Στις καλένδες η δωρεάν νομική βοήθεια

Στις ελληνικές καλένδες παραπέμπεται ο νόμος για την κατοχύρωση της δωρεάν νομικής βοήθειας για τους δανειολήπτες που αγωνίζονται για να ξεφύγουν από τα πλοκάμια των τραπεζών και των distress funds και να σώσουν τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους από τη βέβαιη αρπαγή, τους πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις. Ουκ ολίγοι οι βουλευτές που δεσμεύτηκαν ζωντανά με δηλώσεις τους στο ραδιοφωνικό σταθμό radio1d.gr  του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος, ότι θα ασχοληθούν με το θέμα και θα πιέσουν τη κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματά τους, ώστε να γίνει νόμος του κράτους η επέκταση της δωρεάν νομικής βοήθειας και για τους δανειολήπτες, αλλά δεν έχουν κάνει τίποτα μέχρι τώρα.

Είναι οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Βασίλης Γιόγιακας, ο Θανάσης Παπαχριστόπουλος από τους ΑΝΕΛ, ο Γιάννης Θεοφύλακτος από το ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιώργος Αμυράς από το Ποτάμι, ο Αριστείδης Φωκάς από την Ένωση Κεντρώων, αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης. Όλοι αυτοί δεσμεύτηκαν, αλλά δεν έκαναν τίποτα για τη δωρεάν νομική βοήθεια. Αλλά αυτός που τόλμησε να πει τα πράγματα με το όνομά τους είναι ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής, Γιάννης Λαγός, ο οποίος δήλωσε ότι η κυβέρνηση δεν θα φέρει ποτέ το νόμο για ψήφιση ή θα τον φέρουν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της, όταν πια όλα θα έχουν τελειώσει και τα distress funds θα έχουν αρπάξει τα σπίτια των δανειοληπτών.

Δηλαδή, η κοροϊδία στον ανώτερο βαθμό. Ένα πάγιο αίτημα των δανειοληπτών έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες και δεν έρχεται προς ψήφιση στη Βουλή για να γίνει νόμος του κράτους, τη στιγμή που άλλα φορολογικά νομοσχέδια, η νομοσχέδια που είναι εις βάρος των δανειοληπτών, έρχονται στη Βουλή με διαδικασίες εξπρές και ψηφίζονται από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, αλλά και κάποια – που δήθεν θα σώσουν τις τράπεζες – και από τους βουλευτές των άλλων κομμάτων. Αλλά κανείς τους δεν ενδιαφέρεται για τους δανειολήπτες.

Από τον περασμένο Ιούλιο που αναγκάστηκε η κυβέρνηση να φέρει το νομοσχέδιο στη δημόσια διαβούλευση, μετά από συνεχείς και επίμονες πιέσεις του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Το έκαναν για να σταματήσουν οι φωνές διαμαρτυρίας και η πίεση του Συλλόγου. Αλλά ακόμα δεν το έφεραν στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής για να συζητηθεί, ώστε μετά να έρθει προς ψήφιση στη Βουλή και να γίνει νόμος τους κράτους.

Αλλά δεν πρόκειται να το κάνουν γιατί δεν συμφέρει στα μεγάλα συμφέροντα, στις τράπεζες και στα distress funds στα οποία η κυβέρνηση άνοιξε ήδη το δρόμο για να αρπάξουν τα σπίτια και τις επιχειρήσεις των δανειοληπτών, και μάλιστα σε τιμές τόσο εξευτελιστικές, που σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να διασωθούν οι τράπεζες.

Αντίθετα, τώρα που άφησαν τα distress funds ελεύθερα να αλωνίζουν στη χώρα και να αγοράζουν τζάμπα τα κόκκινα δάνεια, ιδρύουν τα περιβόητα, αλλά άχρηστα πλέον ΚΕΠ δανειοληπτών – και μάλιστα με χρήματα από το ΕΣΠΑ, μόνο και μόνο για να βολέψουν διάφορους ημέτερους και τη κυβερνητική κομματική πελατεία τους.

Και θα ξοδέψουν γι αυτό το σκοπό εκατομμύρια ευρώ του ΕΣΠΑ, τη στιγμή που η ψήφιση της δωρεάν νομικής βοήθειας δεν θα κόστιζε στη κυβέρνηση ούτε μισό ευρώ για να ψηφιστεί και να εφαρμοστεί.

