Ορισμένα στελέχη της κυβέρνησης επιχειρούν να δώσουν έναν ταξικό χαρακτήρα στις επιλογές της. Προσπαθούν να πείσουν ότι ο ΦΠΑ στην εκπαίδευση είναι δίκαιος επειδή αφορά τους ευκατάστατους. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι αντιστέκονται στους δανειστές και αγωνίζονται να γλιτώσουν τα σπίτια του λαού από την αδηφαγία των τραπεζών.

 

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ας δούμε δύο τετραμελείς οικογένειες.

 

Η πρώτη έχει μηνιαίο εισόδημα 1.000 ευρώ και δίνει 300 ευρώ για νοίκι. Η δεύτερη οικογένεια έχει εισόδημα 2.500 και μένει σε ένα αρκετά μεγαλύτερο σπίτι που έχει αγοράσει με δάνειο. Εκμεταλλευόμενη την απαγόρευση των πλειστηριασμών και προσδοκώντας το χάρισμα μεγάλου μέρους της οφειλής, αποφεύγει να πληρώσει τις δόσεις. Με αυτό τον τρόπο έχει κατορθώσει να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημά της.

 

Και οι δύο οικογένειες επιβαρύνονται από τους νέους φόρους. Και οι δυο τους πληρώνουν ΦΠΑ για τα φροντιστήρια των παιδιών, αυξημένο ΦΠΑ στα τρόφιμα και τις συγκοινωνίες. Με μια μεγάλη διαφορά. Για την πρώτη οικογένεια οι επιβαρύνσεις γίνονται σε ένα εισόδημα που οριακά επαρκεί, ενώ για τη δεύτερη υπάρχει μια σχετική άνεση για να ανταποκριθεί. Όσο πιο φτωχό είναι ένα νοικοκυριό τόσο μεγαλύτερο κομμάτι από το εισόδημά του αφαιρούν οι έμμεσοι φόροι. Η οικογένεια των 1.000 ευρώ θα πονέσει περισσότερο από τον ΦΠΑ στα φροντιστήρια από όσο η οικογένεια των 2.500 ευρώ και θα είναι η πρώτη που θα κόψει κάποια μαθήματα.

 

Η απάντηση στο ερώτημα ποια από τις δύο οικογένειες χρειάζεται να προστατευτεί μοιάζει αυτονόητη, αλλά δεν είναι. Η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τους έμμεσους φόρους σε δεκάδες αγαθά και υπηρεσίες που επιβαρύνουν δυσανάλογα και άδικα τους φτωχότερους. Η ίδια κυβέρνηση δίνει μάχη για να εξακολουθήσουν δανειολήπτες, πολύ πιο πλούσιοι από αυτούς που καλούνται να πληρώσουν τους αυξημένους φόρους, να μπορούν να μένουν δωρεάν σε σπίτια που δεν έχουν εξοφλήσει. Δεν μιλάμε για φτωχές οικογένειες που θα χάσουν το σπίτι τους επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν. Μιλάμε για νοικοκυριά που, έχοντας την άνεση, κάνουν μια οικονομική επιλογή που θεωρούν ότι τους συμφέρει.

 

Για την κυβέρνηση όσοι δεν πληρώνουν (ενώ θα μπορούσαν) έχουν μεγάλη αξία. Αποτέλεσαν ένα προνομιακό ακροατήριο για τις υποσχέσεις που έδιναν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. ΣΕΙ-ΣΑ-ΧΘΕΙ-Α συλλάβιζε, για να δώσει έμφαση, κάθε πρωί στις τηλεοράσεις ο Αλέξης Μητρόπουλος. Προσδιόριζε σε 80% το ποσοστό της διαγραφής της οφειλής προς τις τράπεζες και το δημόσιο για όλους ανεξαιρέτως (MEGA 17/9/2014).

