Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, που μεταξύ άλλων εισάγει την έννοια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», χωρίς όμως να αναφέρεται ή να θέτει προϋποθέσεις και κανόνες καλής συναλλακτικής συμπεριφοράς και συνεργασίας και της εκάστοτε τράπεζας που θα χαρακτηρίζει συνεργάσιμο ή όχι τον κάθε δανειολήπτη-οφειλέτη.
Ο Σύλλογος Δανειοληπτών & Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος, με την ομάδα νομικών και οικονομολόγων που διαθέτει, κατάρτισε λίστα με όλα εκείνα τα στοιχεία που προκύπτουν από τους όρους των δανειακών συμβάσεων, αλλά και από τη γενικότερη συμπεριφορά των τραπεζών απέναντι στους δανειολήπτες – πελάτες τους. Με βάση λοιπόν, αυτά τα στοιχεία που αναλύονται παρακάτω, για τη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους δεν είναι απαραίτητο μόνο για το δανειολήπτη να κριθεί φερέγγυος και συνεργάσιμος ή όχι, αλλά και τα πιστωτικά ιδρύματα να έχουν άμεσης ανάγκης χρήσης και εφαρμογής της έννοιας της «συνεργάσιμης τράπεζας».
Το παράδειγμα της μη «συνεργάσιμης» τράπεζας
Το κείμενο Σύμβασης Πίστωσης της «ALPHA BANK A.E» που αποτελεί πρόσθετη πράξη μιας σύμβασης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ευρύτερης πάγιας τακτικής όλων των τραπεζών στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν στις συμβάσεις με τους δανειολήπτες τους πληθώρα παράνομων και καταχρηστικών όρων που δείχνουν πως μόνο διάθεση για σωστή συναλλακτική συμπεριφορά και κάθε άλλο συνεργάσιμες είναι απέναντι στους πολίτες και κάθε άλλο διάθεση εφαρμογής των νόμων και του Δικαίου δεν έχουν. Συγκεκριμένα:
1) Ο οφειλέτης και ο εγγυητής αποδέχονται όλους τους όρους της σύμβασης όπως ακριβώς γράφονται σε αυτή, που αποτελεί ουσιαστικά Σύμβαση Προσχώρησης, παραιτούμενοι από όλα τα νόμιμα δικαιώματα και τις ενστάσεις τους, όπως είναι το δικαίωμα της διζήσεως.
2) Η Τράπεζα επιβάλλει παρανόμως στην οφειλή του δανειολήπτη εκτός από την εισφορά του Ν.128/1975 την οποία προσδιορίζει στο 2% πλέον του ορισμένου τόκου της σύμβασης, ενώ αυτή έχει κριθεί με δικαστική απόφαση ως καταχρηστική και παράνομη, έξοδα τα οποία δεν προσδιορίζει ποια και πόσα είναι, επιτόκιο που δεν ορίζει ποιο είναι παρά μόνο αναφέρει το ακριβές μηνιαίο ποσό των τόκων που πρέπει να καταβληθούν με κάθε δόση κεφαλαίου και υπολογίζει ότι οι καθυστερούμενοι τόκοι θα κεφαλαιοποιούνται ανά εξάμηνο.
3) Το επιτόκιο θα υπολογίζεται με βάση έτος 360 ημερών και όχι 365 ημερών που είναι το νόμιμο όπως ορίζει η Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΕ που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, με κοινή Υπουργική Απόφαση το 2001 και κρίθηκε και από τον Άρειο Πάγο με την 430/2005 απόφαση του, ότι η εφαρμογή επιτοκίου υπολογισμένου με βάση έτος 360 ημερών αποτελεί παράνομο και καταχρηστικό Γενικό Όρο Συναλλαγών.
4) Ο οφειλέτης και ο εγγυητής συμφωνούν χωρίς διαπραγμάτευση ότι σε περίπτωση επιθυμίας της τράπεζας να εγγραφεί προσημείωση σε ακίνητο, αν δεν συνεργασθούν ο οφειλέτης ή ο εγγυητής μέσα σε 40 ημέρες από την πρότασή της, η τράπεζα όχι μόνο δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση αλλά η μη συμφωνία μαζί της αποτελεί τεκμήριο κακής συμπεριφοράς του οφειλέτη/εγγυητή που δημιουργεί πρόβλημα στην τράπεζα.
5) Η τράπεζα δικαιούται όποτε επιθυμεί να αναπροσαρμόζει το ύψος του επιτοκίου με αόριστα κριτήρια, δημιουργώντας σύγχυση και νομική ευθύνη ακόμη και σε ποινικό επίπεδο απέναντι στον δανειολήπτη διότι ο οφειλέτης δεν ξέρει τι ακριβώς πρέπει να πληρώσει.
6) Η τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση σε περίπτωση μη πληρωμής 1 ή 2 δόσεων του δανείου για οποιονδήποτε λόγο κι αν γίνει αυτό και καθίσταται απαιτητό όλο το χρέος.
7) Ο οφειλέτης συναινεί να γίνονται γνωστά τα προσωπικά του δεδομένα σε εισπρακτικές εταιρείες και δικηγόρους για την διεκπεραίωση των εντολών της Τράπεζας.
8) Ο οφειλέτης και ο εγγυητής έχουν πλήρη γνώση των όρων και αποδέχονται ανεπιφύλακτα τα πάντα χωρίς ούτε καν να δικαιούνται να αρνηθούν ή να κάνουν ένσταση σε κάποιον όρο της σύμβασης όσο παράνομος και καταχρηστικός ή αόριστος κι αν είναι.
9) ….«Η μη τήρηση από τον οφειλέτη οποιουδήποτε όρου της σύμβασης οι οποίοι είναι όλοι ουσιώδεις και ιδίως η μη παραίτηση του οφειλέτη από το δικόγραφο και το δικαίωμα της τυχόν ασκηθείσας ανακοπής κατά της τυχόν εκδοθείσας διαταγής πληρωμής ή/και η μη παροχή των ανωτέρω υπό 3 (όρος της σύμβασης) εξασφαλίσεων υπέρ της Τραπέζης για την παρούσα οι οποίες περιγράφονται στο Παράρτημα, αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας της παρούσης».
Εξετάζοντας τα ανωτέρω, προκύπτει σαφέστατα το οξύμωρο σχήμα της μη «συνεργάσιμης» τράπεζας που παραβιάζει πλήθος διατάξεων Αναγκαστικού Δικαίου που προστατεύουν ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα Ιδιωτικού, Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου που επιφέρουν όχι μόνο αστικές αλλά και ποινικές ευθύνες.
Όταν λοιπόν, υπό αυτά τα δεδομένα ο χειμαζόμενος από την κρίση δανειολήπτης κατηγορείται ως μη «συνεργάσιμος» και κινδυνεύει να χάσει και την κύρια κατοικία του, την στιγμή που οι τράπεζες είναι ένοχες για πληθώρα παραβιάσεων Δικαίου και δικαστικών αποφάσεων, αποδεικνύοντας άμεσο δόλο α’ βαθμού για εξαπάτηση των Ελλήνων δανειοληπτών.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, που έχει ενισχυθεί με περισσότερο από 250 δις. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο, θα έπρεπε να αναλάβει την μεγαλύτερη ευθύνη και υπαιτιότητα στην οικονομική εξαθλίωση των πολιτών και την οικονομική κρίση της χώρας αντί να καταδιώκει μέχρις εσχάτων τους οφειλέτες.
Danioliptes.gr
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.