Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν το ερώτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ήταν το αντικείμενο έντονων συζητήσεων, υποστηρίζαμε ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει μεγάλα εμπόδια στην προσπάθειά της να καταστεί φερέγγυα.
Με το τρίτο πακέτο διάσωσης να αντιμετωπίζει τα επείγοντα ζητήματα ρευστότητας και τις ανησυχίες να εκδηλώνονται από το ΔΝΤ καθώς και από άλλους φορείς, το ζήτημα είναι ξανά σχετικό. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν οι οικονομολόγοι Μικέλ Μπάρσλουντ και Τόμας Μπέρνεμπεκ Αντερσεν σε ανάλυσή τους για την ελληνικό ΑΕΠ που δημοσιεύεται από το Centre for European Policy Studies.
Οπως αναφέρουν οι συγγραφείς, «το 2011 δώσαμε έμφαση στον χαρακτήρα της “τέλειας καταιγίδας” που έπληξε την ελληνική οικονομία ταυτόχρονα με τις αντίξοες δημογραφικές εξελίξεις που άρχισαν να επιδρούν σαν βαρίδι παρά σαν μια κινητήρια πηγή ανάπτυξης, όπως είχε γίνει στη διάρκεια των 30 ετών μέχρι το 2011. Από το 1970 μέχρι το 2004, οι αυξήσεις στο εργατικό δυναμικό συνέβαλαν κατά τρία τέταρτα στην ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο είχαμε επισημάνει ότι αυτή η τάση θα αντιστρεφόταν στα επόμενα 30 χρόνια. Η τελευταία πρόβλεψη της Eurostat για τον πληθυσμό υποδηλώνει μια ακόμη πιο δυσοίωνη εικόνα. Ο δημογραφικός παράγοντας είναι πιθανό να επιδεινωθεί περαιτέρω, καθώς οι άνθρωποι σε ηλικία που μπορεί να εργαστούν εγκαταλείπουν την Ελλάδα για καλύτερες προοπτικές αλλού.
Είναι πιθανό να μετριαστούν οι επιπτώσεις από την αρνητική τάση για τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας εάν η συμμετοχή στην αγορά εργασίας αυξηθεί για άτομα ηλικίας 20-64. Αυτό είναι που υποτίθεται πρέπει να βελτιώσουν οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και στην αγορά εργασίας. Ομοίως, η μετανάστευση μπορεί να ανακουφίσει τη δημογραφική πίεση μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, εάν η ένταξη των μεταναστών τύχει σωστής διαχείρισης. Εκτός από τις δυσμενείς δημογραφικές συνθήκες, επαναδιατυπώνουμε το σημείο της “μικρής κλειστής οικονομίας” και το πώς η δομή της ελληνικής οικονομίας, με έναν μικρό τομέα εμπορεύσιμων, είναι πιθανό να αποτελέσει έναν ασθενή καταλύτη για την ανάπτυξη στο προσεχές μέλλον».
Οπως επισήμαναν οι Alcidi & Gros, «το ποσοστό των εξαγωγών που είναι στα αλήθεια ευαίσθητο στις εγχώριες τιμές και στους μισθούς είναι μάλλον μικρό. Αυτή η συγκεκριμένη σύνθεση του ελληνικού εμπορίου εξηγεί γιατί τα δύο προγράμματα προσαρμογής δεν κατόρθωσαν να φέρουν αποτελέσματα. Η ελληνική οικονομία είναι ως εκ τούτου απίθανο να επωφεληθεί πολύ από μια περαιτέρω υποτίμηση. Η απουσία ευαισθησίας των εξαγωγών στη μείωση των μισθών μπορεί επίσης να εξηγηθεί εν μέρει από τη διαρθρωτική λειτουργία των προϊοντικών αγορών, περιορίζοντας αποτελεσματικά την είσοδο ή/και τον ανταγωνισμό των τιμών.
Ως εκ τούτου, οι εξελίξεις μέχρι στιγμής μάς οδηγούν στο να είμαστε ακόμη λιγότερο αισιόδοξοι για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας. Επιπλέον, η ποιότητα των θεσμικών οργάνων έχει κακή φήμη στην Ελλάδα, παρά τη σειρά μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια.
Η κατάσταση δεν είναι λιγότερο διαφορετική για το ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι δείκτες για το ανθρώπινο κεφάλαιο με τη μορφή του μορφωτικού επιπέδου είναι ελαφρώς χαμηλότεροι από τον μέσο όρο των 28 της Ε.Ε. για τις ηλικίες 25-64.
Αυτές οι παρατηρήσεις επισημαίνουν το γεγονός ότι ακόμη και με σημαντική ελάφρυνση χρέους, η Ελλάδα είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δύσκολες στιγμές στο προσεχές μέλλον».
H KAΘΗΜΕΡΙΝΗ
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.