Προετοιμάζεται το κλίμα για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς

Στήνεται σιγά – σιγά το σκηνικό που σκοπό έχει να δικαιολογήσει τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις ακινήτων.  Οι τιμές των ακινήτων έχουν καταβαραθρωθεί από το 2009, αλλά αναμένεται να ανακάμψουν από το 2018 και τότε, σύμφωνα με τους «ειδικούς», τα ακίνητα θα αποτελέσουν ξανά μια πολύ σοβαρή επένδυση. Μόνο που τότε δεν θα υπάρχουν πολλά ακίνητα σε ελληνικά χέρια. Οι τράπεζες θα τα έχουν αρπάξει και θα τα έχουν ξεπουλήσει σε πολύ χαμηλές τιμές στα διάφορα distress funds, που φοράνε τη προβιά του επενδυτή. Και το 2019 θα αρχίσουν να τα πουλάνε σε υψηλότατες τιμές για να βγάλουν κέρδη. Και πού θα πάνε τα λεφτά;

Όχι στο ελληνικό δημόσιο φυσικά. Θα πάνε στις τσέπες των καρχαριών των distress funds. Εύκολος πλουτισμό με μόνη δυσκολία την αναμονή μερικών χρόνων. Και πάλι, όχι αναμονή. Αλλά ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο απαιτείται για να βρεθούν στην κατοχή των distress funds όλα τα σπίτια των δανειοληπτών με κόκκινα δάνεια, που θα αρπάξουν οι τράπεζες με ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και κατασχέσεις.

Σύμφωνα με τους ειδικούς στην αγορά ακινήτων, το 2019 θα αποτελέσει το πρώτο έτος αυξήσεων των τιμών των κατοικιών μετά από μία δεκαετία πτώσης, ενώ το… 2026 μπορούμε να προσδοκούμε την εξίσωση των αξιών του έτους 2006! Ο τομέας της αγοράς οικιστικών ακινήτων βρίσκεται σε σημείο καμπής και θα είναι μια ευκαιρία για μια ελκυστική επένδυση από το 2018, υπό την προϋπόθεση ότι η αγορά έχει επίγνωση ότι οι επενδύσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα χρονικό ορίζοντα μεταξύ 5 και 10 ετών, εξ’ ού και η προσδοκία ότι το 2026 θα έχουμε την εξίσωση των αξιών του 2006. Τα στοιχεία αναφέρθηκαν στο συνέδριο του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, για την αγορά κατοικιών και οικοπέδων της πόλης, και όπως επισημάνθηκε, οι αγοραστές είναι τώρα περισσότερο απρόθυμοι να αναλάβουν κινδύνους, γιατί η οικονομική ύφεση έχει επηρεάσει αυξήσεις στους μισθούς και τις προοπτικές απασχόλησης. Οι συναλλαγές των ακινήτων το 2016 χαρακτηρίστηκαν από επιφυλακτικότητα λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας, της υψηλής φορολόγησης της ιδιοκτησίας και του θεσμικού πλαισίου που εμποδίζει τις επενδύσεις στις κατασκευές. Το κόστος κατασκευής παραμένει επίσης υψηλό, ειδικά στις τιμές των υλικών στις κατασκευές, παρά τη μείωση του κόστους εργασιών, και η έλλειψη ρευστότητας επιτείνει το πρόβλημα του κόστους.

Οι αρνητικοί αυτοί παράγοντες, όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο εισηγητής κ. Αλέξανδρος Βασιλείου, πολιτικός μηχανικός- οικονομολόγος, δε δικαιολογούν μία «έκρηξη» πτώσης των τιμών δεδομένου ότι το ενδιαφέρον του αγοραστή σε νέες κατοικίες παραμένει αρκετά υγιές, έστω και αν οι συναλλαγές έχουν επιβραδυνθεί. Στο ερώτημα αν θα εξακολουθήσουν να πέφτουν οι τιμές των κατοικιών, μεγάλο μέρος της προσαρμογής τιμών έχει ήδη συμβεί και οι τιμές μπορεί να εισέλθουν σε μια φάση παρατεταμένης σταθεροποίησης. «Στα πρώτα τρίμηνα του 2017, οι μέσες τιμές θα εξακολουθήσουν προσαρμογή προς τα κάτω και η φθίνουσα φάση θα πρέπει να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2019 που θα αποτελέσει το πρώτο έτος αυξήσεων των τιμών για τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι λόγοι γι’ αυτή την μεσοπρόθεσμη προσδοκία είναι:

α) Οι τάσεις αυξήσεων των τιμών των ακινήτων σε προνομιακές περιοχές.
β) Το ποσοστό μείωσης των τιμών έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία τρίμηνα.
γ) Προβλέπεται αυξημένο ενδιαφέρον από τους επαγγελματίες επενδυτές το 2017.
δ) Ευκαιρίες που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια λόγω της εκποίησης του μεγάλου, κυρίως αναξιοποίητου αποθέματος των ελληνικών τραπεζών».

