Η σκληρή διαπραγμάτευση της κυβέρνησης δεν είναι τίποτε άλλο από ένα θέατρο. Μια χιλιοπαιγμένη παράσταση που για πρώτη φορά την είδαμε το 2015 με τον Γ. Βαρουφάκη και έσυρε τη χώρα επί μήνες στη χειρότερη θέση που είχε βρεθεί μέχρι τότε, με τραγικά αποτελέσματα για την Ελλάδα και τους πολίτες της χώρας. Γιατί κατέληξε σε ένα «ναι σε όλα» από τη πλευρά της κυβέρνησης σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών, με αποτέλεσμα να φέρει ένα τρίτο μνημόνιο, το οποίο βέβαια ήταν και πολύ χειρότερο και από τα δύο προηγούμενα μνημόνια, τα οποία ο Αλέξης Τσίπρας είχε υποσχεθεί και είχε διατυμπανίσει ότι θα τα σκίσει.

Και οι δανειστές το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό. Γνωρίζουν πολύ καλά την τακτική της κυβέρνησης. Όπως γνωρίζουν βέβαια και πάρα πολύ καλά ότι όλο αυτό το θέατρο δεν έχει ως αποδέκτες τους ίδιους τους δανειστές, αλλά τους Έλληνες φορολογούμενους πολίτες. Θέλει να δώσει την εντύπωση του αγωνιστή, που τελικά υποχωρεί μεν, αλλά καταφέρνει να μην υποχωρήσει σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών, αλλά τους υποχρεώνει να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους και να μειώσουν τις απαιτήσεις τους.

Αλλά φωνή δεν έχουν μόνο τα στελέχη της κυβέρνησης που μετέχουν στη διαπραγμάτευση και κάνουν δηλώσεις. Φωνή έχουν και οι εκπρόσωποι των δανειστών. Και σε ανεπίσημο επίπεδο, μιλάνε. Και μπορεί να μην λένε πολλά, αλλά αυτά τα λίγα που λένε, δίνουν την εικόνα της πραγματικότητας και βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Όπως λένε λοιπόν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις οι αξιωματούχοι των δανειστών, δεν έχουν κανέναν απολύτως προβληματισμό ως προς το αν θα κλείσει τελικά η συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση ή όχι. «Μισή»; «Μικρή»; Με «ουρές»; Μπορεί. Αλλά πάντως, συμφωνία θα υπάρξει. Ίσως με καταστροφική καθυστέρηση. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που ανησυχεί τους δανειστές. Αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να ανησυχεί τους ίδιους τους Έλληνες. Γιατί, τελικά, οι Έλληνες φορολογούμενοι υφίστανται τις συνέπειες από την καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις και από τις όποιες τελικές συμφωνίες.

Γιατί λοιπόν παίζεται όλο αυτό το θέατρο που τελικά κοστίζει σημαντικά στην ελληνική οικονομία και επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία; Για λόγους επικοινωνίας και διαχείρισης. Για να μπορέσει η κάθε πλευρά να διαχειριστεί όσο καλύτερα μπορεί, κατά την κρίση και την εκτίμησή της, τα δικά της «μέτωπα». Εσωκομματικά και σε σχέση με τους βουλευτές της η ελληνική κυβέρνηση. Αλλά αυτό το θέατρο ευνοεί και τους δανειστές. Γιατί μπορούν να την χρησιμοποιήσουν και οι ίδιοι για τη δική τους κοινή γνώμη και ιδιαίτερα Γάλλοι και κυρίως Γερμανοί.

Από ελληνικής πλευράς, ο πρωθυπουργός επιδιώκει να επιτύχει την υποστήριξη του συνόλου των 153 βουλευτών που απέμειναν στην κυβέρνηση για την ψήφιση των νέων μέτρων και της νέας συμφωνίας. Και η δήθεν ηρωική υποτίθεται αντίσταση στις ορέξεις των δανειστών, αποτελούν για τον πρωθυπουργό το «άλλοθι» που προσφέρει στους συνοδοιπόρους του για να καταπιούν στο τέλος αμάσητο ότι θα τους ζητηθεί. Τους δανειστές δεν τους ενοχλεί καθόλου αυτή η τακτική. Γιατί η καθυστέρηση βλάπτει την ελληνική πλευρά και όχι τους ίδιους. Έχουν μπει και εκείνοι λοιπόν στο παιχνίδι και συνδιαμορφώνουν το ευρύτερο κλίμα. Άλλωστε, αυτό που ενδιαφέρει τώρα τους δανειστές, τώρα που υπάρχουν οι εκλογές σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία, είναι να εμφανίζονται σκληροί και άτεγκτοι ως προς την επίλυση του προβλήματος με τους «αδιόρθωτους» Έλληνες. Ιδιαίτερα στη Γερμανία, η υποστήριξη ή μη προς την Ελλάδα έχει καταλήξει σε μείζον πολιτικό ζήτημα και όσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την άνοδο Σουλτς, τόσο απαιτείται μεγαλύτερη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος.

Από τη πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχει σοβαρότερα προβλήματα από το να ασχολείται με την Ελλάδα. Όπως οι τριγμοί σε μεγάλα ευρωπαϊκά – κυρίως γερμανικά – τραπεζικά ιδρύματα. Θεωρείται στη Φραγκφούρτη σχεδόν δεδομένο ότι θα κλείσει – με όποιον τρόπο και αστερίσκους – η συμφωνία, μάλλον οριστικά προς τον Μάιο ώστε στη συνέχεια να δώσουν στην Ελλάδα και την πρόσβαση στη περίφημη ποσοτική χαλάρωση.

Όλα λοιπόν γίνονται λιγότερο ή περισσότερο για τα προσχήματα. Όλα είναι επικοινωνία. Μόνο που η στρατηγική αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες στην ελληνική κοινωνία. Μία κοινωνία που έχει ξεπεράσει από καιρό τα όρια αντοχής της και αυτό γίνεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο ορατό. Και δεν λαμβάνει και κάτι άλλο υπόψη. Το ενδεχόμενο πολιτικού “ατυχήματος” στην Ευρώπη, πχ λόγω των γαλλικών εκλογών, ή και μία ενδεχόμενη μελλοντική διαφοροποίηση της στάσης του ΔΝΤ και των ΗΠΑ.

danioliptes.gr