Έρχεται Task Force της ΕΚΤ για όλα τα “κόκκινα” δάνεια. Καμία εμπιστοσύνη δεν υπάρχει από τους δανειστές στο ελληνικό πολιτικό και τραπεζικό σύστημα. Στο “μικροσκόπιο” ειδικής αποστολής του SSM τον Ιούνιο στην Αθήνα θα βρεθούν οι ελληνικές τράπεζες, με επίκεντρο τις ρυθμίσεις των “κόκκινων” δανείων τους. Τα πορίσματα του επιτόπιου ελέγχου θα είναι κρίσιμα, καθώς αναμένεται να λειτουργήσουν ως “δείκτης” πιθανών νέων κεφαλαιακών αναγκών για τις ελληνικές τράπεζες, εν όψει των πανευρωπαϊκών stress tests του 2018. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κεφαλαίου”, τα στελέχη του SSM θα παραμείνουν στην Αθήνα επί πέντε εβδομάδες, “τεστάροντας” τα χαρτοφυλάκια των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών.
Ο έλεγχος, ωστόσο, δεν θα γίνει αναφορικά με το πόσο επιτυγχάνονται οι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, αλλά θα επικεντρωθεί στην ποιότητα των ρυθμίσεων των “κόκκινων” δανείων από πλευράς τραπεζών. Πρόκειται για το στοιχείο εκείνο που θα καταδείξει την αποτελεσματικότητα του χειρισμού των NPEs από τις τράπεζες, με βασικό ζητούμενο την αύξηση των ανακτήσεων οφειλών, αλλά και το στοιχείο που θα καθορίσει το αν και το πότε οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια. Κατόπιν αυτού, η ειδική αποστολή του SSM τον Ιούνιο στην Αθήνα θα έχει τρόπον τινά τον ρόλο ενός άτυπου stress test για τη βιωσιμότητα των λύσεων που έχουν εφαρμόσει οι τράπεζες για την αντιμετώπιση των “κόκκινων” δανείων τους, ανιχνεύοντας περιπτώσεις ρυθμίσεων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως “ρουφήχτρες” κεφαλαίων. Στόχος είναι να προληφθούν τέτοια φαινόμενα και, σε κάθε περίπτωση, να μην πιάσουν στον “ύπνο” τις τράπεζες και τις εποπτικές Αρχές, βαδίζοντας προς τα stress tests του 2018.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι εποπτικές Αρχές “δυσπιστούν” στο να αρκεστούν σε στοιχεία για ποσοτική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, επιμένοντας να διερευνήσουν κατά πόσον αυτή προέρχεται από βιώσιμες ρυθμίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, “μια μηνιαία δόση δανείου 500 ευρώ που μέσω ρύθμισης γίνεται 50 ευρώ για τρία χρόνια και μετά βλέπουμε…” δεν πρόκειται να κριθεί υγιής μακροπρόθεσμη ρύθμιση από τον SSM, καθώς δεν εγγυάται ουσιαστική ανάκτηση της οφειλής για την τράπεζα. Άρα, μπορεί να δημιουργήσει, εν όψει των stress tests του 2018 –τα οποία θα διενεργηθούν πανευρωπαϊκά με βάση τη “φωτογραφία” των τραπεζικών ισολογισμών στις 31/12/2017–, την ανάγκη διενέργειας ελέγχων για την ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών. Δηλαδή, να χρειαστεί ένα AQR, όπως αυτό που επεβλήθη στις ελληνικές τράπεζες το 2015 με το δημοψήφισμα και την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, αναδεικνύοντας νέες κεφαλαιακές ανάγκες για τις τράπεζες.
Αν και είναι ακόμη πρώιμο να προδικάσει κανείς ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν και τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση, ήδη έχει χαθεί από πλευράς στόχων για τη μείωση των NPLs το α’ τρίμηνο του 2017. Η αβεβαιότητα λόγω των νέων καθυστερήσεων στην αξιολόγηση ανέτρεψε την τάση αποκλιμάκωσης των “κόκκινων” δανείων, δημιουργώντας και νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη στιγμή που το ζητούμενο είναι η ταχεία αποδέσμευση κεφαλαίων των τραπεζών από τα μη υγιή δάνεια, ώστε να κατευθυνθούν σε νέα, υγιή, δίνοντας ώθηση στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Το πισωγύρισμα του α’ τριμήνου 2017 και το γεγονός ότι τα χρονικά περιθώρια για τις τράπεζες είναι πολύ στενά και πλήρως εξαρτώμενα από τις εξελίξεις με την αξιολόγηση γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ της άποψης των “απαισιόδοξων” ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια μέσα στους επόμενους 18 μήνες.
Πόσο μάλλον τη στιγμή που ο μείζων στόχος της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαρτάται από τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και την ανάπτυξη, για την οποία πλέον οι προσδοκίες έχουν “ψαλιδιστεί” περί το 1,5%, από 2,7%. Στον αντίποδα, η επιχειρηματολογία των “αισιόδοξων”, που πιστεύουν πως οι ελληνικές τράπεζες δεν θα χρειαστούν νέα κεφάλαια, στηρίζεται στην άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, στην είσοδο της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ μέχρι το καλοκαίρι και σε κάποιο “θαύμα” για το “κούρεμα” του χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές.