Και όλα αυτά τα χρήματα από το ΕΣΠΑ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στις αδύναμες οικονομικά ομάδες ή για να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία που σφαδάζει καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη δημιουργώντας νέες στρατιές ανέργων.

Τον περασμένο Ιούλιο, μετά από τις συνεχείς, άοκνες και επίμονες προσπάθειες του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος για τη δίκαιη αξιολόγηση των αιτήσεων των αδύναμων πολιτών για παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, που διήρκησαν πάνω από έναν χρόνο, το υπουργείο Δικαιοσύνης προώθησε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου με το οποίο παρέχεται πλέον δωρεάν νομική βοήθεια σε όσους τη δικαιούνται, χωρίς να υπάρχει πια το εμπόδιο του τεκμαρτού εισοδήματος.

Ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζαν χιλιάδες πολίτες που βρίσκονταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση, ώστε να γίνει δίκαιος ο νόμος, να υπάρξουν οι απαραίτητες διευκρινίσεις, και να μην αφήνεται στην κρίση και ερμηνεία των εκάστοτε δικαστών να λάβουν υπόψη το τεκμαρτό εισόδημα του αιτούντος δωρεάν νομική βοήθεια, κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνούσε το πραγματικό εισόδημα, με αποτέλεσμα να αρνούνται οι δικαστές να δεχτούν και να ικανοποιήσουν το αίτημα. Το νομοσχέδιο που βγήκε σε δημόσια διαβούλευση διευκρίνιζε ακριβώς το ποιοι εκ των αιτούντων δικαιούνται δωρεάν νομική βοήθεια, βάζοντας τέλος σε μια τεράστια περιπέτεια με την οποία ήταν αντιμέτωποι χιλιάδες Έλληνες που είχαν χαμηλό ή καθόλου εισόδημα.

Ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Β. Ελλάδος, στις ενημερωτικές επιστολές που έστειλε για το θέμα προς τους βουλευτές όλων των κομμάτων, δεν εντόπιζε απλά το πρόβλημα, αλλά – σε συνεργασία με την ομάδα νομικών του – κατήρτισε συγκεκριμένη πρόταση – λύση για το θέμα. Προτείνει την τροποποίηση του ύψους του εισοδήματος για τον χαρακτηρισμό ενός πολίτου ως έχων χαμηλό εισόδημα με βάση τα κριτήρια και τις αντικειμενικές και επιστημονικές μελέτες και συμπεράσματα της ΕΛ.ΣΤΑΤ και του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που δημοσιεύτηκε στις 10-4-2014.

Εκεί προσδιορίζεται με οικονομικά, στατιστικά και επιστημονικά κριτήρια το κόστος της εύλογων δαπανών διαβίωσης των φυσικών προσώπων στην Ελλάδα. Οι ως άνω στατιστικές των ανωτέρω φορέων είναι το πλέον αντικειμενικό σημείο αναφοράς για το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα σήμερα και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό του εισοδηματικού κριτήριου για την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας.

Αυτό σημαίνει ότι όποιο εισόδημα ανέρχεται μέχρι του εκάστοτε προσδιορισμένου ποσού για τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης από τους ως άνω φορείς, πρέπει να θεωρείται χαμηλό υπό την έννοια του νόμου και να παράσχετε στους πολίτες αυτούς δωρεάν νομική βοήθεια.

Και τούτο διότι όταν το ίδιο το κράτος θέτει ένα όριο για τις δαπάνες διαβίωσης των πολιτών, στις οποίες ΔΕΝ συμπεριλαμβάνει έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια, δεν μπορεί να προσδιορίζει έπειτα το όριο για την παροχή νομικής βοήθειας σε χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης.

Άλλως θα έπρεπε να αυξήσει το επίπεδο και τα όρια των εύλογων δαπανών διαβίωσης ώστε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και ένα ποσό που θα αντιπροσωπεύει τα έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια.

