Κεντρικό διακύβευμα θεωρούν οι Οικολόγοι Πράσινοι τη βιωσιμότητα του ενεργειακού μοντέλου της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με απόφαση του Πανελλαδικού τους Συμβουλίου.

Τονίζουν, ακόμη, ότι η απόσχιση της «μικρής ΔΕΗ» και η ιδιωτικοποίησή της θα ενισχύσει το λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής της χώρας. Και προτείνουν, η μείωση του ενεργειακού κόστους και η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας να προκύψει μέσα από συντονισμένες δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και αποδοτικότητας στη χρήση.

«Δυστυχώς η κυβέρνηση αλλά και μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης κρατούν αγκυλωμένη τη χώρα σε ένα παρωχημένο, βρώμικο και ακριβό ενεργειακό μοντέλο, που βασίζεται στη διαιώνιση της χρήσης του λιγνίτη» δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων Μιχάλης Τρεμόπουλος. «Επιδιώκουμε ευρεία συζήτηση, με στόχο τη διαμόρφωση ενός μακρόπνοου εναλλακτικού ενεργειακού σχεδιασμού, δεσμευτικού για όλους, με παραγωγή 60% ΑΠΕ ως το 2030, με σεβασμό στο περιβάλλον και ευρεία κοινωνική συμμετοχή. Με τήρηση του χρονοδιαγράμματος απόσυρσης των υπαρχουσών λιγνιτικών μονάδων, με εξοικονόμηση ενέργειας τουλάχιστον 35% ως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2007, με αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας και σημαντικό ρόλο σε αυτή της Αυτοδιοίκησης και συνεταιρισμών καταναλωτών ή παραγωγών, οικοδομώντας έτσι την ενεργειακή ανεξαρτησία. Το χρωστάμε απέναντι στις μελλοντικές γενιές».

Η βιωσιμότητα ενός εναλλακτικού ενεργειακού σχεδιασμού πρέπει να συνδυαστεί με τη βιωσιμότητα της κοινωνίας και της οικονομίας, που επηρεάζονται κρίσιμα από τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και από τον τρόπο αξιοποίησης των φυσικών πόρων της χώρας, λένε οι Οικολόγοι Πράσινοι, σε συνέχεια της δημόσιας τοποθέτησής τους στις 25.6, τονίζοντας στην απόφαση του πολιτικού τους οργάνου και τα εξής:

