Έχουμε πεισθεί πως ο κάθε μορφής «λαϊκισμός», όπως επίσης οι πολιτικοί δημαγωγοί που τον χρησιμοποιούν, είναι απορριπτέος. 

 

Ενδεχομένως όμως να πρόκειται για μία θεμελιώδη παρανόηση μας, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί μία στρατηγική αντίστασης – μία πολιτική πράξη, μέσω της οποίας μπορεί να επιτύχει κανείς την ενότητα μίας ομάδας, απέναντι σε έναν κοινό εχθρό.

 

Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένο το ότι, ο λαϊκισμός δεν απευθύνεται σε όλους τους Πολίτες μίας χώρας – αλλά μόνο στους «πληβείους», στους μη προνομιούχους, σε αυτούς που δεν εισακούγονται σχεδόν ποτέ.

 

Ακόμη περισσότερο, είναι μία πολιτική πράξη, μέσω της οποίας γίνεται αποδεκτό πως οι μη προνομιούχοι είναι οι μοναδικοί που νομιμοποιούνται να θεωρούνται ως «ο λαός» – αυτός που οφείλει να προστατεύει τα δημοκρατικά, καθώς επίσης τα κοινωνικά του δικαιώματα, απέναντι στις ελίτ και την ολιγαρχία.

 

Στα πλαίσια αυτά, ήταν ένας μη απορριπτέος λαϊκισμός το «χρήματα υπάρχουν» του κ. Παπανδρέου το 2009, αφού απευθυνόταν στον πραγματικό λαό, ενώ δεν ήταν ψέμα – λόγω του ότι  χρήματα πράγματι υπήρχαν, έτσι όπως το εννοούσε (φοροδιαφυγή, νόμιμη και παράνομη, διαφθορά, λαθρεμπόριο κλπ.).

 

Εύλογα λοιπόν εισέπραξε την ψήφο της πλειοψηφίας των Ελλήνων, οι οποίοι γνώριζαν πως είχε δίκιο, ενώνοντας τους. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν δεν τήρησε τις δεσμεύσεις του – όχι όμως επειδή ήταν λανθασμένες, αλλά είτε γιατί δεν μπόρεσε, είτε επειδή δεν είχε την πρόθεση να το κάνει, οπότε θα χαρακτηριζόταν ως δημαγωγός.

 

Κάτι ανάλογο συνέβη επίσης με τον κ. Σαμαρά το 2012, όσον αφορά τη στάση του απέναντι στο μνημόνιο, καθώς επίσης την εκ των υστέρων αλλαγή της – με την έννοια πως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αρνητικός λαϊκισμός η απόρριψη των καταστροφικών σχεδίων των δανειστών, αλλά ο ίδιος ως «δημαγωγός», εάν γνώριζε εκ των προτέρων πως δεν ήταν σε θέση να επιτύχει αυτά που υποσχόταν.

 

Δεν ήταν επίσης κακοπροαίρετος λαϊκισμός η τοποθέτηση της αριστεράς, σύμφωνα με την οποία θα έσκιζε τα μνημόνια, υιοθετώντας μία καλύτερη κοινωνική πολιτική – οπότε εύλογα κέρδισε τις εκλογές, αφού αυτό ακριβώς ήθελε ο λαός, οι μη προνομιούχοι. Το ίδιο ισχύει και για το δημοψήφισμα, όπου οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά τι σήμαινε το «ΟΧΙ» – το οποίο «πριμοδότησαν», αναλαμβάνοντας συνειδητά το ρίσκο.

 

Ο πρωθυπουργός τους όμως ήταν «δημαγωγός», αφού πιθανότατα γνώριζε πως δεν είχε την ικανότητα, ούτε τα στελέχη για να μπορέσει να σκίσει τα μνημόνια ή να στηρίξει το «ΟΧΙ», ανακτώντας την εθνική κυριαρχία της χώρας – ενώ αποτελεί ασφαλώς έναν απορριπτέο λαϊκισμό η σημερινή του στάση, αφού επαναλαμβάνει τις κενές υποσχέσεις του παρελθόντος, οπότε δεν γίνεται πλέον πιστευτός από τους Πολίτες, δεν τους πείθει.

 

Για πρώτη φορά λοιπόν μετά από έξι χρόνια, από το 2009, οι Έλληνες προσέρχονται στις εκλογές χωρίς μία λαϊκίστικη πολιτική πρόταση. Χωρίς να υπάρχει δηλαδή κάποιο κόμμα που να υποστηρίζει τα συμφέροντα των μη προνομιούχων πατριωτών – έχοντας παράλληλα τις προοπτικές να τα καταφέρει, έτσι ώστε να μην θεωρηθούν δημαγωγοί τα στελέχη του.

 

Απέναντι τους ευρίσκονται κόμματα, τα οποία διεκδικούν τη  ψήφο τους, προσπαθώντας να τους πείσουν ποιό θα διαχειρισθεί καλύτερα τις οδυνηρές συνθήκες, στις οποίες τα ίδια τους οδήγησαν – ποιό θα μοιράσει δικαιότερα τη φτώχεια, αντί να παράγει πλούτο ή/και να ανακτήσει την εθνική τους κυριαρχία.

 

Παράλληλα, υπάρχουν «απορριπτέοι λαϊκιστές» και δημαγωγοί – «απορριπτέοι λαϊκιστές» επειδή υπόσχονται αυτά που δεν επιθυμεί η πλειοψηφία (έξοδος από την Ευρωζώνη), ενώ «δημαγωγοί» λόγω του ότι γνωρίζουν πως δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα ή/και τις ικανότητες να καταφέρουν να εφαρμόσουν τις υποσχέσεις τους.

 

Άλλωστε, εάν η αθέτηση πληρωμών που θα συνόδευε υποχρεωτικά την υιοθέτηση της δραχμής ήταν τόσο εύκολη, τότε θα το έκαναν όλα τα υπερχρεωμένα κράτη – ενώ κανένας δεν γνωρίζει πώς θα μπορούσε να διασχίσει αχαρτογράφητα νερά με μία σχετική ασφάλεια μία χώρα, όπως η Ελλάδα.

 

Πόσο μάλλον όταν είναι εγκλωβισμένη στην τριπλή παγίδα του ευρώ, του χρέους και των μνημονίων, οι δυνατότητες διαφυγής από την οποία είναι κυριολεκτικά μηδαμινές.

 

Ολοκληρώνοντας, είναι εύλογη η απορία σχετικά με το τι θα ψηφίσουν οι Έλληνες αυτή τη φορά, ενώ υποθέτουμε πως η αποχή δεν θα είναι καθόλου μικρή – ακόμη περισσότερο, απορούμε όσον αφορά το πώς θα στηρίξουν την κυβέρνηση που θα εκλεγεί, αφού χωρίς τη στήριξη τους η αποτυχία της θα ήταν εκ των προτέρων δεδομένη.

 

 Βασίλης Βιλιάρδος από Analyst

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.