Ύποπτοι για ξέπλυμα μαύρου χρήματος θα θεωρούνται στο εξής από την εφορία και όσοι χρωστούν στο Δημόσιο πάνω από 10.000 ευρώ και ταυτόχρονα έχουν διαπράξει παραβάσεις φοροδιαφυγής συνολικού ύψους άνω των 40.000 ευρώ.
Οι εφορίες και τα ελεγκτικά κέντρα, εφόσον διαπιστώνουν τέτοιου είδους αδικήματα, οφείλουν να αποστέλλουν σχετικές αναφορές στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, προκειμένου να προχωρήσουν περαιτέρω οι έρευνες μέχρι το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών των οφειλετών και τον έλεγχο του πόθεν έσχες.
Με εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών δίνονται νέες οδηγίες προς τις εφορίες για τον έλεγχο των υποθέσεων φοροδιαφυγής και την αποστολή σχετικών αναφορών στην Αρχή για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Οι νέες εντολές του υπουργείου έρχονται μετά τις αλλαγές που έγιναν με τον νόμο 4174/2013 με τον οποίο εξαιρέθηκαν από τον ορισμό των βασικών αδικημάτων ορισμένα αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή χαμηλότερη της γενικής ρήτρας, δηλαδή ποινή η οποία μπορεί να είναι χαμηλότερη των έξι μηνών φυλάκισης, απαλείφοντας έτσι περιπτώσεις φοροδιαφυγής χαμηλού φορολογικού ενδιαφέροντος σε σχέση με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, από την 1η Ιανουαρίου 2014 ως «βασικό αδίκημα» που μπορεί να συνδεθεί με πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θεωρείται πλέον και το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το μη καταβληθέν ποσό υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διαπραχθεί ταυτόχρονα και αδικήματα μεγάλης φοροδιαφυγής συνολικού ύψους τουλάχιστον 40.000 ευρώ.
Έτσι στο στόχαστρο των φοροελεγκτών για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος βρίσκονται όσοι έχουν διαπράξει τα εξής αδικήματα:
1. Της φοροδιαφυγής:
Μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων.
Μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση ΦΠΑ, παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση.
Έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, καθώς και μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείων.
2. Της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ, με την εξαίρεση της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο:
– Οι ΔΟΥ και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διαπιστώνουν περιπτώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και των λοιπών αδικημάτων αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν σχετικές αναφορές στην Αρχή για το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος», εφόσον το ποσό των παραβάσεων υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη ληξιπρόθεσμου χρέους από 10.001 έως 50.000 ευρώ, που έχει καθυστερήσει να εξοφληθεί για πάνω από 4 μήνες δεν αρκεί από μόνη της ως «παράβαση» να οδηγήσει τις φορολογικές αρχές στην υποβολή αναφοράς σε βάρος του οφειλέτη. Για να υποβληθεί αναφορά, θα πρέπει ο οφειλέτης να βαρύνεται και με ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω αναφερθέντα αδικήματα φοροδιαφυγής και το συνολικό ποσό των παραβάσεών του να υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.
– Αναφορές δεν αποστέλλονται στην περίπτωση που ο υπόχρεος καταβάλλει τον φόρο που του καταλογίστηκε στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών.
– Εφόσον ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, δεν αποστέλλεται αναφορά στην Αρχή σε περίπτωση αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής από την ανωτέρω Διεύθυνση. Αντίθετα, αποστέλλεται αναφορά σε περίπτωση μη αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης της ανωτέρω Διεύθυνσης (δηλαδή σε περίπτωση μη καταβολής καταλογισθέντων ποσών ή προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια).
Οι ελεγκτικές αρχές δεν θα αποστέλλουν αναφορά στις περιπτώσεις όπου από τον έλεγχο προκύπτουν διαφορές φόρου εισοδήματος που οφείλονται σε συνήθεις λογιστικές διαφορές, όπως επίσης και στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, όπου οι διαφορές φόρων δεν συνδέονται με αποδεδειγμένη πραγματική απόκρυψη. Αντίθετα, διαβιβάζονται αναφορές στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού λόγω μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων στον έλεγχο ή μη τήρησης αυτών.