1. Ο Νόμος που ψηφίστηκε δείχνει σαφή την πρόθεση της κυβέρνησης να δεσμεύσει τη χώρα σε ένα παρωχημένο, βρώμικο και εν τέλει ακριβό ενεργειακό μοντέλο, που θα βασίζεται στο λιγνίτη. Δυστυχώς στελέχη της αντιπολίτευσης έδειξαν αντίστοιχη προσήλωση στον ίδιο στόχο. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν τα έσοδα από την πώληση της «μικρής» ΔΕΗ για εκσυγχρονισμό αλλά και τη νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα-5 και, ταυτόχρονα, η προϋπόθεση για τον ιδιώτη αγοραστή να καταθέσει σχέδιο για τη δημιουργία νέας μονάδας στη Φλώρινα (Μελίτη-2), δίνουν τη δυνατότητα να προστεθούν περίπου 1.1 GW λιγνιτικής παραγωγής στο ελληνικό σύστημα για τα επόμενα 30 χρόνια.
Η απόσχιση της μικρής ΔΕΗ και η ιδιωτικοποίησή της θα ενισχύσει το λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής της χώρας. Ειδικά η σκανδαλώδης τροπολογία που κατατέθηκε την τελευταία στιγμή και υπερψηφίστηκε από το Α’ θερινό τμήμα της Βουλής, το κάνει σαφές, καθώς επιχειρεί: α) να δεσμεύσει τους πιθανούς αγοραστές της μικρής ΔΕΗ για την κατασκευή της νέας λιγνιτικής μονάδας Μελίτη-2, και β) να δεσμεύσει τα χρήματα που θα εισπράξει η μεγάλη ΔΕΗ από την πώληση της μικρής για την κατασκευή της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα-5 και για την αναβάθμιση παλιών λιγνιτικών μονάδων. Για έναν επιπλέον λόγο, λοιπόν, είμαστε αντίθετοι στην επιλογή ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι λέμε ΟΧΙ στη διαιώνιση του λιγνιτικού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Σε μια εποχή που οι μεγάλες εταιρίες ηλεκτροπαραγωγής διεθνώς αρχίζουν να εμφανίζουν ζημιές λόγω της προσήλωσής τους στα ορυκτά καύσιμα, θεωρούμε ανεπίτρεπτο για μια χώρα σε οικονομική κρίση να συζητάει για το μέλλον με όρους της δεκαετίας του ‘50, να σχεδιάζει το ενεργειακό της μέλλον επαναλαμβάνοντας λάθη.
Για μας, ο εναλλακτικός ενεργειακός σχεδιασμός παραμένει αντικείμενο δουλειάς και διεκδίκησης, σε συνεργασία με τους πολιτικούς και μαζικούς φορείς της χώρας που έχουν στις προτεραιότητές τους ότι σημαντικές ποσότητες ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να μείνουν στη γη, προκειμένου η μέση άνοδος της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει το κρίσιμο όριο των 2 βαθμών Κελσίου. Αλλά και στόχο τη βαθμιαία ενεργειακή αυτονόμηση του νοικοκυριού, της αγροτικής ή βιομηχανικής μονάδας και των κοινοτήτων σε επίπεδο ΟΤΑ ή Περιφέρειας. Ζωτικός επενδυτής σε αυτή την αποκέντρωση θέλουμε να είναι η Αυτοδιοίκηση αλλά και συνεταιρισμοί παραγωγών ή καταναλωτών.
2. Μέσα από την οπτική αυτή προσεγγίζουμε ως Οικολόγοι Πράσινοι και το θέμα του κόστους της ενέργειας στον καταναλωτή, εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα στην Ελλάδα του σήμερα, που εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια λόγω φτώχιας και η βιομηχανία έχει ένα από το ακριβότερα τιμολόγια στην Ευρώπη, αλλά και στην προοπτική της διεξόδου από την κρίση.  
Για μας, η μείωση του ενεργειακού κόστους και η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας μπορεί να προκύψει μέσα από συντονισμένες δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και αποδοτικότητας στη χρήση, όπως αποδεικνύουν και οι πρόσφατες εκθέσεις της Κομισιόν.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυτές εξαρτώνται ισχυρά από την τιμή δικαιωμάτων εκπομπών CO2 και από τις διεθνείς τιμές του εισαγόμενου πετρελαίου και φυσικού αερίου. Θεωρούμε, επομένως, ότι η προστασία των κοινωνικά και οικονομικά αδυνάτων εξυπηρετείται καλύτερα από την όσο το δυνατόν ταχύτερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Μοιραία, η κατάτμηση και ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, που έχει ως βασική επιδίωξη τη διαιώνιση του ρυπογόνου λιγνιτικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής, θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. 
