Ακουγα προ ημερών νεαρό αγροτοσυνδικαλιστή να απειλεί, από την τηλεόραση, θεούς και δαίμονες, στην περίπτωση που στο τρίτο μνημόνιο θιγεί ο «κλάδος του». Οι απειλές δεν αφορούσαν τη μείωση ή τη διακοπή της αγροτικής παραγωγής. Αναφερόταν ευθέως στην «κάθοδο των τρακτέρ», το κλείσιμο των εθνικών οδών και την παράλυση της χώρας.
Εύλογα ρωτήθηκε από τον παρουσιαστή δύο πράγματα: Πρώτον, γιατί να εξαιρεθούν οι αγρότες από τα νέα μέτρα, τα οποία για πολλοστή φορά πλήττουν όλους τους Ελληνες και πιο καίρια τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Και, δεύτερον, αν θεωρεί θεμιτό, με την κάθοδο των τρακτέρ, να πλήττονται, εκτός της οικονομίας, και δεκάδες άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι, οι οποίοι δεν διαθέτουν το «υπερόπλο» των γεωργικών μηχανημάτων. Η απάντηση του νεαρού ήταν: «Οσοι θίγονται ας ενωθούν μ’ εμάς που έχουμε τα τρακτέρ». Ομως το χυδαίο θράσος του αγροτοσυνδικαλιστή δεν ήταν αυθύπαρκτο.
Την ίδια ώρα που όλοι οι Ελληνες οδηγούνται στο σφαγείο των νέων περικοπών, κυβέρνηση και σύσσωμη η αντιπολίτευση εντοπίζουν τον διαπραγματευτικό αγώνα στην περιφρούρηση των αγροτικών κεκτημένων. Ο γεωργικός τομέας, όμως, απέχει πολύ από του να αποτελεί πυλώνα της οικονομίας, όπως π.χ. ο τουρισμός, ο οποίος απώλεσε, εν μια διαπραγματευτική νυκτί και μέσω ΦΠΑ, κάθε ανταγωνιστικότητα.
Ωστόσο ο αγροτικός πληθυσμός αποτελεί διαχρονικά στόχο κομματικής εκμετάλλευσης. Στόχος συγκεκριμένος, όσο ασταθής και ευμετάβολος, ο οποίος, όμως, για τον λόγο αυτόν καθιστά και την προσπάθεια προσεταιρισμού του από τα κόμματα ολοένα και πιο ενδοτική στις αξιώσεις του. Αλλωστε και ο ανταγωνισμός των κομμάτων, για την εξασφάλιση της «αγροτικής ψήφου», είναι εξίσου έντονος και αλόγιστα παραχωρητικός. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περασμένης 35ετίας, οι αγρότες υπήρξαν τα αγαπημένα (και κακομαθημένα) παιδιά των πολιτικών μας κομμάτων, με προεξάρχον το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ.
Τα τεράστια κοινοτικά κονδύλια και οι επιδοτήσεις καταληστεύτηκαν από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που φύτρωναν σαν μανιτάρια. Η επαρχία γέμισε με υπεράριθμα αγροτικά μηχανήματα, τα οποία αγοράζονταν, περισσότερο ως μέσο κοινωνικής επίδειξης, παρά για αγροτική χρήση. Το ίδιο συνέβη και με την αχαλίνωτη αγορά δεκάδων χιλιάδων πολυτελών και πανάκριβων αυτοκινήτων. Τα χωριά μας γέμισαν από κακόφημα μπαρ, με χιλιάδες εισαγόμενες, εξ ανατολών, καλλονές, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε και κοινωνικό ζήτημα, με το ξεσάλωμα των ντόπιων. Καθημερινά είχαμε στρατιές Ελλήνων στα βαλκανικά καζίνο.
Η «αγροτική» Λάρισα ανταγωνιζόταν επάξια το Κολωνάκι σε μπουτίκ με όλες τις ξένες και πανάκριβες φίρμες. Η όποια αγροτική παραγωγή «εγχωρήθηκε» στους μετανάστες, οι οποίοι δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί και «διευθύνονταν» απ’ το καφενείο. Θα δεχθώ πως όλα τα παραπάνω δεν χαρακτηρίζουν το σύνολο της αγροτικής τάξης. Ομως, την ενδεικτικότερη, αν όχι μοναδική, εξαίρεση αποτελούν οι χιλιάδες των νέων που έχουν μπει στον χώρο για να δουλέψουν, να πρωτοτυπήσουν και να προκόψουν. Οχι για να καρπωθούν ανύπαρκτες, πλέον, επιδοτήσεις και κοινοτικά βοηθήματα. Αυτοί είναι το μέλλον της πάλαι ποτέ «αγροτιάς» και σ’ αυτούς όφειλαν κοινωνία και κόμματα να στρέψουν την προσοχή, τη βοήθεια και τη μέριμνά τους.
Διότι το βέβαιον είναι πως το καθεστώς της 35ετίας ανέχθηκε και εμμέσως -έστω- επωφελήθηκε το σύνολο των αγροτών. Το οποίο σήμερα εκπροσωπείται (;) από τον προαναφερθέντα νεαρό τρακτεροεπαναστάτη.
ΣΤΑΜΟΣ ΖΟΥΛΑΣ ΑΠΟ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.