Για μια ακόμη φορά σε προεκλογική περίοδο, τα κόμματα κλείνουν το μάτι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και υπόσχονται «ενίσχυση» αμέσως μετά τις εκλογές με στόχο – μεταξύ άλλων – και την τόνωση της απασχόλησης. Τι λείπει αυτή τη φορά; Η… εξειδίκευση των υποσχέσεων. 

 
Οι αόριστες εξαγγελίες έρχονται να κοντραριστούν με την πραγματικότητα των αριθμών αλλά και των μέτρων που έχουν ήδη ψηφιστεί και πρόκειται να υλοποιηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι τα capital controls πλήττουν κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν λιγότερες διεξόδους από τους ισχυρούς σε κάθε κλάδο. Η πίεση αυτή, μεταφράζεται ήδη σε μείωση θέσεων εργασίας και μείωση μισθών, η οποία, παρά το -30% που έχει επέλθει στις αποδοχές την τελευταία τετραετία, εξακολουθεί να παραμένει η συνήθης «αμυντική τακτική» των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρότερων.

Οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου δεν λαμβάνουν πλέον σοβαρά υπόψη τις υποσχέσεις, καθώς η πραγματικότητα δεν τους αφήνει: το φορολογικό καθεστώς που έχει δημιουργηθεί είναι από τα πιο «επιθετικά» στον κόσμο, ψαλιδίζοντας τις ελπίδες για προσέλκυση επενδύσεων. Ακόμη και ένας «μικρομεσαίος» δυσκολεύεται να σκεφτεί ακόμη και μια πρόσληψη, καθώς γνωρίζει ότι έχει να αντιμετωπίσει:
 
 

Ο Γολγοθάς

 

Φόρο εισοδήματος 26% από το πρώτο ευρώ με προοπτική περαιτέρω αύξησής του στο 29%. Προς το παρόν, η αύξηση δεν έχει νομοθετηθεί, κάτι που συνέβη με τον φορολογικό συντελεστή των ανωνύμων εταιρειών, των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης. 

 

Ωστόσο, κατά την κατάθεση του πρώτου νομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα, τον περασμένο Ιούλιο, «ξέφυγε» μια διάταξη που προέβλεπε τον αυξημένο συντελεστή. Έστω και αν αυτή η διάταξη δεν έγινε ποτέ νόμος του κράτους, ουδείς αποκλείει την επαναφορά της, πόσο μάλλον όταν ήδη από την προεκλογική περίοδο τα μεγάλα κόμματα έχουν βγει στην αναζήτηση «ισοδύναμων» προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις υποσχέσεις τους (ανάκληση του ΦΠΑ στην εκπαίδευση αλλά και αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τους αγρότες). Ακόμη και με το 26% όμως (το οποίο γίνεται 33% σε περίπτωση που τα κέρδη ξεπερνούν τις 50.000 ευρώ) το φορτίο είναι πολύ βαρύ. Να φανταστούμε μια μικρομεσαία επιχείρηση που θα κατορθώσει να δημιουργήσει κέρδη 100.000 ευρώ, ποσό ικανό να την κάνει να σκεφτεί τη δημιουργία 2-3 θέσεων εργασίας για την επόμενη χρονιά; Θα έρθει η εφορία και θα πει:

1. Για τα πρώτα 50.000 ευρώ οφείλεις φόρο 13.000 ευρώ.

2. Για τα επόμενα 50.000 ευρώ οφείλεις φόρο 16.500 ευρώ. Σύνολο φόρου 29.500 ευρώ.

 

Προκαταβολή φόρου, η οποία θα φτάσει στο 100% σε δύο δόσεις: 75% (από 55% που είναι σήμερα) για τα εισοδήματα του 2015 – τα οποία θα φορολογηθούν το 2016 – και 100% για τα εισοδήματα του 2016 και μετά. Να συνεχίσουμε το προηγούμενο παράδειγμα; Η μικρομεσαία επιχείρηση με τα κέρδη των 100.000 ευρώ θα πρέπει να πληρώσει προκαταβολή:

16.225 ευρώ για τα κέρδη του 2014 (τα οποία πρέπει να καταβληθούν φέτος).

22.125 ευρώ για τα κέρδη του 2015 (τα οποία πρέπει να πληρωθούν μέσα στο 2016).

29.500 ευρώ για τα κέρδη του 2016 (τα οποία θα πληρωθούν μέσα στο 2017). Και όλα αυτά χωρίς να αυξηθεί ο βασικός φορολογικός συντελεστής από το 26% στο 29%.