Θεωρούμε επίσης προβληματικό, από οικονομική άποψη, το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης ότι με την πώληση ενός ποσοστού της ΔΕΗ, θα διευκολυνθεί ο ανταγωνισμός και θα πέσουν οι τιμές. Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι στη σημερινή τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ενσωματωμένες κρυφές επιδοτήσεις. Επί δεκαετίες η ΔΕΗ ευνοήθηκε, ώστε το ρεύμα να κοστίζει φθηνά και να επιτευχθεί ο στρατηγικός σκοπός του εξηλεκτρισμού της χώρας. Επομένως, η κατάτμησή της δεν θα δημιουργήσει κανέναν όρο ανταγωνισμού: Είτε ο ιδιώτης θα εξακολουθήσει να απολαμβάνει τις κρυφές επιδοτήσεις και θα λειτουργεί ως κρατικοδίαιτη εταιρία, είτε η τιμή ρεύματος θα αυξηθεί δραματικά. Σε κάθε περίπτωση το βασικό ζητούμενο είναι η άρση των στρεβλώσεων υπέρ των ορυκτών καυσίμων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, που επίσης επηρεάζει σημαντικά τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.
Πέρα από τα παραπάνω, κομμάτι της λύσης αποτελεί και η μετάβαση σε ένα αποκεντρωμένο ενεργειακό δίκτυο, όπου μεγάλο μέρος των καταναλωτών θα είναι ταυτόχρονα και αυτοπαραγωγοί, οικοδομώντας έτσι την ενεργειακή ανεξαρτησία της κοινωνίας και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. 
3. Για τους Οικολόγους Πράσινους, σημαντικό είναι επίσης το ερώτημα για το τίμημα της εκποιούμενης εταιρίας: ο νόμος προβλέπει ότι θα πωληθεί τουλάχιστον στη «λογιστική» αξία. Η σχέση της λογιστικής αξίας της ΔΕΗ με την πραγματική της αξία είναι άγνωστη καθώς στο ενεργητικό της εταιρίας εγγράφονται πολλές χιλιάδες στρέμματα, που είτε λογιστικά έχουν αποσβεστεί, είτε έχουν εκχωρηθεί από το ελληνικό δημόσιο μέσω απαλλοτριώσεων. Εξίσου δύσκολο να αποτιμηθεί είναι και ο δημόσιος πλούτος, που περιλαμβάνει πέρα από το λιγνίτη, υδάτινους πόρους, δάση, παραλίμνιες εκτάσεις. 
Επίσης, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ΔΕΗ, θα πρέπει να υπάρξουν δεσμεύσεις για τις τοπικές κοινωνίες στη Δυτική Μακεδονία και την Πελοπόννησο, που για δεκαετίες επιβαρύνθηκαν από τη χρήση λιγνίτη. 
– Να αρχίσουν επιτέλους οι ιδιοκτήτες λιγνιτωρυχείων (που σήμερα εκμεταλλεύονται δωρεάν τον ορυκτό πλούτο της χώρας) να καταβάλουν τέλη εξόρυξης και να διατεθούν αυτά για τη μετάβαση των λιγνιτοπαραγωγών περιοχών σε μια πράσινη μεταλιγνιτική περίοδο.
– Να τριπλασιαστούν τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλει σήμερα η ΔΕΗ στους οικείους Δήμους (Τοπικός Πόρος Ανάπτυξης) και το μέτρο να αφορά σε κάθε ιδιοκτήτη λιγνιτικών σταθμών.
– Να υπολογιστεί το εξωτερικό κόστος στη δημόσια υγεία και τους φυσικούς πόρους από την εξόρυξη και καύση λιγνίτη και να πάψει στο εξής να επιβαρύνει την κοινωνία αλλά τους ιδιοκτήτες λιγνιτικών σταθμών. Ένα μέρος του πρόσθετου αυτού κόστους πρέπει να «επιστρέφει» στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες άλλωστε είναι αυτές που υφίστανται και τις επιπτώσεις. 

Συνοψίζοντας, με το συγκεκριμένο νόμο, αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά, ότι πίσω από όμορφες λέξεις, όπως «διαρθρωτικές αλλαγές», «εκσυγχρονισμός» ή «υγιής ανταγωνισμός», η κυβέρνηση προχωρά με την ίδια ακριβώς καθεστωτική νοοτροπία που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία:
· Παντελής έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού.
· Καταλήστευση του δημόσιου πλούτου
· Διαπλοκή με «επιχειρηματικά» συμφέροντα, που δεν ενδιαφέρονται για επενδύσεις αλλά για αρπαχτές.
· Παντελής έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου με τις πολίτες και τους πολιτικούς φορείς γύρω από τα παραπάνω καυτά θέματα.

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.