Πολύ… ψαχνό έχει η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος, που δημοσιεύθηκε στις 26.6.15. Μια προσεκτική μελέτη σε βάθος, μάλιστα, επιβεβαιώνει όλα όσα εδώ και χρόνια άλλοι ήξεραν κι άλλοι υποψιάζονταν στην Ελλάδα, όπως και στο εξωτερικό, αφού το καμπανάκι έχουν κρούσει δεκάδες ξένοι οικονομολόγοι.

 
Το βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης του ΔΝΤ είναι, ως γνωστόν, ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Υπάρχουν, όμως, κι άλλες παράμετροι – βόμβες στην 24σελιδη λεπτομερέστατη έκθεση του Ταμείου. Και οι διαπιστώσεις πλήττουν την έτσι κι αλλιώς φτωχή και μονότονη επιχειρηματολογία του Βερολίνου περί βιωσιμότητας του χρέους. 
 

Στην έκθεση του Μαΐου 2014 το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έμπαινε ξανά σε ένα μονοπάτι προς τη βιωσιμότητα, αν και παρέμενε ιδιαίτερα ευάλωτο στα σοκ. Ωστόσο:
 

«Σημαντικές αλλαγές έκτοτε στις πολιτικές της Ελλάδας, όπως χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και αδύναμη μεταρρυθμιστική προσπάθεια για ανάπτυξη και ιδιωτικοποιήσεις, δημιουργούν νέες χρηματοδοτικές ανάγκες. Προστιθέμενες στο ήδη πολύ υψηλό υπάρχον χρέος, αυτές οι ανάγκες καθιστούν τις δυναμικές του χρέους μη βιώσιμες. Για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, οι πολιτικές της Ελλάδας πρέπει να επιστρέψουν σε ορθή πορεία, αλλά, επίσης, και οι λήξεις των υπαρχόντων ευρωπαϊκών δανείων θα πρέπει να επεκταθούν σημαντικά».
 

Το Ταμείο, δηλαδή, δείχνει καθαρά τον δρόμο για επιμήκυνση και προσθέτει, βάζοντας στο παιχνίδι και το κούρεμα: «Περαιτέρω ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα πρέπει να δοθεί με παρόμοιους ευνοϊκούς όρους. Αν, πάντως, το πακέτο των μεταρρυθμίσεων από ελληνικής πλευράς αποδυναμωθεί κι άλλο μέσω λιγότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ακόμη χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, θα καταστεί απαραίτητο κούρεμα στο χρέος».
 
 

Ευάλωτες
 

Στην τελευταία – πέμπτη – επιθεώρηση του Μαΐου 2014 οι δυναμικές του ελληνικού χρέους θεωρούντο βιώσιμες, αλλά ευάλωτες. Η αναλογία υπολογιζόταν να πέσει από 175% του ΑΕΠ το 2017, στο 128% το 2020 και στο 117% το 2022. Με δεδομένο, βέβαια, ότι θα υπήρχαν σταθερά ώς τότε πλεονάσματα της τάξης του 4% ετησίως και έγκυρες εφαρμογές μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
 

Αν το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως είχε συμφωνηθεί, δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ελάφρυνση χρέους, σύμφωνα με το πλαίσιο του Νοεμβρίου 2012. Με δεδομένα και τα χαμηλότερα επιτόκια, εφόσον οι βασικοί στόχοι του προγράμματος παρέμεναν επιτεύξιμοι, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα μειωνόταν κι άλλο και θα διαμορφωνόταν σε 116,5% το 2020 και 104,4% το 2022. 
 

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά με αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών της, που υπολογίζονται στην έκθεση του Ταμείου σε περίπου 50 δισ. ευρώ από τον Οκτώβριο 2015 έως το 2018. Οι απαιτήσεις σε νέο ευρωπαϊκό χρήμα θα είναι τουλάχιστον 36 δισ. ευρώ στη διάρκεια της τριετίας: «Μόνο από το χαμήλωμα των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα σε 1% το 2015, 2% το 2016, 3% το 2017 και 3,5% το 2018 οι περαιτέρω ανάγκες θα είναι 13 δισ.».
 

Στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων το πρόγραμμα υπολόγιζε 23 δισ. για την περίοδο 2014-22, αν και στην αναθεώρηση του Ιουλίου 2011 προβλέπονταν 50 δισ. έσοδα μόνο έως τα τέλη του 2015. Τα πραγματικά έσοδα, όμως, ήταν 3,2 δισ., δηλαδή 94% κάτω του στόχου: «Καμιά από τις υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηρόδρομοι) που βρίσκονται στο πορτφόλιο των ιδιωτικοποιήσεων που απομένει να γίνουν δεν έχει πωληθεί. Στην πέμπτη αναθεώρηση το ποσό είχε επανεκτιμηθεί προς τα κάτω στα 23 δισ. Στον έναν χρόνο που πέρασε, τα μόνα έσοδα ήταν μόλις 400 εκατ. κι από αυτά τα τρία τέταρτα προήλθαν από πλειστηριασμό συχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας».
 

Με τα νέα δεδομένα, οι υπολογισμοί διαμορφώνονται στα περίπου 500 εκατομμύρια για την επόμενη τριετία. Αυτή η εκτίμηση γίνεται με βάση τα αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων ώς τώρα και τις μελλοντικές προοπτικές. Αυτό από μόνο του ανεβάζει, σύμφωνα με το ΔΝΤ, κατά 9 δισ. τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση.
 

Σε αντίθεση
 

Οι υπολογισμοί του Ταμείου για την ανάπτυξη βασίζονται στην πλήρη και αποφασιστική εφαρμογή των δομικών μεταρρυθμίσεων. Μόνο έτσι η ανάπτυξη ανεβαίνει στο 2%. Τέτοιας τάξης άνοδος, όμως, έρχεται σε αντίθεση με την πραγματική διαχρονική απόδοση της Ελλάδας. Από το 1981 που η χώρα μας μπήκε στην Ε.Ε., η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ ήταν κατά μ.ό. 0,9% τον χρόνο. Το ΔΝΤ αναρωτιέται «πώς θα μπορέσει να διατηρηθεί σταθερός ο ρυθμός ανάπτυξης του 2%;».
 

Όσον αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες από εδώ και πέρα, για την τριετία Οκτώβριος 2015 – Δεκέμβριος 2018 υπολογίζονται σε 52 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα δύο τρίτα θα συνεισφέρουν οι εταίροι της Ελλάδας στην ευρωζώνη:
 

«Υποθέτοντας ότι θα υπάρξει επίσημη ευνοϊκή χρηματοδότηση μέχρι και τα τέλη του 2018, η αναλογία χρέους υπολογίζεται στο 150% επί του ΑΕΠ το 2020 και στο 140% το 2022. Με αυτά τα δεδομένα, ένα κούρεμα της τάξης άνω του 30% θα χρειαζόταν για να καλυφθούν τα στάνταρ των στόχων για το χρέος όπως ορίστηκαν στο πλαίσιο του Νοεμβρίου 2012».
 

Όμως, το ΔΝΤ κάνει λόγο και για περαιτέρω υποχωρήσεις: «Αν οι στόχοι για ανάπτυξη και πρωτογενή πλεονάσματα χαμηλώσουν, σύμφωνα με το νέο πακέτο πολιτικής της Ελλάδας, η εξυπηρέτηση του χρέους θα καταστεί δυσκολότερη και η αναλογία θα ανέβει σε μη βιώσιμα επίπεδα. Με δεδομένες όλες αυτές τις πολύ ευάλωτες δυναμικές του χρέους, περαιτέρω παραχωρήσεις κρίνονται απαραίτητες».
 

Ως ενδεικτικό παράδειγμα το ΔΝΤ αναφέρει μια επιλογή για τα ήδη υπάρχοντα δάνεια από την Ε.Ε. Το Ταμείο ζητάει να παραταθεί η περίοδος χάριτος στα 20 χρόνια και η πληρωμή χρεολυσίων στα 40 χρόνια. Με αυτό το σενάριο, δεν θα ήταν επιτεύξιμοι οι στόχοι του Νοεμβρίου 2012 για την αναλογία χρέους / ΑΕΠ, όμως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα ήταν μειωμένες κατά μ.ό. 10% του ΑΕΠ για την περίοδο 2015-2045, επίπεδο που αποτελούσε τον στόχο της τελευταίας αναθεώρησης.
 

Είναι ολοφάνερο ότι οι περισσότερες από τις επισημάνσεις του ΔΝΤ μπήγουν «καρφιά» ακριβώς στην καρδιά της οικονομικής πολιτικής Μέρκελ – Σόιμπλε, που εφαρμόζεται για την περίπτωση της Ελλάδας. 

 

Γράφει ο Βασίλης Γαλούπης από Το Ποντίκι

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.