Μπορεί τα stress tests της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) να… έβγαλαν λάδι τις περισσότερες τράπεζες στην Ευρώπη, όμως οι ανησυχίες για την κεφαλαιακή κατάσταση ορισμένων εκ των «συστημικών» τραπεζών παραμένουν καθώς από τη μία τα «κόκκινα» δάνεια διατηρούνται σε απειλητικά επίπεδα και από την άλλη οι αγορές δεν δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη προς τον τραπεζικό κλάδο αποκαθίσταται με γοργούς ρυθμούς.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι τράπεζες έχουν να προετοιμαστούν για τις αλλαγές στα λογιστικά πρότυπα που θα ισχύσουν από την 1η Ιανουαρίου του 2018, οι οποίες θα τις υποχρεώσουν να… εγγράφουν προκαταβολικά τις ζημιές από τα δάνεια. Η πρώτη επίπτωση από την αλλαγή είναι ιδαίτερα σοβαρή. Σε σχετική έρευνα της Deloitte για το θέμα, οι τράπεζες στην πλειονότητά τους εκτιμούν ότι με… το καλημέρα των νέων κανονισμών οι επισφάλειες θα αυξηθούν κατά 25%, ασκώντας επιπρόσθετες πιέσεις στα κεφάλαιά τους.
Την ώρα, λοιπόν, που οι τράπεζες πασχίζουν να βρουν κεφάλαια για να καλύψουν τις απαιτήσεις που προκύπτουν από το ενισχυμένο ρυθμιστικό πλαίσιο και την εκτίναξη των «κόκκινων» δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καλούνται παράλληλα να προετοιμαστούν για τη μεγάλη αλλαγή που θα λάβει χώρα το 2018.
Πρόκειται για την εφαρμογή του αναθεωρημένου Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, IFRS 9, το οποίο μεταξύ άλλων εστιάζει στην απομείωση των στοιχείων ενεργητικού και ουσιαστικά φέρνει τα πάνω κάτω στον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες αποτυπώνουν λογιστικά τις επισφάλειες.
Η έρευνα της Deloitte έρχεται να… ταράξει τα ήδη ταραγμένα νερά στον κλάδο, καθώς δείχνει ότι οι παγκόσμιες τράπεζες είναι ανέτοιμες, απροετοίμαστες και απασιόδοξες αναφορικά με την μετάβασή τους στα νέα λογιστικά πρότυπα που θα εφαρμοστούν από το 2018, προσθέτοντας έναν ακόμη “πονοκέφαλο” στις ρυθμιστικές Αρχές.
Στην έκτη έκδοση της έρευνας “Global IFRS Banking Survey”, η Deloitte εστιάζει στο πως αντιμετωπίζονται από τις τράπεζες οι απαιτήσεις των λογιστικών προτύπων IFRS 9 για τις επισφάλειες και οι προκλήσεις στην μοντελοποίηση, ενώ επιδιώκει να δώσει σε επενδυτές, ρυθμιστικές Αρχές και την αγορά γενικότερα, πληροφορίες για τις σκέψεις που επικρατούν στον κλάδο.
Ένα από τα βασικά σημεία που στοχεύουν τα νέα λογιστικά πρότυπα είναι η μετάβαση από το υφιστάμενο καθεστώς “αναγνωρισμένων ζημιών” σε ένα νέο περιβάλον “αναμενόμενων ζημιών” στο οποίο οι τράπεζες θα αναγνωρίζουν λογιστικά τις εκτιμώμενες ζημιές.
Με αυτόν τον τρόπο, οι ρυθμιστικές Αρχές ευελπιστούν να αποφύγουν τα προβλήματα που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, όταν οι τράπεζες δεν μπορούσαν να αποτυπώσουν λογιστικά τις ζημιές μέχρι αυτές να συμβούν παρά το γεγονός ότι ήξεραν πως θα συμβούν. Η αλλαγή αυτή εκτιμάται ότι θα βοηθήσει έτσι ώστε οι τράπεζες να διατηρούνται επαρκώς κεφαλαιοποιημένες για τα δάνεια που έχουν χορηγήσει.
