Τη μείωση εισοδήματος, είτε γίνεται μέσα από την αύξηση της φορολογίας είτε μέσα από τη μείωση των ονομαστικών αποδοχών, μπορεί έστω και δύσκολα να τη… χωνέψει, πόσω μάλλον όταν από το 2010 μέχρι σήμερα του έχει γίνει… βίωμα. 

 
Την απώλεια περιουσιακού στοιχείου όμως, είτε είναι το σπίτι του, είτε η επιχείρησή του, είτε ακόμη-ακόμη και το υπόλοιπο της τραπεζικής του κατάθεσης, ή το περιεχόμενο της θυρίδας του, δεν θα τη συγχωρήσει ποτέ σε καμία κυβέρνηση.
 

Είναι η ωμή ελληνική πραγματικότητα: και με μνημόνια και χωρίς, ο Έλληνας δεν θέλει να του πειράζουν τα περιουσιακά του στοιχεία. Στην κυβέρνηση δείχνουν να το αντιλαμβάνονται ενώ τα παθήματα των προκατόχων φαίνεται να έχουν αποδειχθεί πολύ διδακτικά: και μόνο η επιβολή του ΕΝΦΙΑ – η οποία ψυχρά οικονομικά δεν ήταν «ασήκωτο» μέτρο και για τα έξι εκατομμύρια των ιδιοκτητών, καθώς περισσότεροι από τους μισούς κλήθηκαν να πληρώσουν ποσά της τάξεως των 50-100 ευρώ – στάθηκε αρκετή για να… ξαποστείλει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
 

Τώρα, εκτός από τον ΕΝΦΙΑ, ο οποίος υπάρχει στην πρώτη γραμμή, η κυβέρνηση έχει να ξεπεράσει πολύ περισσότερους σκοπέλους: πλειστηριασμούς ακινήτων, προστασία κύριας κατοικίας, ρυθμίσεις κόκκινων δανείων και μεταβιβάσεις αυτών στα επενδυτικά σχήματα «κοράκια», μετοχοποιήσεις επιχειρηματικών οφειλών είναι μερικοί μόνο από τους καυτούς φακέλους που οφείλει να ανοίξει η νέα κυβέρνηση υπό την ασφυκτική πίεση των δανειστών που ζητούν, αυτήν τη φορά, να… σπάσουν αυγά. Θα μπορέσει η κυβέρνηση να βγει αλώβητη; Ίσως το εγχείρημα να είναι δυσκολότερο ακόμη και από το να περάσει από τη Βουλή το ασφαλιστικό νομοσχέδιο με τις νέες περικοπές των συντάξεων.
 

Ο Έλληνας έχει υποστεί μέχρι στιγμής την υπεροφορολόγηση της περιουσίας του, την ασφυκτική πίεση από τις τράπεζες για τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων που βαραίνουν τη συγκεκριμένη περιουσία και τη συνεχή απειλή της εφορίας και του ασφαλιστικού ταμείου για κατάσχεση. Έχει δει επίσης την αξία της περιουσίας του να ψαλιδίζεται πάνω από 50%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας. 
 

Τι δεν έχει υποστεί ακόμη; Την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος (τουλάχιστον στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων). Πλειστηριασμοί δεν έχουν προχωρήσει, οι τράπεζες οδεύουν με πολύ δειλά βήματα στις αναδιαρθρώσεις των επιχειρηματικών δανείων, με τρόπο που να οδηγεί σε αλλαγή της μετοχικής σύνθεσης, ενώ εφορία και ασφαλιστικά ταμεία δεν έχουν προχωρήσει ουσιαστικά σε μαζικές κατασχέσεις. Μπορεί όμως αυτή η κατάσταση να συνεχιστεί επ’ άπειρον τη στιγμή μάλιστα που οι δανειστές πιέζουν τόσο για νομοθετικές αλλαγές όσο και για εφαρμογή των νέων μέτρων στην πράξη;
 

Οι πλειστηριασμοί
 

Αν υπήρξε και κάτι παρήγορο στην όλη ιστορία με τα capital controls, αυτό είναι το «πέπλο προστασίας» από τους πλειστηριασμούς και τις αναγκαστικές εκτελέσεις. Με κοινή υπουργική απόφαση, η οποία έχει παραταθεί πολλές φορές (σ.σ.: η τελευταία παράταση λήγει στο τέλος Οκτωβρίου χωρίς να αποκλείεται και νέα χρονική μετατόπιση), αναστέλλεται η διενέργεια κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, ιδίως της διενέργειας πλειστηριασμών, κατασχέσεων, αποβολών (εξώσεων) και προσωπικών κρατήσεων. 
 

Αυτή η κατάσταση κάποια στιγμή θα τελειώσει και οι οφειλέτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον νέο νόμο των πλειστηριασμών που πέρασε το καλοκαίρι αλλά στην πράξη δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί. 
 

