Τα χρήματά τους προνομιακά τα πήρε η «δανείστρια» τράπεζα, στην οποία μπορεί να χρωστούν, παράλληλα, το σπίτι τους οι απλήρωτοι και χωρίς αποζημίωση απόλυσης εργαζόμενοι!
Μία σκληρή ταξική επίθεση εναντίον των πλέον δοκιμαζόμενων τμημάτων του κόσμου της εργασίας, των κακοπληρωμένων-απολυμένων, και υπέρ των τραπεζών… αποτελούν οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Θύματα αποτελούν όσοι λαμβάνουν κάποιους μισθούς ή «έναντι» μισθών από εργοδότες που, όταν τα βρουν σκούρα «πτωχεύουν» και τότε τρέχουν να τα βγάλουν πέρα με ό,τι βγει σε χρήμα από τον πλειστηριασμό της «περιουσίας», των ακινήτων της επιχείρησης.
Τι ισχύει έως τώρα;
Ότι χρήμα εισπραχθεί από πλειστηριασμό, μοιράζεται στους εργαζομένους για τους χρωστούμενους μισθούς και τις αποζημιώσεις απόλυσης, στα (κατεστραμμένα) ασφαλιστικά ταμεία και ύστερα στους λοιπούς «δανειστές».
Τι συμβαίνει με κάποιες «χωμένες» διατάξεις των ριζικών αλλαγών στον Κώδικα.
Πολιτικής Δικονομίας; Απλά, τη μερίδα του λέοντος από το όποιο ποσό βγάλει ο πλειστηριασμός παίρνουν οι τράπεζες!
Είσαι τράπεζα και πήρες το «επιχειρηματικό ρίσκο» να δανείσεις, θα τα μαζέψεις σχεδόν όλα, στην ουσία όλα, ενώ οι εργαζόμενοι, που είχαν το ρίσκο ζωής να εργάζονται για να επιβιώσουν, καταλήγουν και απλήρωτοι και χωρίς αποζημίωση απόλυσης…
Τα χρήματά τους προνομιακά τα πήρε η «δανείστρια» τράπεζα, στην οποία μπορεί να χρωστούν, παράλληλα, το σπίτι τους οι απλήρωτοι και χωρίς αποζημίωση απόλυσης εργαζόμενοι!
Τα ασφαλιστικά ταμεία, που επίσης λαμβάνουν θέση «μείον» στην εκπλήρωση των απαιτήσεών τους, θα εξακολουθούν να ψάχνουν «μαύρες τρύπες», το Δημόσιο το οποίο έρχεται δεύτερο μετά τις τράπεζες θα είναι στην ίδια «μοίρα» με τους εργαζομένους και πάλι δεν θα ικανοποιείται πλήρως!
Τι αλλάζει
Ας δούμε όμως στην «κλασική νομική γλώσσα» και με αντιληπτούς όρους τι υπήρχε ώς τώρα και τι αλλάζει…
Σύμφωνα με την υπό κρίση πρόταση νόμου, στο άρθρο 975 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επιχειρείται μια προσθήκη και μια αφαίρεση. Η προσθήκη έγκειται στην πρόβλεψη ότι στους δικαιούχους του προνομίου αυτού προστίθεται το Δημόσιο για τις απαιτήσεις «από φόρο προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους».
Ενώ εκ πρώτης όψεως, η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση μοιάζει να εντάσσεται σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των κρατικών εσόδων, ο στόχος αυτός τορπιλίζεται από την αφαίρεση της πρόβλεψης ότι «Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής».
Πώς επηρεάζει η απάλειψη της πρόβλεψης περί της ολοσχερούς ικανοποίησης των εργατικών απαιτήσεων αλλά και των υπόλοιπων απαιτήσεων του άρθρου 975 περ. 3 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας; Υπό το ισχύον καθεστώς, πρώτα ικανοποιούνται ολοσχερώς οι εργατικές απαιτήσεις και οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Ο,τι υπολείπεται διανέμεται κατά 2/3 στον ενυπόθηκο δανειστή (δηλαδή κατά βάση σε τραπεζικό ίδρυμα) και κατά 1/3 στο Δημόσιο. Σύμφωνα με τις υπό ψήφιση προτάσεις, η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται πλήρως.
