Προ ολίγων εβδομάδων, ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P) δημοσιοποίησε τη δική του έκθεση πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας μας. H S&P επιβεβαίωσε ότι αξιολογεί την Ελλάδα τρεις βαθμίδες υψηλότερα από τη Moody’s, με σταθερές προοπτικές.

Το πιο ενδιαφέρον είναι η εκτίμηση της S&P ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε 0,4% το 2016 (αντί για μείωση 1% που πρόβλεπε τον Ιούλιο, πέρυσι) και, ειδικότερα, η πρόβλεψή της ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί 2,5% το 2017, 2,7% το 2018, 3% το 2019 και 3,2 % το 2020 με την ανεργία να μειώνεται στο 15% εκείνο το έτος.

Πρόκειται για προβλέψεις που προμηνύουν επικείμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την είσοδό της σε μια νέα πορεία μεγέθυνσης.

Διότι, αν η ανάπτυξη πιάσει το 3,2% το 2020, τότε η μέση αύξηση του ΑΕΠ στην περίοδο 2021-2030 δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 2,3% – εκτιμά ο έγκυρος οικονομολόγος, ο κ. Δ. Μαρούλης, πρώην διευθυντής μελετών της Alpha Bank, νυν συνεργάτης της «Στόχασις».

Και, εφόσον η ανεργία το 2020 θα μειωθεί στο 15% από 22,6% το 2016 –συνεχίζει– δεν θα απαιτηθούν 21 έτη, όπως υποστηρίζει ο Πόουλ Τόμσεν, αλλά λιγότερα από 10 έτη για να πέσει η ανεργία στα επίπεδα του 8%, των προ της κρίσης ετών.

Φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ; Η σωστή απάντηση είναι: Εξαρτάται.

Η εποχή των θυσιών δεν έχει τελειώσει – πόρρω απέχουμε. Ομως, η ελληνική οικονομία αργά και βασανιστικά (έτσι, δηλαδή, όπως εξελίσσονται όλα στην Ελλάδα…) αλλάζει. Βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές έχουν γίνει και εξελίσσονται στον πυρήνα της. Αλλαγές, που σαρώνουν το ιστορικά παρωχημένο παρασιτικό μοντέλο και υποστηρίζουν ένα νέο πρότυπο καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Τα ίχνη αυτού του νέου προτύπου αποτυπώνονται σε μία σειρά στοιχείων που δημοσιοποιούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Στατιστικής και της Τράπεζας της Ελλάδας. Στοιχεία σημαντικά – αν και ελάχιστα απασχολούν τον δημόσιο διάλογο και τους (κρατικούς- ιδιωτικούς…) μηχανισμούς ενημέρωσης.

Ορισμένες εξαιρετικά δραστικές διαρθρωτικές αλλαγές έχουν ήδη παγιωθεί ή παγιώνονται – βεβαίως, με κοινωνικά επώδυνο τρόπο:

Μία είναι το σπάσιμο της φούσκας του ευρύτερου κρατικού τομέα. Η απασχόληση σε αυτόν μειώθηκε κατά 30% περίπου, οι δαπάνες του μειώθηκαν δραστικά σε απόλυτο μέγεθος, ενώ παράλληλα έχουν συγκρατηθεί σημαντικά και ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξαιτίας της πιο σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής που έγινε ποτέ στην Ευρώπη.

Δεύτερη είναι το σπάσιμο της φούσκας επιχειρήσεων, εξαιτίας του σπασίματος της φούσκας της κατανάλωσης. Περίπου 250.000 επιχειρήσεις έκλεισαν, οι περισσότερες ήταν εμπορικές βιτρίνες με εισαγόμενα, ενώ πολλές από αυτές επιβίωναν χάρη στην εισφορο- και φοροδιαφυγή. Μαζί, τελειώνει και το μοντέλο των επιχειρήσεων που υπερχρεώνονταν επειδή λεηλατούνταν. Το πάρτι τέλειωσε.

Η οικονομία ανοίγει τον δρόμο της μέσα από την κρίση, πολλά από τα παλιά πεθαίνουν, κάτι νέο γεννιέται. Μέσα από τα ερείπια του παλιού, αναδύεται ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο καπιταλιστικής ανάπτυξης, που έχει ως θεμέλιο τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Αυτή είναι η τρίτη σημαντική διαρθρωτική αλλαγή στην ελληνική οικονομία.

Το 2009 το μερίδιο των μη εμπορεύσιμων ήταν 51% στη συνολική προστιθέμενη αξία και 55% στην απασχόληση. Μέσα στην κρίση, μετά το 2010, η τάση αναστρέφεται. Το μέγεθος του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων στην ιδιωτική οικονομία αυξήθηκε κατά 12% σε όγκο, κατά 24% σε ονομαστικές τιμές και κατά 8% στην απασχόληση.

Μέσα στα χρόνια της κρίσης, ένα ολωσδιόλου νέο οικονομικό τοπίο διαμορφώνεται. Εχουν γίνει βαθιές (και επώδυνες) διαρθρωτικές αλλαγές. Απομένει να αξιοποιηθούν. Δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να επιτευχθεί αυτό. Και δεν είναι δύσκολο να πάνε χαμένες – αυτό υποδηλώνει η απότομη αμφισβήτηση της θετικής συγκυρίας που είχε διαμορφωθεί μέχρι πρότινος, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η καθυστέρηση της αξιολόγησης.

Για να μην πεταχθούν στα σκουπίδια όσα με αίμα έχουν επιτευχθεί, απαιτούνται σύνεση και αποφασιστική μεταρρυθμιστική δράση με πνεύμα εθνικής συνεννόησης. Η συνεννόηση είναι μονόδρομος για να αξιοποιηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν επέλθει και να αποδώσουν καρπούς, δηλαδή διατηρήσιμες θέσεις εργασίας. Οι Πορτογάλοι, οι Ιρλανδοί, οι Κύπριοι, όλοι όσοι είχαν τη δύσκολη εμπειρία προγράμματος διάσωσης, γνωρίζουν ότι εναλλακτική στη συνεννόηση δεν υπάρχει. Είναι καιρός, έπειτα από επτά χρόνια σε προγράμματα, να το μάθουμε κι εμείς.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΛΙΤΣΗΣ, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