Αναλυτές θεωρούν ότι οι τράπεζες θα δυσκολευθούν να προσαρμοστούν στα νέα πρότυπα καθώς καλούνται να αναπτύξουν… μαντικές ικανότητες και να προβλέπουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τις μελλοντικές ζημιές. Και όλα αυτά, σε έναν κόσμο που αλλάζει καθημερινά, με απρόσμενα γεγονότα και εξελίξεις που σοκάρουν, έναν κόσμο που οποιαδήποτε πρόβλεψη – ακόμη και βραχυπρόθεσμη – είναι παρακινδυνευμένη.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο αναλυτής της KPMG, Steven Hall στους FT, “οι επιχειρήσεις πρέπει να εξετάσουν μία σειρά μελλοντικών σεναρίων και στο υφιστάμενο περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας, δεν είναι καθόλου εύκολο να αξιολογήσει κανείς τον αντίκτυπό τους”. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι οι εκτιμήσεις για την αύξηση των επισφαλειών κατά 25% είναι επιφυλακτικές.
Η μετάβαση θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική αλλά και δύσκολη τεχνικά, κυρίως των απαιτήσεων στην μοντελοποίηση στο πλαίσιο της καταγραφής των αναμενόμενων ζημιών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι τράπεζες έχουν ήδη ξεκινήσει τη διαβούλευση με τις ρυθμιστικές Αρχές με στόχο να εξασφαλίσουν μια περίοδο… προσαρμογής για την καλύτερη ενσωμάτωση των νέων κανόνων.
Στην προσπάθειά τους να προλάβουν νέες τραπεζικές κρίσεις, λοιπόν, οι ρυθμιστικές Αρχές προετοιμάζουν το έδαφος για την εφαρμογή νέων λογιστικών προτύπων για τις τράπεζες, των IFRS 9, το 2018.
Η έρευνα της Deloitte καταγράφει τις απόψεις 91 τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων 16 που θεωρούνται χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με παγκόσμια συστημική σημασία.
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας είναι τα ακόλουθα:
Το 60% των τραπεζών δεν ποσοτικοποίησε τον αντίκτυπο της μετάβασης στα λογιστικά πρότυπα IFRS 9, είτε γιατί απλά δεν το έκανε, είτε διότι δεν μπορούσε να το κάνει. Από τις τράπεζες που το έπραξαν, η πλειοψηφία εκτιμά ότι οι συνολικές προβλέψεις για επισφάλειες θα αυξηθούν έως και 25% σε όλες τις τάξεις τίτλων.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό εύρημα, καθώς εκτιμάται ότι οι επισφάλειες των τραπεζών θα αυξηθούν μέσα στους επόμενους μήνες, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί το Brexit και η οικονομική στασιμότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά συνέπεια, η “αυτόματη” αύξηση των επισφαλειών κατά 25% με την εφαρμογή των IFRS 9 ίσως αποδειχθεί “θανάσιμη” για ορισμένες τράπεζες.
Επίσης, οι τράπεζες στην πλειονότητά τους εκτιμούν ότι απλά και μόνο η εφαμοργή των νέων προτύπων θα οδηγήσει σε επιδείνωση τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, με τον δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων να υποχωρεί κατά μέσο όρο κατά 0,5%. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων (αύξηση επισφαλειών, μείωση κεφαλαιακών δεικτών) υποχρεώνει τις ρυθμιστικές αρχές να βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού για την επόμενη διετία.
Η αβεβαιότητα δεν σταματά εδώ. Το 99% των συμμετεχόντων δηλώνει ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν έχουν ενημερώσει για το πως θα ενσωματωθούν τα νέα πρότυπα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Το 70% των συμμετεχόντων αναμένει μείωση του δείκτη core tier 1 κατά 50 μονάδες βάσης, λόγω της μετάβασης στο νέο καθεστώς.
Την ίδια ώρα, το συνολικό ύψος των προϋπολογισμών για το πρόγραμμα μετάβασης συνεχίζει να αυξάνεται. Ωστόσο, πάνω από τα δύο τρίτα των προϋπολογισμών δεν έχουν ακόμη δαπανηθεί, ενώ απομένουν μόνο δύο χρόνια για την ημερομηνία μετάβασης στο νέο καθεστώς.
Σχεδόν οι μισές τράπεζες εκτιμούν ότι δεν διαθέτουν επαρκή τεχνικά μέσα για να φέρουν εις πέρας το project των IFRS 9, ενώ περίπου το ένα τέταρτο εξ αυτών δεν πιστεύουν ότι θα υπάρξουν τα κατάλληλα μέσα στην αγορά για να καλυφθούν τα κενά.
Του Κωνσταντίνου Μαριόλη, Liberal