Συνεπώς, πολίτης με χαμηλό εισόδημα θα πρέπει να θεωρείται όποιος έχει πραγματικό (και όχι τεκμαρτό !) εισόδημα το οποίο κείται εντός των ορίων των εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και όχι όποιος έχει ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Γιατί, σε κρίσιμες εποχές, όπως αυτή που διανύουμε, η παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας είναι βαρύνουσας σημασίας για όλους τους πολίτες και ιδίως για αυτούς με αποδεδειγμένα χαμηλό εισόδημα. Αναμφίβολα διανύουμε μια κρίσιμη εποχή, ωστόσο χιλιάδες συμπολίτες μας εμπλεκόμενοι καθημερινά σε νομικές υποθέσεις, είτε ποινικές (ασφαλιστικές διαφορές ΟΑΕΕ, ΙΚΑ) είτε αστικές (υπαγωγή στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ν. 3869/2010, προσημειώσεις ακινήτων λόγω τραπεζικών οφειλών, κατασχέσεις κ.λ.π) ή εμπορικές (πτωχεύσεις κ.λ.π) αδυνατούν να εκπροσωπηθούν νομικά με αποτέλεσμα πολλές φορές ή να οδηγούνται φυλακή ή να χάνουν τις περιουσίες μια και χωρίς νομική εκπροσώπηση δικάζονται ερήμην με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είναι άδικο να αρνείται το δικαστήριο δωρεάν νομική συνδρομή σε πολίτες που δεν έχουν πραγματικό αλλά τεκμαρτό εισόδημα.

Με την υπ΄ αριθ. 3346/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε η αίτηση δανειολήπτριας για χορήγηση νομικής βοήθειας του Ν.3226/2004 λόγω υπέρβασης του προβλεπόμενου από το άρθρο 1 εισοδηματικού κριτηρίου.

Συγκεκριμένα, η ως άνω αιτούσα δεν είχε εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, η ελευθέρια επαγγέλματα, πλην, όμως το εμφαινόμενο στο εκκαθαριστικό της εισόδημα ήταν τεκμαρτό, προερχόμενο από την κατοικία, στην οποία διαμένει μόνιμα με τα δύο ανήλικα τέκνα της και της οποίας έχει την κυριότητα από αποδοχή κληρονομιάς.

Το αυτό συνέβη και με την 2335/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση μιας ακόμα δανειολήπτριας.

Με αφορμή τις παραπάνω υποθέσεις ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος επισημαίνει ότι:  Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3226/2004 « 1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, Δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Σε περίπτωση ενδοοικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη».

Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του Ν.3226/2004 αναφέρεται ότι «Με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου σε δικαστική ακρόαση και προστασία των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του.

Παράλληλα, κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος η αρχή του κοινωνικού κράτους τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και όλα τα κρατικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν των ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης και προστασίας εξακολουθεί να εξαρτάται από τους οικονομικούς πόρους του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Η εξάρτηση, όμως της πρόσβασης  στη δικαιοσύνη από την οικονομική κατάσταση, μπορεί να οδηγήσει σε πλημμελή άσκηση ή και αδυναμία ασκήσεως του συνταγματικού δικαιώματος, προς βλάβη των δικαιωμάτων των αδύναμων προσώπων. Για το λόγο αυτό επιτάσσεται η οργάνωση θεσμού παροχής νομικής αρωγής προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος με μέριμνα της πολιτείας. Με το σχέδιο νόμου οργανώνεται πλήρες σύστημα νομικής βοήθειας προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος για την πραγμάτωση των προαναφερθέντων συνταγματικών επιταγών και την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών μας. Βασική επιδίωξη είναι η δημιουργία ενός διευρυμένου, αλλά και βιώσιμου πλαισίου νομικής αρωγής για οικονομικά ασθενή μέλη του κοινωνικού συστήματος…

Με τη δεύτερη παράγραφο ορίζεται ότι ως χαμηλού εισοδήματος θεωρούνται εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Αυτός ο περιορισμός είναι αναγκαίος, ιδίως κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του Νόμου, ώστε να διασφαλιστεί ότι η βοήθεια της πολιτείας θα παρέχεται σε εκείνους που την έχουν ανάγκη».

Από τα παραπάνω συνάγεται με σαφήνεια ότι ως εισόδημα νοούνται τα ποσά που αποκομίζει ο δικαιούχος από την εργασία του ή άλλες πηγές και τα οποία του εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ρευστότητα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα εν γένει δικαστικά έξοδα και αμοιβές δικηγόρων προκειμένου να τύχει νομικής προστασίας.

