Η κρίση στην Ελλάδα, πριν περάσει στην πραγματική οικονομία, εκδηλώθηκε ως κρίση «δημόσιου χρέους» και κρίση «βιωσιμότητας» των τραπεζών.

 

Για τη διάσωση των τελευταίων εφαρμόστηκαν αλλεπάλληλα πακέτα στήριξης, είτε με τη μορφή εγγυήσεων ρευστότητας, είτε με παροχή «ζεστού» χρήματος, καθώς και «συγκεντροποίηση» εργασιών και κεφαλαίου.

• Εκατόμβες θυσιών για διάσωση τραπεζών.

Συνοπτικά, τα μέτρα διάσωσης των τραπεζών ήταν: 1, πακέτο Αλογοσκούφη 28 δισ. (4 δισ. μετρητά με αντάλλαγμα προνομιούχες μετοχές χωρίς ποτέ να καταβληθούν στο Δημόσιο οι προβλεπόμενοι τόκοι).

2, πακέτα εγγύησης ρευστότητας 210 δισ. από το Δημόσιο το διάστημα 2010-12.

3, δανεισμός Δημοσίου από την τρόικα και κεφαλαιακή ενίσχυση με 40,2 δισ. σε μετρητά. Άμεσα 25,5 δισ. στις «συστημικές» (Εθνική, Πειραιώς, Alpha, Eurobank) και έμμεσα 14,7 δισ. για την κάλυψη ανοιγμάτων ΑΤΕ, Τ.Τ., PROTON κ.ά. Τα υπόλοιπα 11,5 δισ. βρίσκονται στο ΤΧΣ (ουσιαστικά του Δημοσίου). Μετά την «ανακεφαλαιοποίηση» το μερίδιο του ΤΧΣ ανήλθε στην Εθνική σε 84,6%, στην Alpha σε 83,7%, στην Πειραιώς σε 80,9% και στη Eurobank σε 93,8%.

Στον βωμό της στήριξης των 4 τραπεζών θυσιάστηκαν με χαμηλό τίμημα κρατικές τράπεζες (ΑΤΕ στην Πειραιώς και Τ.Τ. στη Eurobank). Με τη δημιουργία πολύ μεγάλων ομίλων το 96% των τραπεζικών εργασιών πέρασε στον έλεγχο 4 «συστημικών» τραπεζών, ενώ το συνολικό ενεργητικό (346 δισ.) είναι 1,9 φορές μεγαλύτερο από το ύψος του ΑΕΠ (182 δια το 2013).

 

Η μεγάλη συγκέντρωση εργασιών αύξησε τα κέρδη, ενώ είχε αρνητικές συνέπειες στους εργαζομένους (περικοπές μισθών, μείωση υποκαταστημάτων, μείωση προσωπικού, αύξηση ωραρίου εργασίας κ.ά.).
 

Παρά την ανακεφαλαιοποίηση, οι 4 τράπεζες λόγω των «κόκκινων» δανείων, ύψους 77 δισ. €, έχουν ανάγκη πρόσθετων κεφαλαίων.

 

Ως γνωστόν, την άνοιξη του 2014 προχώρησαν σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ), με αποκλεισμό συμμετοχής του ΤΧΣ, διαθέτοντας τις μετοχές σε χαμηλή τιμή σε σχέση με την αρχική τιμή κτήσης από το ΤΧΣ.

 

Αποτέλεσμα, το μερίδιο του Δημοσίου (ΤΧΣ) μειώθηκε στην Εθνική από 84,6% στο 57,2%, στην Alpha από 83,7% σε 66,3%, στην Πειραιώς από 80,9% σε 66,9% και στη Eurobank από 93,4% σε 35,4% (η τελευταία ελέγχεται πλέον από ξένα funds)! Εκτός από την απώλεια του ελέγχου της Eurobank, αποτελεί σκάνδαλο και η πώληση μετοχών σε πολύ χαμηλή τιμή (Εθνικής από 4,2 € σε 2,2 € και Eurobank από 1,3 σε 0,3 €), με αποτέλεσμα το Δημόσιο να χάσει (μέσω ΤΧΣ) γύρω στα 3,54 δισ.