Η βασική αλλαγή που φέρνει ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας είναι ότι οι πλειστηριασμοί θα μπορούν να γίνονται όχι στην αντικειμενική αξία, όπως προέβλεπε μέχρι πρότινος η νομοθεσία, αλλά στην εμπορική. Το τι σημαίνει αυτό είναι αυτονόητο: πλήρης απελευθέρωση των πλειστηριασμών. 
 

Μέχρι σήμερα, οι Τετάρτες στα δικαστήρια κυλούσαν ήρεμα (σ.σ.: πλειστηριασμοί γίνονται κάθε Τετάρτη απόγευμα). Ποιος θα υπέβαλλε προσφορά για να αποκτήσει ακίνητο στην αντικειμενική αξία μέσω του πλειστηριασμού όταν θα μπορούσε να βρει κάτι φθηνότερο στην ελεύθερη αγορά (σ.σ.: πέραν, βεβαίως, του ότι με τα capital controls πρακτικά δεν γίνονται αγοραπωλησίες ακινήτων); 
 

Από το νέο έτος όμως, οι συνθήκες θα είναι εντελώς διαφορετικές, πόσω μάλλον εάν υπάρξει και η άρση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων. Όταν στον πρώτο γύρο του πλειστηριασμού η διαδικασία θα ξεκινάει από το 100% της εμπορικής αξίας και στον δεύτερο ή στον τρίτο γύρο θα μπορεί να πέσει η ελάχιστη προσφορά ακόμη και στο 50% της εμπορικής αξίας – με ανοικτό ακόμη το πώς θα προσδιορίζεται η εμπορική αξία του ακινήτου –, είναι προφανές ότι θα υπάρξει πολλαπλάσιο ενδιαφέρον. 
 

Για όποιον αναρωτηθεί ποιος θα πάει να αποκτήσει ακίνητο σε τέτοιες συνθήκες και με δεδομένο τον ΕΝΦΙΑ, την υπερφορολόγηση και την αβεβαιότητα, η απάντηση είναι εύκολη: οι τράπεζες. Ο ρόλος των τραπεζών στα πωλούμενα ακίνητα αναμένεται να ενισχυθεί κατακόρυφα κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των εκπροσώπων του μεσιτικού κλάδου, παρά τη σημερινή ανυπαρξία, ο ρόλος των τραπεζών θα ενισχυθεί σημαντικά στο άμεσο μέλλον, καθώς θα έχουν ενεργή εμπλοκή όχι μόνο στους πλειστηριασμούς που θα ξεκινήσουν από το 2016 αλλά και στις πράξεις αγοραπωλησίας που γίνονται.
 

Ο λόγος είναι ότι, τα επόμενα πέντε χρόνια, πάνω από το 50% των πωλήσεων κατοικιών θα αφορούν περιπτώσεις ακινήτων με τιμή πώλησης χαμηλότερη της υποθήκης τους. Αυτό αφορά πληθώρα ακινήτων για τα οποία χορηγήθηκαν υπέρογκα στεγαστικά δάνεια κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων κυμαίνεται περίπου στα 68-70 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ποσοστό άνω του 40% έχει φτάσει να είναι «κόκκινο», αντιλαμβάνεται τα μεγέθη για τα οποία μιλάμε.
 

Η πρώτη κατοικία
 

Ένα από τα προαπαιτούμενα του Οκτωβρίου ορίζει ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά στους πλειστηριασμούς της κύριας κατοικίας. Η όλη διαπραγμάτευση με τους δανειστές έχει να κάνει με το αν θα υπάρξει νόμος που θα προστατεύει την κύρια κατοικία και – σε μια τέτοια περίπτωση – ποιος θα είναι ο ορισμός. 
 

Αυτά που γνωρίζαμε πριν από ένα-δύο χρόνια, με την κύρια κατοικία να προστατεύεται ακόμη και αν η αντικειμενική της αξία φτάνει στις 200.000 ευρώ, μάλλον θα πρέπει να τα ξεχάσουμε. Αν υπάρξει ρύθμιση, αυτή θα περιέχει αυστηρά περιουσιακά και εισοδηματικά κριτήρια. Το ερώτημα είναι πώς θα αποφευχθεί η πολιτική «βόμβα», δηλαδή το να βγουν στο σφυρί κύριες κατοικίες με μια κυβέρνηση της αριστεράς να κρατάει το τιμόνι της χώρας Οι ελπίδες φαίνεται να εστιάζονται στις τράπεζες. Ναι μεν θα υπάρχει το απολύτως ελεύθερο πλαίσιο, που θα επιτρέπει ακόμη και την κατάσχεση μιας (μεσαίας ή μεγαλύτερης επιφάνειας) κύριας κατοικίας, από την άλλη όμως, οι τράπεζες θα είναι αυτές που θα αναλαμβάνουν μέσα από τις ρυθμίσεις που θα αναφέρει ο ανανεωμένος κώδικας δεοντολογίας να αποφεύγουν τα μέτρα «μόνιμου χαρακτήρα» όπως είναι οι κατασχέσεις.
 