Οι αυξημένοι συντελεστές υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης δεν αφήνουν αδιάφορες ούτε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτήτες τους γνωρίζουν ότι στο ποσό των κερδών που θα εμφανιστεί στη φορολογική δήλωση (και μάλιστα χωρίς να αφαιρεθεί ο φόρος εισοδήματος) θα επιβληθεί και ο φόρος που μπορεί να υπολογιστεί με συντελεστή 4%, αν τα κέρδη είναι από 50.000 έως 100.000 ευρώ, 6% αν είναι από 100.000 ευρώ και πάνω ή και 8% αν ξεπερνά τα 500.000 ευρώ.

Να προστεθεί και το τέλος επιτηδεύματος, το οποίο ουδέποτε καταργήθηκε; Επιπλέον 1.000 ευρώ στον λογαριασμό. Και για να επανέλθουμε στο παράδειγμα, το 2016 ο μικρομεσαίος με τα 100.000 ευρώ θα πληρώσει φόρο εισοδήματος 29.500 ευρώ συν 5.950 ευρώ ως διαφορά για την προκαταβολή του φόρου (σ.σ.: κάθε χρόνο προστίθεται η προκαταβολή επί των κερδών που εμφανίζονται στη δήλωση και αφαιρούνται τα ποσά του φόρου που είχαν προκαταβληθεί από την προηγούμενη χρονιά), συν 1.000 ευρώ για το τέλος επιτηδεύματος. Μην ξεχνάμε και τα 6.000 ευρώ της εισφοράς αλληλεγγύης για να εκτοξευτεί ο τελικός φόρος στα 42.450 ευρώ.  Ποιος είναι ο πραγματικός συντελεστής; Άνω του 42%. Πώς ακριβώς θα μειωθεί αυτή η επιβάρυνση;

Έρχονται χειρότερα

Πώς ακριβώς θα ευνοηθούν οι μικρομεσαίοι ή οι μεγάλες επιχειρήσεις όταν κανένας από τους συντελεστές που προαναφέρθηκαν δεν πρόκειται να μειωθεί (αντιθέτως υπάρχει κίνδυνος αύξησης); 
Ποιος μικρομεσαίος θα πειστεί να προσλάβει όταν γνωρίζει ότι για τα επόμενα δύο χρόνια θα πληρώσει ακόμη και το 42% ή το 45% των κερδών στην εφορία;

 

Επίσης, θα αγνοήσει το γεγονός ότι στην Ελλάδα εφαρμόζεται ήδη ένας από τους υψηλότερους συντελεστές υπολογισμού των εργοδοτικών εισφορών στον κόσμο; Θα αγνοήσει ότι τους τελευταίους μήνες υπήρξε πρόταση –δεδομένου ότι είναι ανοικτό ακόμη το πώς θα κλείσει η τρύπα στο ασφαλιστικό – για περαιτέρω αύξηση των εργοδοτικών εισφορών (σ.σ.: από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε προταθεί να επανέλθει ο συντελεστής υπολογισμού των εργοδοτικών εισφορών στο 28%, από 25% που είναι σήμερα ο συντελεστής μετά τη μείωση που έγινε τον Ιούλιο του 2014);

Αυτό είναι το φορολογικό πλαίσιο στο οποίο θα κληθούν να δραστηριοποιηθούν οι επιχειρήσεις εν μέσω μάλιστα των capital controls, οι συνέπειες από την εφαρμογή των οποίων έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται. Η κατακόρυφη μείωση των εισαγωγών που κατέγραψε η Ελληνική Στατιστική Αρχή για τον Ιούλιο (σ.σ.: διαμορφώθηκαν στα 3,023 δισ. ευρώ από 4,45 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο περυσινό μήνα) μπορεί να «χαροποίησε» όσους βλέπουν το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου να ψαλιδίζεται αισθητά, από την άλλη, όμως, σύντομα θα φανεί ότι αυτό το ποσό που χάθηκε – και το οποίο αντιστοιχεί από μόνο του στο 0,77% του ΑΕΠ – θα μεταφραστεί σε απώλεια εισοδήματος για δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και σε μείωση εσόδων (κατ’ αρχήν από τον ΦΠΑ) για το Δημόσιο.

Η πράξη έχει δείξει – και σύντομα θα φανεί και στους αριθμούς – ότι οι συνέπειες από την επιβολή των capital controls δεν είναι ίδιες για όλους. Η μεγάλη επιχείρηση που διατηρεί θυγατρική στην Κύπρο ή στη Βουλγαρία και τραπεζικούς λογαριασμούς σε πολλές χώρες του εξωτερικού δεν αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τον μικρομεσαίο, ο οποίος στήνεται στην ουρά της τράπεζας για να πάρει έγκριση προκειμένου να φέρει τα προϊόντα του στην Ελλάδα.