Σε περιπτώσεις εφαρμογής των εμμέσων τεχνικών ελέγχου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, θα αποστέλλεται αναφορά στις περιπτώσεις πραγματικής απόκρυψης εισοδήματος που διαπιστώνεται κατά την ελεγκτική διαδικασία, εφόσον το ποσό του αναλογούντος φόρου υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.
ΟΛΗ Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ
ΠΟΛ 1180/2014
ΘΕΜΑ: Παροχή διευκρινίσεων για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α’), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 68 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α’).
Σε συνέχεια της ΠΟΛ.1207/3.9.2013, με την οποία σας κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α’), σας γνωρίζουμε τα εξής:
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 εξαιρέθηκαν από τον ορισμό των βασικών αδικημάτων ορισμένα αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή χαμηλότερη της γενικής ρήτρας, δηλαδή ποινή η οποία μπορεί να είναι χαμηλότερη των έξι μηνών φυλάκισης, απαλείφοντας έτσι περιπτώσεις φοροδιαφυγής χαμηλού φορολογικού ενδιαφέροντος σε σχέση με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επίσης, προστίθεται ως βασικό αδίκημα και το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, λόγω της σημασίας του εν λόγω αδικήματος στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Ειδικότερα, τα βασικά αδικήματα που ενδιαφέρουν τις φορολογικές αρχές είναι, σύμφωνα με το άρθρο 3 περίπτωση ιη’ του ν. 3691/2008, τα κάτωθι:
α) Της φοροδιαφυγής:
i) Μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων (άρθρο 17 του ν. 2523/1997 – ΦΕΚ 179 Α’- όπως ισχύει).
ii) Μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση Φ.Π.Α., παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίστηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση (άρθρο 18, με την εξαίρεση της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1, του ν. 2523/1997, όπως ισχύει).
iii) Έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, καθώς και μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείων (άρθρο 19, με την εξαίρεση της περίπτωσης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του ν. 2523/1997, όπως ισχύει και μετά την αντικατάσταση του Π.Δ. 186/1992 από τις διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ.).
β) Της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, με την εξαίρεση της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές (άρθρο 25 του ν. 1882/1990 – ΦΕΚ 43 Α’, όπως ισχύει, με την εξαίρεση της περίπτωσης α της παραγράφου 1 ).
2. Αναφορικά με το χρόνο και τις προϋποθέσεις αποστολής αναφορών για αδικήματα φοροδιαφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 3691/2008, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
i) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3691/2008, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 68 του ν. 4174/2013, οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διαπιστώνουν περιπτώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και των λοιπών αδικημάτων αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ενημερώνοντας συγχρόνως και τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, εφόσον το ποσό των παραβάσεων υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σύμφωνα με τις οδηγίες που δόθηκαν με το ΔΕΛ Δ 1148965 ΕΞ 2013 / 30.9.2013 έγγραφό μας.
Για διευκόλυνσή σας, επισυνάπτεται στην παρούσα το νέο υπόδειγμα αναφορών του ν. 3691/2008, όπως διαμορφώθηκε μετά και τις ανωτέρω διατάξεις.
ii) Αναφορές του ν. 3691/2008 δεν αποστέλλονται στην περίπτωση που ο υπόχρεος καταβάλει το φόρο που του καταλογίστηκε στα πλαίσια του φορολογικού ελέγχου, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Δ.
iii) Εφόσον ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, δεν αποστέλλεται αναφορά του ν. 3691/2008 σε περίπτωση αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής από την ανωτέρω Διεύθυνση.
iv) Αντίθετα, αποστέλλεται αναφορά του ν. 3691/2008 σε περίπτωση μη αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης της ανωτέρω Διεύθυνσης (δηλαδή σε περίπτωση μη καταβολής καταλογισθέντων ποσών ή προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια).
ν) Όπως ορίζεται και στην ΠΟΛ.1151/14.11.2008, δεν αποστέλλεται αναφορά του ν. 3691/2008 στις περιπτώσεις όπου από τον έλεγχο προκύπτουν διαφορές φόρου εισοδήματος που οφείλονται σε συνήθεις λογιστικές διαφορές, όπως επίσης και στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, όπου οι διαφορές φόρων δεν συνδέονται με αποδεδειγμένη πραγματική απόκρυψη. Αντίθετα, διαβιβάζονται αναφορές στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού λόγω μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων στον έλεγχο ή μη τήρησης αυτών.