Το 65% του πλειστηριάσματος θα λάβει ένας και μόνο δανειστής, η τράπεζα, και 25% θα μοιραστούν μεταξύ των ενδεχομένως εκατοντάδων εργαζομένων, του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Με άλλα λόγια, σε έναν δανειστή θα αντιστοιχεί το 65% και σε εκατοντάδες άλλους το 25%. Σημειωτέον, ότι η τροποποίηση των ανωτέρω νομικών κειμένων δεν αφορά αποκλειστικά το δίκαιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως μπορεί να υποθέσει κάποιος από τον παραπλανητικό τίτλο του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, αλλά επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά και το Πτωχευτικό Δίκαιο.
Για να φανεί η σπουδαιότητα του ζητήματος χρήσιμο είναι το ακόλουθο παράδειγμα: Όταν έρθει ο πλειστηριασμός Μια ανώνυμη εταιρεία λαμβάνει δάνειο ύψους 1.000.000€ από τράπεζα.
Προς τον σκοπό εξασφάλισης εγγράφεται υποθήκη υπέρ της τράπεζας στο μοναδικό ακίνητο της εταιρείας, εμπορικής αξίας 1.300.000€. Η εταιρεία αδυνατεί να ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στις συμβατικές της υποχρεώσεις.
Παράλληλα, οφείλει στους εργαζομένους της 250.000€, στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης 150.000€, στο Δημόσιο λόγω ληξιπρόθεσμων φόρων 200.000€ και σε λοιπούς μη προνομιούχους δανειστές 350.000€. Λόγω της κρίσης στην αγορά ακινήτων επιτυγχάνεται από τον πλειστηριασμό πλειστηρίασμα ύψους 700.000€.
Υπό το ισχύον καθεστώς: Πρώτα ικανοποιούνται πλήρως οι εργατικές απαιτήσεις και οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Στη συνέχεια ακολουθεί ο χωρισμός του πλειστηριάσματος, το οποίο κατά 2/3 διανέμεται στην ενυπόθηκη δανείστρια τράπεζα και το υπόλοιπο 1/3 στο Δημόσιο. Οι μη προνομιούχοι δανειστές (δηλαδή κατά βάση προμηθευτές της εταιρείας) δεν θα λάβουν απολύτως τίποτα.
Συνακόλουθα: Α) Οι απαιτήσεις των μισθωτών θα εξοφληθούν ολοσχερώς και αυτοί θα λάβουν 250.000.
Β) Οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης θα εξοφληθούν ολοσχερώς και αυτοί θα λάβουν 150.000.
Γ) Η τράπεζα – ενυπόθηκος δανειστής θα λάβει 200.000.
Δ) Το Δημόσιο θα λάβει 100.000.
Σύμφωνα, όμως, με τις προτεινόμενες αλλαγές, το εύρος ικανοποίησης των εργατικών απαιτήσεων, των απαιτήσεων του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης τροποποιείται δραματικά.
Ειδικότερα: Ο χωρισμός του πλειστηριάσματος γίνεται αμέσως και δίχως την προηγούμενη ικανοποίηση των εργατικών απαιτήσεων. Συνεπώς το προϊόν του πλειστηριασμού θα διανεμηθεί ως εξής: Η τράπεζα, η οποία είναι ενυπόθηκος δανειστής, θα λάβει το 65% του πλειστηριάσματος, δηλαδή 455.000. Στους εργαζομένους, το Δημόσιο αλλά και στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης θα μοιραστεί το 25% του πλειστηριάσματος, δηλαδή 175.000.
Μεταξύ τους το ποσό αυτό θα διανεμηθεί σύμμετρα. Οι προμηθευτές της εταιρείας θα δικαιούνται το υπόλοιπο 10%, δηλαδή = 70.000.
