Η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος από τον Πρωθυπουργό τα ξημερώματα του Σαββάτου, εκτός από αιφνιδιασμό προκάλεσε γρήγορα και πλήθος εξελίξεων σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο με αποκορύφωμα τις αποκαρδιωτικές εικόνες με τις κλειστές τράπεζες και τις ουρές στα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης. Ήδη, οι οικονομικές συνέπειες της απόφασης είναι καταιγιστικές ενώ η Ελλάδα απομονώνεται σε διεθνές επίπεδο.

 

Το διακύβευμα του δημοψηφίσματος λαμβάνει ιστορικές διαστάσεις. Χωρίς επικαλύμματα και παραπλανητικά λόγια συνδέεται ευθέως με το μέλλον της παραμονής της χώρας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπροστά λοιπόν σε μια τόσο καθοριστική στιγμή, η ελάχιστη υποχρέωση που κάθε κυβέρνηση έχει, είναι να διοργανώσει και να διεξάγει την κορυφαία αυτή διαδικασία με πολύ προσοχή, τηρώντας το Σύνταγμα, τους νόμους και τους τύπους και βεβαίως σεβόμενη εν γένει την βαθύτατη δημοκρατική της υπόσταση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει για τους εξής λόγους:

 

Tο άρθρο 44 του Συντάγματος ορίζει με σαφήνεια: «Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά». Το ερώτημα, όμως που διατυπώνεται στο δημοψήφισμα είναι σαφέστατα δημοσιονομικό. Δηλαδή, την ώρα που το πραγματικό διακύβευμα είναι η παραμονή ή όχι της Ελλάδας στο ευρώ και την Ε.Ε. επιλέγεται ένα θολό και παραπλανητικό ερώτημα το οποίο είναι στα όρια της συνταγματικότητας και σίγουρα αποτελεί μια απαράδεκτη μεθόδευση.

 

Το ερώτημα αυτό καθ΄αυτό που τίθεται στο δημοψήφισμα είναι άνευ αντικειμένου. Οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν για κάτι που δεν υπάρχει πια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αφού οι θεσμοί απέσυραν την υπό ψήφιση πρόταση, έχουν υποβάλει μεταγενέστερη και στο μεταξύ η κυβέρνηση έχει υποβάλει επισήμως δύο επιπλέον προτάσεις.

 

Το ερώτημα ενός δημοψηφίσματος πρέπει να είναι σαφές και ευνόητο. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με ένα τεχνικό κατά βάση κείμενο, δυσνόητο και με εναλλαγές ελληνικού και αγγλικού κειμένου. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως οι πολίτες μπορούν να κατανοήσουν τεχνικούς όρους ή ακόμη και το κείμενο στην αγγλική ώστε να βγάλουν άκρη και να εκφράσουν συνειδητοποιημένα τη βούλησή τους.

 

Η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει πεπατημένη στη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Όπως προκύπτει όμως από παραδείγματα δημοκρατιών και ευνομούμενων κοινωνιών του υπόλοιπου κόσμου, θα πρέπει να υπάρχουν δύο διαφορετικά ψηφοδέλτια για το ΝΑΙ και το ΟΧΙ. Όμως, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που εκδόθηκε από την κυβέρνηση δεν περιέχει καμία σχετική πρόβλεψη ως όφειλε.

 

Στις απαντήσεις του δημοψηφίσματος τηρείται αλφαβητική σειρά. Αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία η επιλογή «ΟΧΙ» να προηγείται εκείνης του «ΝΑΙ». Μάλιστα για να δικαιολογηθεί η σκόπιμη – και είναι πια σαφές αυτό – αντιστροφή της σειράς, προστέθηκε η φράση «Δεν εγκρίνεται» μπροστά από την επιλογή «ΟΧΙ» και «Εγκρίνεται» μπροστά από την επιλογή «ΝΑΙ».

 

Tη σχετική νομική πράξη που προβλέπει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ορίζεται πως οι δικαστικοί αντιπρόσωποι και οι εφορευτικές επιτροπές θα είναι οι ίδιες με την εκλογική διαδικασία των περασμένων εθνικών εκλογών. Πρόκειται για μια πρόχειρη πρόβλεψη που αδυνατεί να λάβει υπόψη τις αντικειμενικές ή πρακτικές μεταβολές που πιθανόν έχουν επέλθει σε αυτούς τους ανθρώπους για να παραστούν στη διαδικασία.
 

Πρόκειται για μια ύψιστη δημοκρατική διαδικασία, η οποία τυπικά και σημειολογικά θα πρέπει να γίνεται σεβαστή. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι συνέβη, όταν ο  Πρωθυπουργός ανακοινώνει τη διεξαγωγή της στη μία μετά τα μεσάνυχτα και με χρονικό ορίζοντα μόλις οκτώ ημερών.
 

Οι αναδιπλώσεις και οι παλινδρομήσεις κυβερνητικών στελεχών, με χαρακτηριστικότερες εκείνες του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης, για το αν τελικά θα πραγματοποιηθεί ή όχι το δημοψήφισμα εγείρουν νομικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα. Για παράδειγμα, εάν μια κυβέρνηση έχει ανακοινώσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και στην πορεία διαπιστώνει πως οι πολίτες πιθανότατα θα αποφασίσουν διαφορετικά από αυτό που επιθυμεί η ίδια, τότε άραγε νομιμοποιείται να αναστείλει τη διεξαγωγή του;
 

Οι παραπάνω λόγοι, στους οποίους άλλωστε συνηγορεί και η απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει η απαραίτητη, συνταγματική, νομική και τυπική βάση για το συγκεκριμένο δημοψήφισμα. Αντίθετα μάλλον, ο τρόπος που επιλέχθηκε, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και οι προβλέψεις που υφίστανται τείνουν να ευτελίσουν μια σπουδαία στιγμή του πολιτεύματος και μάλιστα μπροστά στα μάτια διεθνών παρατηρητών που θα παραβρεθούν σε αυτή.

 

Χρίστος Δήμας  από Καθημερινή 

*Ο Χρίστος Δήμας είναι βουλευτής Κορινθίας Ν.Δ. και διδάκτωρ ευρωπαϊκής πολιτικής οικονομίας

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.