 

 

Ένα νέο σκάνδαλο, με στόχο την ενίσχυση των κεφαλαίων εν όψει stress tests, ήταν ο «αναβαλλόμενος φόρος» (απαλλαγή φορολογίας σε βάθος 20ετίας) με απώλεια εσόδων για το Δημόσιο 3 δισ. και μακροπρόθεσμα 10-13 δισ.!

 

• Σενάρια ιδιωτικοποίησης και ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία.

Η ανάγκη νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών με 5-6 δισ. συνδέεται με σχέδια ιδιωτικοποίησης τύπου Eurobank, καθώς και συρρίκνωσης δικτύων και μείωσης προσωπικού περί τα 20.000 άτομα. Η προσπάθεια κάλυψης της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου όχι από το «μαξιλαράκι» των 11,5 δισ. του ΤΧΣ αλλά από Έλληνες ή ξένους ιδιώτες, σημαίνει μείωση του μεριδίου του, ίσως και κάτω του 33%. Ήδη από τα 40,5 δισ. που έδωσε το ΤΧΣ για τη «διάσωσή» τους, η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών δεν ξεπερνάει σήμερα τα 18-20 δισ.!

 

 

Από την άλλη, η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία κάνει στενότερο τον έλεγχο στις επιλογές των τραπεζών. Παρ’ ότι ίδια εποπτεία επιβάλλεται σε 130 μεγάλες τράπεζες της Ε.Ε., παραμένουν εκτός ελέγχου 3.200 μικρότερες, ενώ στην Ελλάδα μόνο μία, η Αττικής.

 

Από την άλλη, η εποπτεία από την ΕΚΤ δεν εξασφαλίζει παροχή χαμηλότοκης ρευστότητας, ενώ ο έλεγχος της συναλλαγματικής πολιτικής κάνει ασφυκτικότερη τη νομισματική εποπτεία. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις αυστηρές δεσμεύσεις του Δημοσιονομικού Συμφώνου, εξαμήνων συντονισμού κ.ά., στενεύουν πάρα πολύ την προώθηση εθνικών αναπτυξιακών και κοινωνικών στόχων.

• Δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικός έλεγχος.

Ο ιδιοκτησιακός έλεγχος των τραπεζών από το Δημόσιο είναι αναγκαίος, όχι μόνο λόγω της «διάσωσης» με δημόσιο χρήμα, αλλά και για τη διασφάλιση των λαϊκών αποταμιεύσεων (160 δισ.) και την παροχή ρευστότητας με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια. Η δημιουργία τραπεζών «ειδικού σκοπού» (αναπτυξιακής, στεγαστικής, ΜΜΕ κ.ά.) έπεται της επιλογής εθνικοποίησης-κοινωνικοποίησης, στα πλαίσια του γενικότερου σχεδίου «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων πρέπει να γίνει με λογική «Σεισάχθειας» (διασφάλιση πρώτης κατοικίας, διαγραφή δανείων σε οφειλέτες με χαμηλό εισόδημα και ιδιοκτησία, μερικό «κούρεμα» και ευνοϊκή ρύθμιση για ΜΜΕ), αποτρέποντας χαριστικές ρυθμίσεις σε μεγάλες εταιρείες.

Το κόστος ρύθμισης των «κόκκινων» δανείων να καλυφθεί από τα 11,5 δισ. του ΤΧΣ, το ειδικό αποθεματικό και από κέρδη τραπεζών. Η δημιουργία ειδικής υπηρεσίας ή φορέα εποπτείας ρύθμισης «κόκκινων» δανείων δεν υποκαθιστά αλλά κάνει αναγκαίο τον δημόσιο έλεγχο των τραπεζών και μόνο έτσι έχει λόγο ύπαρξης.

Η προοπτική ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας από την Αριστερά, εκτός από τα άμεσα μέτρα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, επιβάλλει τη λήψη τριών μέτρων. Πρώτον, ανατροπή λιτότητας (Μνημονίου), δεύτερον, διαγραφή μεγαλύτερου μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης και, τρίτον, δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικός έλεγχος τραπεζών για προώθηση του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης και αναγέννησης της χώρας και για ένα ελπιδοφόρο μέλλον της νέας γενιάς.
 

“Διδάκτωρ Οικονομικών”

 

Του Γιάννη Τόλιου από efsyn

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.