντίστροφο όμως ισχύει για όσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε πεδία μειωμένου ΦΠΑ όπως οι φαρμακοβιομηχανίες, οι εκδοτικές εταιρίες κ.α. Ενώ πλήγμα θα προκύψει και για τον τουρισμό, οι επιχειρήσεις του οποίου σχεδιάζεται να υπαχθούν σε μια δική τους κατηγορία με ΦΠΑ 9% (από 6% που είναι σήμερα).

 

Εννοείται ότι οι ρυθμίσεις αυτές θα έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των για να δοθούν «ανάσες» στην ασθμαίνουσα αγορά, θα σφίξει ακόμα περισσότερο τη θηλιά γύρω από τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αφού θα αυξηθούν οι τιμές στα βασικά είδη διατροφής και οικιακής καθημερινής χρήσης.

 

 

Είναι βέβαιο πάντως, ότι η κυβέρνηση, αδιαφορώντας για όλες πα παραπάνω συνέπειες θα σπεύσει να θριαμβολογήσει, μιλώντας για μια νέα σημαντική μεταρρύθμιση, που προωθεί.

 

PRESS TIME