Η αγορά στη Θεσσαλονίκη

Όσον αφορά ειδικότερα την αγορά της συμπρωτεύουσας, όπως επεσήμανε ο κ. Βασιλείου, η κτηματαγορά σήμερα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από εξορθολογισμό των ζητούμενων τιμών στις ακριβότερες περιοχές και σύγκλιση τιμών με περιοχές που παρουσιάζουν παρόμοια ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το 2016 το σύνολο της κτηματαγοράς στη Θεσσαλονίκη συνέχισε να χαρακτηρίζεται από περιορισμένο όγκο συναλλαγών, ως αποτέλεσμα των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Πιο ανθεκτικό στην οικονομική κρίση και στη καθίζηση στην αγορά διαμερισμάτων κατοικίας αποδεικνύεται το κέντρο της Θεσσαλονίκης, που οφείλεται κυρίως στην απουσία νεόδμητων κατοικιών. Όπως λένε κύκλοι της αγοράς, το κέντρο της Θεσσαλονίκης διατηρεί την αίγλη του, αποτελώντας διαχρονική αξία για κάθε εν δυνάμει αγοραστή ακινήτου που διαθέτει και το σχετικό ποσό για την αγορά ενός ακινήτου. Η πλειονότητα των πωληθέντων διαμερισμάτων είναι μέχρι 110 τ.μ, ενώ στις μεγάλες κατοικίες, άνω των 110τμ, υπάρχει το φαινόμενο των μειώσεων στις τιμές πώλησης. Ο κ. Βασιλείου ανέφερε ότι στις πωλήσεις ακινήτων οι μειώσεις στις τιμές είναι περιορισμένες, με τη χαμηλότερη τιμή πώλησης να είναι 400 ευρώ/τ.μ. και η υψηλότερη στα 5.700 ευρώ/τ.μ. Αντίστοιχα, και στις περιπτώσεις αγοράς κατοικιών προτιμήθηκαν τα παλαιότερα ακίνητα, της περιόδου 1955-1985 , αφού τα επέλεξε το 65% των αγοραστών.

Στις πωλήσεις παρατηρείται ότι αγοράζονται ακίνητα μικρά και μεσαία, ενώ υπάρχει μικρή ζήτηση για τα πιο μεγάλα διαμερίσματα, άνω των 110 τ.μ. Όσον αφορά την ενοικίαση κατοικιών στη συμπρωτεύουσα, οι τιμές κινούνται με διαφορετικές «ταχύτητες» μεταξύ περιοχών του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης. Σε κάποιες περιοχές οι μέσες ζητούμενες τιμές, που «κατρακύλησαν» μέχρι και κατά 40% από το 2009 μέχρι τον Δεκέμβριο 2015, δείχνουν να ανακάμπτουν από το 2016 στις περισσότερες περιοχές της Θεσσαλονίκης. Οι οικοδομές αν και στην πλειοψηφία τους είναι παλιάς κατασκευής (γεγονός που συνεπάγεται σε επιπλέον έξοδα από τον αγοραστή για την ανακαίνιση τους) συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των κατοίκων της πόλης, είτε για ιδιοκατοίκηση, είτε για επένδυση. Στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο και στις περιοχές κοντά στα πανεπιστήμια, στην προτίμηση των ενδιαφερόμενων βρίσκονται τα διαμερίσματα 1 υπνοδωματίου, σε καλή κατάσταση, ανεξαρτήτου ηλικίας οικοδομής, 40- 60τ.μ., σε τιμές 250-350 ευρώ. Στις ίδιες επίσης περιοχές ζητούνται και διαμερίσματα δύο υπνοδωματίων, 70-80 τ.μ., σε τιμές 380- 420 ευρώ. Σε ότι αφορά το κέντρο της Θεσσαλονίκης, συναντάμε ζητούμενες τιμές μίσθωσης κατοικιών μέχρι και 11 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, ενώ κανένα σπίτι δεν προσφέρεται με λιγότερο από 3 ευρώ/τμ.

