Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παίρνει αυτό που ζητάει από τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Δεν φαίνεται ωστόσο ότι αυτό θα συμβεί, αλλά ας υποθέσουμε ότι ο Τσίπρας παραδίνεται. Για πόσο καιρό, αναρωτιέμαι, θα μοιάζει αυτό με νίκη;

 

Ο Τσίπρας έχει συμφωνήσει στους νέους, λιγότερο απαιτητικούς στόχους της ΕΕ για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας στα επόμενα χρόνια. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι τα μέτρα με τα οποία συνήθως γινόταν ευκταίοι αυτοί οι στόχοι, δεν είναι αρκετά.

 

Αντί να αυξήσει τον ΦΠΑ και/ή να τον εισπράξει από ένα ευρύτερο φάσμα αγαθών, ο Τσίπρας δηλώνει ότι θα επιτεθεί στη φοροδιαφυγή και την απάτη. Αυτό δεν θα φέρει αρκετά λεφτά, λέει η Ευρώπη. Η ΕΕ θέλει περισσότερες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις επίσης, τις οποίες ο Τσίπρας αρνείται να εξετάσει. Για κάποιον λόγο, η Ευρώπη έχει επίσης επιμείνει σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Αυτές αναμφισβήτητα θα ήταν επιθυμητές αλλά είναι απίθανο να δημιουργήσουν περαιτέρω ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και ως εκ τούτου δεν έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις στο σχετικό χρονοδιάγραμμα.

 

Οι αριθμοί του Τσίπρα δεν βγαίνουν, δηλώνει η Ευρώπη: δεν είναι αξιόπιστοι.

 

Ας υποθέσουμε, όπως είπα, ότι συμφώνησε να αυξήσει τον ΦΠΑ και να μειώσει τις δαπάνες για τις συντάξεις. Πόσο αξιόπιστο θα ήταν αυτό; Υπάρχουν αρκετές πιθανότητες ότι αυτό θα ήταν η τελευταία του ενέργεια ως πρωθυπουργός. Θα αθετούσε προεκλογικές του υποσχέσεις και, εκτός από αυτό, θα εξόργιζε την πτέρυγα εντός του κόμματός του που νομίζει ότι ήδη έχουν παραχωρήσει αρκετά. Καλύτερα έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς. Ωστόσο εάν φύγει ο Τσίπρας, η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα ήταν πιο εύπλαστη, περισσότερο διατεθειμένη να διατηρήσει το νέο ποσοστό του ΦΠΑ ή θα επέμενε με νέο γύρο περικοπών συντάξεων; Δεν βλέπω λόγο να το σκεφτώ αυτό.

 

Εν ολίγοις, εάν ο Τσίπρας συνθηκολογούσε και έδινε στην ΕΕ ό,τι θέλει, ούτε αυτό θα ήταν αξιόπιστο.

 

Ας συνεχίσουμε αυτό το “η Ευρώπη κερδίζει” πείραμα σκέψης, να το πάμε ένα βήμα παρακάτω. Ας υποθέσουμε ότι ο Τσίπρας συνθηκολόγησε, και ότι είναι σε θέση με κάποιον τρόπο να παραμείνει στην εξουσία αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να τηρήσει τις υποσχέσεις του ή ότι η κυβέρνηση που τον διαδέχεται ήταν αξιόπιστα συντηρητική στη δημοσιονομική πολιτική. Θα ήταν αυτό αρκετό για να βάλει τα ελληνικά δημοσιονομικά στην πορεία προς την βιωσιμότητα; Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ίσως θυμάστε, είναι ο κύριος στόχος της Ευρώπης σε όλο αυτό.

 

Η απάντηση είναι όχι, δεν θα ήταν. Και αρχή μου εδώ είναι το ΔΝΤ, έναν από τους κύριους πιστωτές της Ελλάδας και εταίρος της Κομισιόν και της ΑΕΚΤ στην κάποτε τρόικα.

 

Ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, Olivier Blanchard, δημοσίευσε ένα άρθρο την Κυριακή το οποίο ανέφερε ότι για να πετύχουν βιωσιμότητα οι νέοι δημοσιονομικοί στόχοι, θα χρειαστεί επίσης σημαντική νέα χρηματοδότηση και ελάφρυνση χρέους. Αλλά η Ευρώπη δεν θα συζητήσει ελάφρυνση χρέους μέχρι η Ελλάδα να βάλει τα δημοσιονομικά της σε μια βιώσιμη βάση.

 

Το ΔΝΤ δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βάλει τα οικονομικά της σε μια βιώσιμη βάση χωρίς περισσότερη ελάφρυνση χρέους. Η Ευρώπη λέει ότι πρέπει να γίνει. Αυτή είναι η συμφωνημένη θέση των πιστωτών. Σαφές;

 

Ο Τσίπρας είναι ασφαλώς εξοργιστικός. Ο πρόσφατος ισχυρισμός του ότι η Ευρώπη “λεηλατεί” την χώρα του, είναι αξιοσημείωτος ακόμη και για τα δικά του δεδομένα. (από την αρχή της κρίσης, η Ευρώπη έχει βάλει πολύ περισσότερα κεφάλαια στην Ελλάδα από ό,τι έχει βγάλει). Αλλά η ισχυρογνωμοσύνη και οι προκλήσεις του Τσίπρα και της ομάδας του, είναι μια φθηνή δικαιολογία για μια ευρωπαϊκή πολιτική που είναι, από μόνη της, χωρίς νόημα.

 

Αυτό που ζητάει η Ευρώπη από την Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να δεσμευτεί αξιόπιστα να κάνει το πολιτικά αδύνατο. Και σύμφωνα με το ΔΝΤ, ακόμη και εάν μπορούσε να γίνει, δεν θα λειτουργούσε. Πέρα από αυτό, η θέση της Ευρώπης είναι απολύτως λογική.

 

Του Olive Crook από Capital

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.