 
Η απασχόληση

Εξωπραγματικοί φόροι, απίστευτες για τα παγκόσμια δεδομένα εργοδοτικές εισφορές και capital controls. Περιμένουμε από τους μικρομεσαίους να μας λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας. Δεν θα το κάνουν και τα στοιχεία αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Οι μικρές επιχειρήσεις έδιωξαν περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι οι μεγάλες και μείωσαν τους μισθούς περισσότερο συγκριτικά με τις ισχυρότερες επιχειρήσεις της χώρας. 

Το συμπέρασμα, που δεν είναι καθόλου αυθαίρετο, καθώς προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία που δημοσιεύει – ύστερα από επεξεργασία των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων – το ΙΚΑ προκαλούν ή πρέπει να προκαλέσουν μεγάλο προβληματισμό. Θα στηριχτούν οι μεγάλες επιχειρήσεις – ούτε αυτό συμβαίνει αν αναλογιστεί κανείς ότι ο φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε στο 29% με τον φόρο για τα μερίσματα να εκτοξεύεται ακόμη και στο 18%, αν συνυπολογιστεί και η εισφορά αλληλεγγύης – ή θα επανεξεταστεί το πλαίσιο για τις μικρομεσαίες; Να πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση σε αυτά τα χρόνια των μνημονίων:

 

Εταιρείες που απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα προσωπικό – και οι οποίες αποτελούν τον ορισμό της «μικρομεσαίας» επιχείρησης – αντιπροσωπεύουν σήμερα το 90% των εργοδοτών στην Ελλάδα, αλλά απασχολούν μόνο το 28% των ασφαλισμένων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να προσφέρουν δουλειά σε περίπου μισό εκατομμύριο εργαζόμενους όταν το σύνολο των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ δεν ξεπερνά τα 1,7-1,8 εκατομμύρια.

Οι επιχειρήσεις που απασχολούν έως πέντε άτομα προσωπικό έχουν περιοριστεί από τις 202.651 που ήταν στο τέλος του 2010 σε 170.757 στο τέλος του 2014. Το 2010 απασχολούσαν 361 χιλιάδες εργαζόμενους, οι οποίοι τέσσερα χρόνια αργότερα είχαν μειωθεί σε 326 χιλιάδες. Αυτή η κατηγορία των επιχειρήσεων είναι που επλήγη περισσότερο από τα λουκέτα.

Το 2010 η συνολική μισθολογική δαπάνη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (σ.σ.: αυτών με λιγότερα από 10 άτομα προσωπικό) έφτανε στα 434,5 εκατομμύρια ευρώ τον μήνα. Το 2014 το ποσό υποχώρησε στα 285 εκατομμύρια ευρώ.

Το 2010 οι μικρομεσαίοι προσέφεραν δουλειά σε 351 χιλιάδες ασφαλισμένους με συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Το 2014 ο αριθμός των πλήρως απασχολούμενων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις περιορίστηκε στις 266.796. Αντίθετα, οι μερικώς απασχολούμενοι εκτοξεύτηκαν σε 194.907 από 127.969 που ήταν το 2010. Το τι σημαίνει αυτό για τις αμοιβές είναι προφανές: ένας εργαζόμενος σε μικρομεσαία επιχείρηση αμειβόταν στο τέλος του 2010 (κατά μέσο όρο) με 1.044 ευρώ, ενώ ένας μερικώς απασχολούμενος με 499 ευρώ. Το 2014 αυτοί οι μισθοί περιορίστηκαν στα 804 και 362 ευρώ αντίστοιχα (μεικτά).

Η απασχόληση, χρόνο με τον χρόνο, συγκεντρώνεται στα χέρια ολοένα και λιγότερων επιχειρήσεων: 1.894 εργοδότες (επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 100 εργαζόμενους η καθεμία) έχουν φτάσει να μισθοδοτούν 719.491 εργαζόμενους, έναντι 683.361 το 2010.

Η σύγκριση των μικρομεσαίων με τις μεγάλες επιχειρήσεις αναδεικνύει και σημαντικές μισθολογικές διαφορές: στις εταιρείες με πάνω από 10 άτομα προσωπικό οι μισθοί είναι αισθητά μεγαλύτεροι.

 

Κατά μέσο όρο, ένας εργαζόμενος πλήρους απασχόληση σε εταιρεία με περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό εισπράττει 1.363 ευρώ τον μήνα. Στην αντίστοιχη επιχείρηση με λιγότερα από 10 άτομα ο μέσος μισθός είναι μόλις 805 ευρώ.

 

TO ΠΟΝΤΙΚΙ

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.