Αλλά, ενώ κάποιοι – οι αδύναμοι δανειολήπτες που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους – θα δουν τα σπίτια να βγαίνουν σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ή να τα χάνουν από κατασχέσεις, κάποιοι άλλοι, με υψηλότατα δάνεια, δεν ανησυχούν καθόλου. Όπως ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, ο οποίος οδεύει προς τη νέα τράπεζα Credicom. Αυτό προκύπτει από στοιχεία που βλέπουν το φως τη δημοσιότητας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, σε ορισμένους κύκλους – και μάλιστα πολύ ισχυρούς – τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορεί ένα ερώτημα για το τι συμβαίνει με δάνειο που είχε ο Άνθιμος Θωμόπουλος στην τράπεζα Πειραιώς. Το συγκεκριμένο δάνειο, όπως είναι γνωστό, ο Α.Θωμόπουλος το είχε πάρει από την Εθνική Τράπεζα στην οποία εργαζόταν, και όταν έφυγε από την Εθνική, επί εποχής Τουρκολιά, το μετέφερε στην Πειραιώς. Είχε κάθε δικαίωμα να συνάψει δάνειο και καλώς το έπραξε. Μέχρι εδώ κανένα πρόβλημα. Όμως αυτοί οι ισχυροί κύκλοι που λέγαμε παραπάνω, άφηναν ορισμένα υπονοούμενα σχετικά με την όλη διαδικασία. Τι συμβαίνει τελικά με αυτό το δάνειο; Εξυπηρετείται κανονικά; Εάν εξυπηρετείται έχει καλώς. Εάν δεν εξυπηρετείται, τι έχει συμβεί; Υπάρχει ακόμη; Έχει κοκκινίσει; Έχει διαγραφεί; μφανίζεται στα βιβλία της Πειραιώς; Εάν τίποτε από αυτά δεν ισχύει, μήπως έχει μεταφερθεί σε τρίτο πρόσωπο ή σε άλλο νομικό σχήμα και ποιο είναι αυτό; Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να απαντήσει ο κ.Ά.Θωμόπουλος σ’ αυτά τα ερωτήματα που πλανώνται στον αέρα, ώστε να μην υπάρχει καμία σκιά. Βέβαια, εξίσου σημαντικό με την απάντηση, είναι να αποκαλυφθεί ποιοι είναι αυτοί οι κύκλοι που ασχολούνται με το δάνειο του Α.Θωμόπουλου, μια κατά τα άλλα, αδιάφορη υπόθεση.

Την ίδια στιγμή βέβαια που στήνεται το σκηνικό για την αρπαγή των κατοικιών και της περιουσίας των κόκκινων δανειοληπτών, την ίδια στιγμή που κάποιοι – όπως ο Α.Θωμόπουλος – δεν ανησυχούν για το δάνειό τους, γιατί δεν είναι απλοί δανειολήπτες, αλλά έχουν ένα κάποιο κύρος στην κοινωνία, υπάρχει και το πολιτικό σύστημα της χώρας που πολύ πρόθυμα αφήνει στην άκρη τις οποίες πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, όταν φυσικά πρόκειται να εξυπηρετήσει τις δικές του ανάγκες.

Αναφερόμαστε φυσικά στην αποκάλυψη ότι, εν μέσω φορολογικών αυξήσεων για την πλειοψηφία των πολιτών, οι 300 της Βουλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι υπόλοιποι αιρετοί (δήμαρχοι και περιφερειάρχες) αποφάσισαν τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν και έφτανε ως και τις 2.000 ευρώ ετησίως. Κάτι που φυσικά προκάλεσε, δικαιολογημένα, αντιδράσεις. Κυρίως, όμως, προκάλεσε ένα νέο κύμα πολιτικής υποκρισίας εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού της χώρας, που αντιστρατεύεται τη διακηρυγμένη βούληση όλων να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πρόσωπό τους και στο πολιτικό σύστημα γενικότερα.

Τί έχει συμβεί;

Με την εισαγωγή της εισφοράς αλληλεγγύης, αρχικώς ως έκτακτης και στη συνέχεια ως μόνιμης, είχε προβλεφθεί «ειδική μεταχείριση» για τους αιρετούς. Καλούνταν να πληρώσουν περισσότερα από το «μέσο πολίτη», ως συμβολικό δείγμα της βούλησής τους να συνεισφέρουν στην προσπάθεια της χώρας και να αναλάβουν το ανάλογο βάρος. Η πρόσθετη επιβάρυνση ορίστηκε, αρχικώς, στο 6% (όταν το ανώτατο κλιμάκιο για τους… κοινούς θνητούς ήταν το 5%) και εν συνεχεία στο 8%. Με τις αλλαγές, ωστόσο, που επέφερε η τελευταία διάταξη του 2016 για την ειδική εισφορά συνέβη το εξής: ενώ αυξήθηκε η επιβάρυνση για όλους όσοι εισπράττουν περισσότερα από 20.000 ευρώ ετησίως, η ειδική, επιβαρυντική διάταξη για τους αιρετούς καταργήθηκε. Για τα επίπεδα αμοιβών των βουλευτών, αυτή η αλλαγή συνεπάγεται μείωση της φορολογικής τους επιβάρυνσης ως και 2.000 ευρώ.

