Από το 1974 και για αρκετά χρόνια πίστευα ότι είναι ύβρις για το Πολυτεχνείο να μετατραπεί από μνήμη αυθόρμητης νεολαιίστικης εξέγερσης κατά της χούντας σε επίσημη σχολική γιορτή και αργία. Από τότε ζούμε την ύβρι να καταθέτει στεφάνια ο κάθε άσχετος καρεκλοκένταυρος της πολιτικής εξουσίας και καθένας απ αυτούς που το ξεπούλησαν για μια καρέκλα εξουσίας. Φέτος τα μέλη της κυβέρνησης τους ξεπέρασαν όλους σε έλλειψη τσίπας.
Τα γράφω αυτά γιατί το Πολυτεχνείο ήταν πάνω απ όλα τα άλλα και έξω από ιδεολογικές διαφορές ένα ΟΧΙ. Ένα αυτοθυσιακό ΟΧΙ μιας χούφτας νέων κυρίως, που το βροντοφώναξαν αψηφώντας τις συνέπειες από τα βασανιστήρια στα κελιά του ΕΑΤ ΕΣΑ και της Ασφάλειας και αψηφώντας τις συνέπειες του θανάτου από τους ελεύθερους σκοπευτές και τους ασφαλίτες γύρω από τα πολύπαθα κτήρια.
Μ αυτή την έννοια, το Πολυτεχνείο και το μήνυμά του είναι πρώτα και κύρια ένα: Η αντίσταση και η υπεράσπιση ιδεών, αψηφώντας τις συνέπειες.
Στα χρόνια που έχουν περάσει κατέληξα μέσα μου ότι οι νέες γενιές θα ήταν χρήσιμο για την κοινωνία αν διδάσκονταν αυτή τη στάση. Κι έτσι συμφιλιώθηκα με την ιδέα της γιορτής στα σχολεία και της διδαχής αυτής της εξέγερσης, ακόμα κι αν τέτοιου είδους φιέστες έχουν τουλάχιστον δύο παρενέργειες:
Η πρώτη είναι ότι το πιο συχνά εξελίσσονται σε καρικατούρα του γεγονότος που εξυμνούν, είτε μυθολογώντας και τερατολογώντας είτε μετατρέποντάς το σε ρουτίνα.
Η δεύτερη είναι η μετατροπή μιας εξέγερσης που σπρώχτηκε από δίψα για ελευθερία σε υποχρέωση. Γιατί η γιορτή και η αργία είναι υποχρέωση. Δουλεία. Αγγαρεία για τους μαθητές. Εξαρτάται απ το δάσκαλο. Και δεν είναι πολλοί οι κατάλληλοι.
Παρ όλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή σ εκείνη την εξέγερση εξαργυρώθηκε από μερικούς σε πολιτικά και οικονομικά οφέλη διατήρησα την πεποίθηση ότι τέτοιες μνήμες και διδάγματα είναι χρήσιμο για τη Δημοκρατία να μεταβιβάζονται, παρά τις επί μέρους κακοποιήσεις τους, επειδή η Δημοκρατία δεν ξέρει ποτέ πότε θα χρειαστεί πάλι της εξέγερση για την υπεράσπισή της. Ως συνήθως με κινητήρια δύναμη τη νεολαία.
Ο δεύτερος σοβαρός λόγος που αποκρυστάλωσα αυτή την άποψη ήταν ότι από τους όχι πάνω από περίπου 5.000 ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμμετείχαν πριν, κατά και μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73, η συντριπτική πλειονότητα παρέμεινε σεμνά στην ανωνυμία και στην Αθήνα και στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο και στα Γιάννενα.
Επειδή αυτοί οι πραγματικοί ήρωες μαζί με τους επώνυμους σαν τον Μήτσο τον Παπαχρήστο και την Πέπη τη Ρηγοπούλου, που παρέμειναν σεμνοί, αισθάνθηκαν ότι το μόνο που έκαναν ήταν το καθήκον τους απέναντι σ αυτά που πίστευαν και τίποτε παραπάνω. Αυτό όμως το τίποτε παραπάνω είναι το παραπάνω απ όλα.
Κι αυτό το τελευταίο είναι χρήσιμο για τη Δημοκρατία να διδάσκεται.
Αν το Πολυτεχνείο είναι μάθημα αυτοθυσιακής αντίστασης για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, είναι σχιζοφρενικό, ντροπιαστικό και χείριστο παράδειγμα για τη νεολαία όλοι αυτοί που παρελαύνουν με τα στεφάνια τους για να τιμήσουν το δίδαγμα- γιατί περί αυτού πρόκειται- την ώρα, που έχουν σκύψει και σκύβουν το κεφάλι, εφαρμόζοντας στην πράξη αυτά που λένε ότι δεν πιστεύουν, με τη γελοία δικαιολογία «ότι πιέστηκαν»!
Δεν έχω καμιά απαίτηση από τους συντηρητικούς πολιτικούς που πιστεύουν και εφαρμόζουν συντηρητικές πολιτικές και δεν αισθάνομαι ότι ξεπουλάνε τίποτε ή ότι κακοποιούν τη μνήμη της Εξέγερσης, τιμώντας την, αρκεί να μην είναι φασίστες. Αυτό κι αν θα ήταν γλοιώδης υποκρισία. Δεν διαφήμισαν ποτέ ότι οι ιδέες τους είναι πάνω απ΄όλα και ότι θα τις υπερασπιστούν μέχρι θανάτου, ούτε ορκίζονται νυχθημερόν σε αγάλματα και ιστορίες ανυποχώρητης αντίστασης, έχοντας στα χείλη τους ένα «όχι» για όλα με όσα δεν συμφωνούν.
Όταν έχεις για σημαία σου τα «όχι», αυτά τα «όχι» σε υποχρεώνουν να είσαι και συνεπής μαζί τους. Αλλιώς ξεφτιλίζεις τη σημαία σου. Κι αυτό αφορά σε όλους. Επειδή η πράξη τεκμηριώνει τη θεωρία. Στην πράξη φαίνεσαι ποιος είσαι κι όχι στη θεωρία.
Αφορά, όμως κυρίως, όσους από την ελληνική αριστερά έχουν χτίσει μια ζωή και μια πολιτική παρουσία πάνω στα «όχι», που εδώ και ενάμισι χρόνο έχουν μετατρέψει σε «ναι», με τη γελοία δικιολογία ότι πιέστηκαν από τους κακούς και από τις συνθήκες! Ακόμα πιο γελοίο, επικαλούνται για όλα αυτά τα «ναι» το εθνικό συμφέρον! Ανακάλυψε και η ελληνική νεοαριστερά το έθνος, για το οποίο βγάζει σπυριά από τα γενοφάσκια της… Προφανώς το βρήκε κάτω από τις καρέκλες που κάθεται, σιτιζόμενη στο Πρυτανείο.
Βλέποντας, λοιπόν, όλους αυτούς τους δήθεν κυβερνητικούς αγωνισταράδες, που δεν έχουν τολμήσει να εφαρμόσουν ούτε ένα «όχι» απ αυτά που εύκολα ξεστομίζουν, να καταθέτουν στεφάνια στο μνημείο του Δημοκρατικού και αυτοθυσιακού ΟΧΙ, στο Πολυτεχνείο αναρωτιέμαι:
Πόσο μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια μπορείς να διδάξεις στη νεολαία, εσύ, σαν ζωντανό παράδειγμα αναξιοπρέπειας;
Γ. Παπαδόπουλος-Τετράδης, Liberal