Μετά την ισχύ του Κ.Φ.Δ. από 1/1/2014 (άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 4174/2013 – ΦΕΚ Α’ 170), με τον οποίο εφαρμόζονται οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, αποστέλλεται αναφορά του ν. 3691/2008 στις περιπτώσεις πραγματικής απόκρυψης εισοδήματος που διαπιστώνεται κατά την ελεγκτική διαδικασία, εφόσον το ποσό του αναλογούντος φόρου υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ (σχετικό το υπ’ αριθ. ΔΕΛ Δ 1148965 ΕΞ 2013 / 30.9.2013 έγγραφό μας).
3. Αναφορικά με την αποστολή αναφορών για περιπτώσεις μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο θα ακολουθήσουν νεώτερες οδηγίες.
4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 δεν περιλαμβάνονται πλέον στα υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 6 του ν. 3691/2008, οι εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών και οι εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου (εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς).
Υπενθυμίζεται ότι, οι Δ.Ο.Υ. και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διενεργούν φορολογικό έλεγχο σε υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, οφείλουν υποχρεωτικά και ταυτόχρονα με το φορολογικό έλεγχο, να διενεργούν και έλεγχο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του ν. 3691/2008 και να ενημερώνουν σχετικά την ηλεκτρονική εφαρμογή της Δ/νσης Ελέγχων (ΠΟΛ.1127/31.8.2010, Κεφάλαια ΣΤ’ και Θ).
5. Σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 3691/2008, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013, ειδικά στις περιπτώσεις διενέργειας φορολογικών ή τελωνειακών ελέγχων και κατά τη διαδικασία είσπραξης χρεών, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών δύναται να ζητήσει και να λάβει από την Αρχή του άρθρου 7 του ν.3691/2008 κάθε διαθέσιμη σε αυτήν πληροφορία που είναι πιθανό να σχετίζεται με το διενεργούμενο έλεγχο ή με την επιδιωκόμενη είσπραξη χρέους του υπόχρεου. Η Αρχή δύναται να αποφασίσει να μην παράσχει τις πληροφορίες, εάν η παροχή των πληροφοριών θα έθετε σε κίνδυνο μια συνεχιζόμενη έρευνα της Αρχής. Αυτή η άρνηση δεν μπορεί να υπερβεί χρονικά τους έξι (6) μήνες. Ωστόσο, όπως ορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 15 του ν.4174/2013, η Φορολογική Διοίκηση δεν μπορεί να λαμβάνει γνώση πληροφοριών ή εγγράφων που αφορούν σε ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών ή των ποινικών δικαστηρίων, χωρίς προηγούμενη έγγραφη άδεια του αρμόδιου Εισαγγελέα.
Αρμόδιος για την υποβολή αιτήματος προς την Αρχή του άρθρου 7 του ν.3691/2008 για χορήγηση κάθε διαθέσιμης σε αυτήν πληροφορίας, καθώς και για την υποβολή αιτήματος προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα για χορήγηση έγγραφης άδειας για λήψη πληροφοριών ή εγγράφων για υποθέσεις που εκκρεμούν όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι «ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ή του Ελεγκτικού Κέντρου ή του Ειδικού Συνεργείου Ελέγχου του άρθρου 39 του ν.1914/1990, όπως ισχύει, ο υπάλληλος των οποίων διενεργεί τον έλεγχο ή ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ή του Ελεγκτικού Κέντρου που επιδιώκει την είσπραξη της οφειλής ή ο Προϊστάμενος της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης ή ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που παραλαμβάνει την προβλεπόμενη δήλωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα» (περίπτωση 6 της υπ’ αριθ.Δ6Α 1036682 ΕΞ/2014 25.2.2014 Απόφαση Γεν. Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ.Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση Γεν. Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων).
Σημειώνεται ότι το αίτημα, είτε προς την Αρχή, είτε προς τον Εισαγγελέα προκειμένου για αναζήτηση πληροφοριών, όπως περιγράφεται ανωτέρω, θα πρέπει να υποβάλλεται μόνο εφόσον δεν επαρκούν οι ίδιες πηγές πληροφόρησης και συνεπώς κρίνεται απολύτως απαραίτητο.
Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλείσθε για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων σύμφωνα με τις οδηγίες που δίνονται με την παρούσα εγκύκλιο.
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.