Την ίδια ώρα, όποιος εργαζόμενος εισέπραττε ανάλογα ποσά, ενδεικτικά 60.000 ευρώ ανά έτος, θα έπρεπε να βάλει το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη καθώς θα έπρεπε να πληρώσει επιπλέον ποσό εισφοράς της τάξεως των 1.500 ευρώ! Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και έπεται η υποκρισία. Ο μεν Πρόεδρος της Βουλής δήλωσε ότι οι βουλευτές αντιμετωπίζονται όπως όλοι οι φορολογούμενοι, «ξεχνώντας» να αναφέρει ότι, ουσιαστικά, ευνοήθηκαν από την κατάργηση της ειδικής και επιβαρυντικής διάταξης που τους αφορούσε. Η αντιπολίτευση, αξιωματική και ελάσσονα, επίσης βγήκε στο κλαρί, όσο μπορούσε τουλάχιστον. Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, εκπρόσωποι άλλων κομμάτων εμφανίστηκαν αποστασιοποιημένοι από τη ρύθμιση, δηλώνοντας ότι δεν την ψήφισαν. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αρνήθηκαν να ψηφίσουν, συνολικά, το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Αμφιβάλλουμε αν υπάρχει ένας βουλευτής που, μέσα στη Βουλή, διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για την έμμεση πλην σαφή φορολογική ελάφρυνση των 300. Και, λοιπόν; Τίποτε! Σε μία χώρα που το θαύμα κρατά τρεις ημέρες, η τακτική των βουλευτών είναι η αναμενόμενη.

Λαμβάνουν αποστάσεις έως ότου η επικαιρότητα αναδείξει ένα άλλο θέμα και το προηγούμενο ξεχαστεί. Υπάρχει μία απλή λύση. Οι 300 να επιστρέψουν στο δημόσιο ταμείο την ελάφρυνση. Αρκεί η αντιπολίτευση, που διαφωνεί, να καταθέσει μία απλή τροπολογία. Δύο – τρεις γραμμές αρκούν. Υποθέτουμε δε, ότι δύσκολα η κυβερνητική πλειοψηφία θα την αρνηθεί. Θα το τολμήσουν όμως; Ακούγονται ήδη όσοι ισχυρίζονται ότι η αντιμετώπιση του θέματος έχει και στοιχεία λαϊκισμού ή υποκρισίας έναντι των αιρετών. Ότι, δηλαδή, η χώρα δεν σώζεται από τις 600.000 ευρώ της ελάφρυνσης των βουλευτών ή τους ενός εκατομμυρίου για όλους τους αιρετούς. Ότι οι αιρετοί θα πρέπει να αμείβονται καλά, δεδομένων των συνθηκών, ώστε να μπορούν να νομοθετούν και να αποφασίζουν χωρίς δουλείες. Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερος λαϊκισμός. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα υποκρισίας από το απλώς να καταγγέλλεις κάτι ενώ, λόγω της θέσης σου ως βουλευτής, μπορείς να το αλλάξεις.

Βλέπουμε λοιπόν ότι το κυβερνών σύστημα εξυπηρετεί μια χαρά τον εαυτό του. Το πολιτικό και τραπεζικό σύστημα αυτοπροστατεύεται και αυτοεξυπηρετείται όταν πρόκειται να διαφυλάξει τα κεκτημένα του. Άλλα ισχύουν  για τους πολίτες και άλλα για τους πολιτικούς όσον αφορά στην εισφορά αλληλεγγύης. Άλλα ισχύουν για τους απλούς δανειολήπτες με κόκκινα δάνεια και άλλα ισχύουν για υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη που παίρνουν δάνεια. Και μετά φταίνε οι δανειολήπτες που θα τους αρπάξουν τα σπίτια με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις.

Αλλά βέβαια, πρέπει να ανακάμψει η αγορά ακινήτων και να ξαναβρούν τα ακίνητα τη παλιά τους αξία. Μόνο που τα κέρδη θα τα εισπράξουν τα distress funds. Οι απλοί Έλληνες δανειολήπτες, απροστάτευτοι από το πολιτικό και το τραπεζικό κατεστημένο, θα δουν τα σπίτια τους και τα ακίνητά τους να φεύγουν από την κατοχή τους επειδή είχαν την ατυχία να χάσουν τη δουλειά τους. Αλλά πολιτικοί και τραπεζίτες, θα συνεχίσουν να τρώνε με χρυσά κουτάλια.

danioliptes.gr