Οι επιχειρήσεις
 

Στην πολιτική ατζέντα, η έννοια των κόκκινων δανείων έχει συνδεθεί περισσότερο με τα σπίτια, κυρίως λόγω μαζικότητας αλλά και ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι μικρότερο με τα επιχειρηματικά δάνεια. Ο νόμος για τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια που είχε ψηφιστεί επί Νέας Δημοκρατίας άφηνε ορθάνοικτο το παράθυρο για αλλαγή διοίκησης και ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης των οφειλών. Ποιο μοντέλο θα ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση για τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια; Θα επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που θέλουν και η καινούργια ρύθμιση να είναι παρόμοια με αυτή που είχε ήδη ψηφιστεί το 2014;
 

Οι ανακατατάξεις στο ιδιοκτησιακό καθεστώς εταιρειών δεν επηρεάζουν μόνο τους μετόχους αλλά και τους εργαζομένους. Το τοπίο θα ξεκαθαρίσει πριν από το τέλος του χρόνου ενώ οι επιπτώσεις από τις όποιες αποφάσεις ληφθούν σε πολιτικό επίπεδο θα φανούν μέσα στο 2016.
 

Οι καταθέσεις
 

Η κυβέρνηση πιέζεται και στο θέμα των καταθέσεων. Ήδη πέρασε η νομοθετική ρύθμιση που επιτρέπει στην εφορία να προχωρεί σε ηλεκτρονικές κατασχέσεις καταθέσεων εφόσον οι οφειλές ξεπερνούν τις 70.000 ευρώ.
 

Πρακτικά, οι οφειλέτες δεν μπορούν να προστατευτούν. Με δεδομένο τον περιορισμό στις αναλήψεις, όποιος χρωστάει στην εφορία μεγάλα ποσά απλώς θα διαπιστώσει κάποια στιγμή ότι η τράπεζα του έχει δεσμεύσει τις καταθέσεις, με άμεση συνέπεια την κατάσχεσή τους μέσα σε χρονικό διάστημα πέντε ή επτά ημερών. 
 

Το αν θα υπάρξει εκτεταμένη δυσαρέσκεια ή όχι στις τάξεις των καταθετών –άλλωστε δεν είναι μόνο το μέτρο των 70.000 ευρώ αλλά και η αλλαγή του νόμου που επιτρέπει την κατάσχεση ακόμη και του μισθού ή της σύνταξης άνω των 1.000 ευρώ – θα εξαρτηθεί από το πόσο «πιστός» θα αποδειχθεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός στα νέα δεδομένα. Μαζικό κύμα δεσμεύσεων και καταθέσεων θα έχει πολλαπλές συνέπειες καθώς, μεταξύ άλλων, θα λειτουργήσει αποτρεπτικά και για ένα κύμα επιστροφής των καταθέσεων στις τράπεζες.
Οι «πωλήσεις ανάγκης»
 

Ο… αποχωρισμός περιουσιακών στοιχείων ή καταθέσεων δεν είναι απαραίτητο να γίνει μόνο εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί με τις αλλεπάλληλες φορολογικές αλλαγές καθιστά σχεδόν ασύμφορη την ιδιοκτησία ακινήτου, αν αυτό δεν καλύπτει κάποιες πάγιες και διαρκείς ανάγκες (κατοικία, επαγγελματική στέγη κ.λπ.). 
 

Ο ΕΝΦΙΑ από τη μία, η κατάργηση του δικαιώματος εκχώρησης των ενοικίων στο Δημόσιο από την άλλη (που αυξάνει πάρα πολύ το ρίσκο της ενοικίασης ενός ακινήτου) αλλά και η προοπτική αύξησης των συντελεστών φορολόγησης του εισοδήματος από ενοίκια (σ.σ.: μπορεί η διάταξη να αποσύρεται σε αυτήν τη φάση, το μόνο βέβαιο όμως είναι ότι θα επανέλθει τον Νοέμβριο στη σημερινή ή σε διαφορετική μορφή) πρακτικά έχουν μηδενίσει την απόδοση των ακινήτων με δεδομένη, άλλωστε, και την πτώση των τιμών τους. Με την άρση των περιορισμών στα capital controls θα φανεί στην πράξη αν θα πολλαπλασιαστούν οι «πωλήσεις ανάγκης».

 

TO ΠΟΝΤΙΚΙ