Συνακόλουθα: Α) Οι απαιτήσεις των μισθωτών δεν θα εξοφληθούν ολοσχερώς αλλά σύμμετρα δηλαδή: 72.917 (αντί για 250.000). Το ποσό αυτό θα μοιραστεί μεταξύ των, εκατοντάδων ενδεχομένως, εργαζομένων.
Β) Οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης δεν θα εξοφληθούν ολοσχερώς αλλά σύμμετρα δηλαδή: 43.750 (αντί για 150.000).
Γ) Η τράπεζα – ενυπόθηκος δανειστής θα λάβει 455.000 (αντί για 200.000).
Δ) Το Δημόσιο θα λάβει 58.333 (αντί για 100.000). Εντύπωση προκαλεί πως, παρά τον διακηρυγμένο σκοπό «ενίσχυσης» της προστασίας των ταμειακών συμφερόντων του Δημοσίου, αυτό λαμβάνει μικρότερο ποσό από το πλειστηρίασμα.
Ε) Οι προμηθευτές της εταιρείας θα δικαιούνται συνολικά 70.000, τα οποία θα μοιραστούν μεταξύ τους σύμμετρα.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΡΧΟΥΝΤ υπ. διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Χούμπολντ Άξιο απορίας και προβληματισμού
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Ιωάννης Φαρχούντ, υπ. διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Χούμπολντ, ΜΔΕ Αστικού Δικαίου, ΜΔΕ Αστικού Δικονομικού Δικαίου, εξηγεί στην «Εφ. Συν.»: «Είναι σαφές ότι, όπως στο πλαίσιο κάθε επένδυσης, έτσι και στις περιπτώσεις των δανειοδοτών, ο νομοθέτης πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η αφερεγγυότητα του δανειολήπτη αποτελεί “τυπικό” κίνδυνο, εντασσόμενο στη σφαίρα ευθύνης του επενδυτή-δανειοδότη.
Αυτός οφείλει τόσο να ελέγξει τη φερεγγυότητα του συμβαλλομένου του όσο και να “ζυγίσει” τα πιθανά οφέλη εκ της σύμβασης έναντι των κινδύνων. Συνακόλουθα, η έννομη τάξη δεν μπορεί να εγγυηθεί σε αυτόν -όπως και σε κανέναν άλλο επενδυτή- ότι δεν θα ζημιωθεί από την επένδυσή του.
Το εν λόγω ζήτημα δεν είναι, με άλλα λόγια, “τεχνοκρατικό” ή “νομικό” Συνδέεται με ένα κεντρικής σημασίας ερώτημα: Συμβιβάζεται με τις θεμελιώδεις αξιολογήσεις της ημεδαπής έννομης τάξης να προστατεύεται πληρέστερα από τον κίνδυνο αφερεγγυότητας ένας δανειστής (τραπεζικό ίδρυμα), στου οποίου τα καθήκοντα επιμέλειας εντάσσεται ο έλεγχος του κινδύνου αυτού, από έναν μισθωτό, ο οποίος δεν έχει κανένα καθήκον ούτε δυνατότητα- να ελέγξει το ενδεχόμενο αυτό κατά την επιλογή του συμβαλλομένου του; Μάλλον όχι.
Μια τέτοια παραδοχή θα οδηγούσε σε μια ανεπίτρεπτη αξιολογική αντινομία, θα οδηγούσε στην πληρέστερη προστασία ενός “επενδυτή”, του οποίου η επένδυση δεν επέφερε τα αναμενόμενα από αυτόν αποτελέσματα, από έναν εργαζόμενο, του οποίου η απαίτηση είναι ζωτική για την επιβίωσή του.
Σε κάθε περίπτωση, άξιο απορίας και προβληματισμού είναι πώς για ένα τόσο κεντρικό ζήτημα δίκαιο ηθικής υφής δεν κρίθηκε σκόπιμο να συμπεριληφθεί ούτε μια λέξη στην αιτιολογική έκθεση του νόμου.
Προφανώς 46 σελίδες κειμένου δεν κρίθηκαν επαρκείς για να δικαιολογήσουν αναφορά σε τόσο επουσιώδεις πτυχές του ζητήματος».
Της Μαρίας Δημα από Εφ. Συν
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.