Δύο ερωτήματα κυριαρχούν τις τελευταίες ημέρες στον ξένο Τύπο.

 

Ποιος θα υποχωρήσει πρώτος, η νέα ελληνική κυβέρνηση ή οι διεθνείς πιστωτές; Και τι θα συμβεί εάν τελικά δεν επέλθει συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους;

 

«Είναι απλό. Θα τους αφήσουμε να φύγουν» απαντά στο BBC ο Μίχαελ Φούκς, εκ των κορυφαίων στελεχών των Χριστιανοδημοκρατών της Αγκελα Μέρκελ.

 

Ο Φούκς εκφράζει το «λαϊκό αίσθημα», όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από τα ρεπορτάζ των γερμανικών Μέσων για τους «τεμπέληδες» Έλληνες, που «δεν μπορούν να βάλουν τα του οίκου τους σε τάξη» και τις προειδοποιήσεις «έγκριτων» οικονομολόγων για την πραγματική ζημιά που προκαλεί η χώρα μας στην Ευρωζώνη και τους «ηθικούς κινδύνους» που ελλοχεύουν σε περίπτωση που τύχουμε ειδικής μεταχείρισης.

 

Η στάση αυτή δεν εκπλήσσει. Το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι Γερμανοί πολιτικοί (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους Έλληνες πολιτικούς) είναι πρωτίστως οι ψηφοφόροι τους.

 

Και το κοινό αυτό (όπως συμβαίνει συχνά και με το ελληνικό) είναι ευάλωτο στην υιοθέτηση στερεοτύπων που αφορούν τα «κακώς κείμενα» των… άλλων.

 

Το Βερολίνο, όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι τα στερεότυπα δεν λένε την αλήθεια, γι’ αυτό και η Αγκελα Μέρκελ τόνισε προ ημερών πως θέλει η Ελλάδα «να παραμείνει μέρος της ευρωπαϊκής Ιστορίας».

 

Σε καμία περίπτωση, άλλωστε, δεν θα ήθελε η ίδια να μείνει στην ιστορία ως η καγκελάριος που πρωταγωνίστησε στη διάσπαση της Ευρωζώνης.

 

Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ υπολογίζεται ότι θα στοίχιζε στη Γερμανία, η οποία πράγματι έχει βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη συνολικά για τη στήριξη της Ευρωζώνης, περί τα 60 δισ. ευρώ.

 

Αυτό είναι το «ονομαστικό» κόστος, βάσει των ποσών που έχει διαθέσει το Βερολίνο στα ελληνικά προγράμματα βοήθειας. Το πραγματικό θα ήταν πολύ υψηλότερο. Και τούτο γιατί εάν γίνει η αρχή με μία χώρα, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξει και συνέχεια, η οποία θα οδηγήσει στη διάλυση της νομισματικής ένωσης.

 

Μιας ένωσης που, παρά τις σοβαρές ελλείψεις της (ή και εξαιτίας αυτών), έχει ωφελήσει τα μέγιστα τη Γερμανία.

Η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου επέτρεψε στα γερμανικά προϊόντα να βρουν πολύ γρήγορα τη θέση τους στο «καλάθι» των νοικοκυριών της Ευρώπης.

 

Στο Νότο δε, και ειδικά στην Ελλάδα, δείξαμε μια προτίμηση στα πιο ακριβά εξ αυτών.

 

Οι γερμανικές εξαγωγές προς τα υπόλοιπα μέλη του ευρώ έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 1999 και η χώρα διατηρεί σταθερά εμπορικά πλεονάσματα έναντι των εταίρων της.

 

Και εδώ το όφελος από το ευρώ είναι διπλό. Γιατί μία χώρα με πλεονάσματα θα έβλεπε λογικά το μάρκο να ανατιμάται – πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεών της.

 

Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι «η Γερμανία μάς οφείλει, δεν της οφείλουμε». Σημαίνουν απλώς ότι όλοι έχουν συμφέρον από έναν συμβιβασμό.

 

Νατάσα Στασινού  από naftemporiki

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.