Το τεκμαρτό εισόδημα το οποίο είναι πλασματικό και το οποίο προκύπτει από την κυριότητα της κατοικίας στην οποία διαμένει αυτός και η οικογένεια του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν ως εισόδημα συμπεριλαμβανόμενο ή συνυπολογιζόμενο στο αναφερόμενο στο άρθρο 1 ανώτατο όριο εισοδήματος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του γεγονότος ότι από την κύρια κατοικία του, δεν μπορεί να αποκομίσει κανένα περιουσιακό όφελος, εκμεταλλευόμενος αυτήν.

Συνεπώς, το εισοδηματικό κριτήριο του άρθρου 1 του Ν.3226/2004, χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης, ή και τροποποίησης, καθόσον η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, ως εισόδημα νοείται και το τεκμαρτό εισόδημα από την κύρια κατοικία του δικαιούχου νομικής βοήθειας, αντιβαίνει στο σκοπό του Νόμου, καθώς και στις επιταγές του Συντάγματος και των Ευρωπαϊκών Συμβάσεων για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Η αοριστία σχετικά με το είδος και τη φύση του εισοδήματος, έχει οδηγήσει στην έκδοση πληθώρας απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων, εις βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών που έχουν πραγματική ανάγκη της δωρεάν δικαστικής προστασίας.

Εξάλλου και τελολογικά ερμηνευόμενη η εν λόγω διάταξη άγει στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης αναφερόμενος σε πολίτες χαμηλού <<εισοδήματος>> ξεκάθαρα εννοεί το πραγματικό εισόδημα που διαθέτει ο αιτούμενος νομική βοήθεια πολίτης και όχι το τεκμαρτό και δη όταν το εισόδημα τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνο ότι αυτός (ο πολίτης) διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία.  Εάν διαστείλουμε σ’ αυτό τον βαθμό την έννοια του εισοδήματος, τότε θα οδηγηθούμε στο άτοπο ο πολίτης με τεκμαρτό εισόδημα άνω του εισοδήματος που προβλέπει ο νόμος να βρίσκεται σε δυσμενέστερη σχέση με τον άεργο και άνεργο γόνο ευκατάστατου πατρός που δικαιούται νομικής βοήθειας επειδή δεν διαθέτει κινητή η ακίνητη περιουσία.

Τέλος, ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος προτείνει την τροποποίηση το ύψους του εισοδήματος για τον χαρακτηρισμό ενός πολίτου ως έχων χαμηλό εισόδημα με βάση τα κριτήρια και τις αντικειμενικές και επιστημονικές μελέτες και συμπεράσματα της ΕΛ.ΣΤΑΤ και του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που δημοσιεύτηκε την 10-4-2014.

Εκεί προσδιορίζεται με οικονομικά, στατιστικά και επιστημονικά κριτήρια το κόστος της εύλογων δαπανών διαβίωσης των φυσικών προσώπων στην Ελλάδα.

Οι ως άνω στατιστικές των ανωτέρω φορέων είναι το πλέον αντικειμενικό σημείο αναφοράς για το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα σήμερα και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό του εισοδηματικού κριτήριου για την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας.

Αυτό σημαίνει ότι όποιο εισόδημα ανέρχεται μέχρι του εκάστοτε προσδιορισμένου ποσού για τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης από τους ως άνω φορείς, πρέπει να θεωρείται χαμηλό υπό την έννοια του νόμου και να παράσχετε στους πολίτες αυτούς δωρεάν νομική βοήθεια.

Και τούτο διότι όταν το ίδιο το κράτος θέτει ένα όριο για τις δαπάνες διαβίωσης των πολιτών, στις οποίες ΔΕΝ συμπεριλαμβάνει έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια, δεν μπορεί να προσδιορίζει έπειτα το όριο για την παροχή νομικής βοήθειας σε χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης.

Άλλως θα έπρεπε να αυξήσει το επίπεδο και τα όρια των εύλογων δαπανών διαβίωσης ώστε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και ένα ποσό που θα αντιπροσωπεύει τα έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια.

Συνεπώς, πολίτης με χαμηλό εισόδημα θα πρέπει να θεωρείται όποιος έχει πραγματικό (και όχι τεκμαρτό !) εισόδημα το οποίο κείται εντός των ορίων των εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και όχι όποιος έχει ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

danioliptes.gr