 

Κανείς από το κόμμα του δεν βγήκε να τον διαψεύσει. Οι υποσχέσεις του ήταν χρήσιμες γιατί έφερναν ψήφους. Πολλοί δανειολήπτες ψηφοφόροι προτίμησαν εκείνους που τους υπόσχονταν χάρισμα των χρεών. Την ίδια περίοδο αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αρκετοί αισθάνθηκαν κορόιδα να πληρώνουν τη στιγμή που δίνονταν υποσχέσεις διαγραφής χρεών και αποφάσισαν να επωφεληθούν από το νέο τοπίο.

 

Τώρα που όλες οι υποσχέσεις αποδείχτηκαν απατηλές, θα πρέπει να τηρηθούν τα προσχήματα και να εμφανιστεί η κυβέρνηση ότι τηρεί το «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη». ΄Ομως στην Ελλάδα οι τράπεζες δεν ανήκουν σε τραπεζίτες, αλλά στο κράτος που κατέχει την πλειονότητα των μετοχών τους. ‘Όσο περισσότερα δάνεια εξακολουθήσουν να μην εξυπηρετούνται τόσο περισσότερα δισεκατομμύρια θα χρειαστεί να δανειστεί το κράτος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. ‘Ήδη με το κλείσιμο των τραπεζών το δημόσιο έχει χάσει δεκάδες δισεκατομμύρια από αυτά της προηγούμενης ανακεφαλαιοποίησης. Η κυβέρνηση, για να απαλύνει τις εντυπώσεις της πλήρους διάψευσης των ισχυρισμών και των υποσχέσεών της, βλάπτει το δημόσιο συμφέρον.

 

«Δεν μας ενδιαφέρει αν θα κλείσουν οι τράπεζες γιατί οι ψηφοφόροι μας δεν έχουν καταθέσεις» φέρεται να δήλωσε (χωρίς να διαψευστεί) ο πρωθυπουργός, σε μια ακόμη «ταξική» τοποθέτηση.

 

‘Έκλεισε έτσι το μάτι στα αδύναμα στρώματα αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτός δεν ενδιαφέρεται για τους πλούσιους, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν στείλει τα λεφτά τους στο εξωτερικό. ‘Όμως το κλείσιμο των τραπεζών (μαζί με τη διαπραγμάτευση) έφερε πάγωμα των επενδύσεων και αύξηση της ανεργίας, όπως παραδέχεται η ίδια η κυβέρνηση στο σχέδιο προϋπολογισμού του 2016. Δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έμειναν χωρίς δουλειά στα πλαίσια της… ταξικής πολιτικής Τσίπρα.

 

Ο πραγματικός διαχωρισμός της κυβέρνησης δεν είναι ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, αλλά ανάμεσα σε πελάτες του κόμματος που κυβερνάει και μη. Γι’ αυτό και αποφασίστηκε η προσαρμογή να γίνει σχεδόν αποκλειστικά από αυξήσεις φόρων και όχι από μείωση των κρατικών δαπανών. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη της απόφαση ήταν η χορήγηση επιδόματος στους υπαλλήλους της ΔΕΗ, μιας από τις πιο προνομιούχες συντεχνίες της χώρας. Περισσότερο, όμως, από την εξυπηρέτηση των πελατών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ενδιαφέρεται για τη διαχείριση της απάτης που την έφερε στην εξουσία.

 

Με τη διαπραγμάτευση επιδιώχτηκε να φανεί ότι η κυβέρνηση παλεύει σκληρά εναντίον των δανειστών και ότι για την αθέτηση των προεκλογικών της υποσχέσεων φταίνε εκείνοι και όχι η ίδια. Η τακτική αυτή μπορεί –προς το παρόν– να την έχει ευνοήσει στην διατήρηση της εξουσίας αλλά είναι αυτή που στέλνει το λογαριασμό στους πολίτες με την επιστροφή στην ύφεση, την αύξηση της ανεργίας και τους νέους φόρους. Ιδιαίτερα, όμως, χτυπάει το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας και τα αδύναμα στρώματα.

 

Έτσι η πολιτική Τσίπρα, αντί για ταξική αποδεικνύεται τοξική.

 

Σπύρος Βλέτσας από ΑthensVoice 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.