Τα δεδομένα επί του παρόντος δεν επιτρέπουν εφησυχασμό βάσει του αισιόδοξου σεναρίου, ενώ, αν το 2018 η χώρα δεν έχει καταφέρει να βγει για δανεισμό της στις διεθνείς αγορές (που είναι και το πλέον πιθανό), τότε θα πρέπει να αναμένεται νέο AQR στις ελληνικές τράπεζες, που θα αναδείξει ανάγκες πρόσθετων κεφαλαίων. Πολύ απλά, εάν οι τράπεζες αποτύχουν να μειώσουν ικανοποιητικά τα προβληματικά τους δάνεια –και ο στόχος αυτός για φέτος βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε επιτυχείς μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις δανείων–, τότε θα απαιτηθεί μια τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση.
Οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις
Προκειμένου το ενδεχόμενο αυτό να αποτραπεί, ή ακριβέστερα να έχει υπολογιστεί εκ των προτέρων, ο SSM θα τεστάρει εγκαίρως το “ποιόν” των ρυθμίσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη δυνατότητα που παρέχουν στις τράπεζες για ουσιαστικές ανακτήσεις οφειλών. Η ανάκτηση οφειλών και ενεχύρων αποτελεί μείζον ζητούμενο και τονίστηκε στις τράπεζες και κατά την πρόσφατη επίσκεψη της επικεφαλής του SSM, Ντανιέλ Νουί, στην Αθήνα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται, ειδικότερα, τέσσερις επιμέρους επιχειρησιακοί στόχοι των τραπεζών που παρακολουθεί ο SSM και αφορούν:
α) Ανάκτηση σε μετρητά (από εισπράξεις τόκων, προμηθειών, αποπληρωμών κεφαλαίου, διακανονισμών, ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, μεταβιβάσεων) μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το μέσο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
β) Δάνεια με μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ρυθμισμένων με μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις εξυπηρετούμενων δανείων.
γ) Υπόλοιπο μη εξυπηρετούμενων δανείων για περίοδο άνω των 720 ημερών, τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί, προς το άθροισμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων για περίοδο άνω των 720 ημερών τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί και των καταγγελμένων δανείων.
δ) Υπόλοιπο καταγγελμένων δανείων για τα οποία έχουν κινηθεί νομικές διαδικασίες προς το σύνολο των καταγγελμένων δανείων.
Σύμφωνα με πληροφόρηση από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, η στροφή των τραπεζών στις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις είναι εκτεταμένη, καθώς μόνο στο α’ εξάμηνο του 2016 οι εν λόγω ρυθμίσεις είχαν αυξηθεί κατά 31%, και κατά 61% αν υπολογιστεί ή αύξησή τους στο διάστημα Ιουνίου 2015 – Ιουνίου 2016. Προφανώς, η στροφή στις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις έγινε πολύ πιο “ανοιχτή” από το β’ εξάμηνο του 2016, οπότε και έδωσε αποτελέσματα στην ποσοτική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ρυθμίσεων αφορά κυρίως τις κατηγορίες των επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων, με την τελευταία κατηγορία να αυξάνεται κατά 145% μόνο στο α’ εξάμηνο του 2016 σε σχέση με το τέλος του 2015.
Ωστόσο, παρά την επιμήκυνση ως προς τον χρονικό ορίζοντα των ρυθμίσεων/διευθετήσεων δανείων, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό των φακέλων οι οποίοι υπόκεινται εκ νέου σε ρύθμιση, παρά το γεγονός ότι είχε υλοποιηθεί μακροπρόθεσμη διευθέτηση στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα ποσοστό 37,5% των συνολικών ρυθμισμένων συμβάσεων(φακέλων) που υπόκεινται ξανά σε ρύθμιση, με την τάση αυτή, μάλιστα, να είναι περισσότερο εμφανής στα δάνεια τα οποία είχαν ήδη ρυθμιστεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το στοιχείο αυτό, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, υποδηλώνει την ανάγκη να εφευρεθούν νέοι, πιο αποτελεσματικοί τύποι ρυθμίσεων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στις ρυθμίσεις που προωθούν, οι τράπεζες ζητούν περισσότερες εξασφαλίσεις, χωρίς όμως να τις λαμβάνουν.
Ο δείκτης “αξία εξασφαλίσεων προς συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα” συνεχίζει να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (51%). Το ανάλογο ποσοστό για την αξία εξασφαλίσεων προς τα ρυθμισμένα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανέρχεται σε 59%, αποτυπώνοντας την τάση των τραπεζών να επιδιώκουν επιπλέον εξασφαλίσεις κατά τη διάρκεια των ρυθμίσεων. Ωστόσο, ο ανωτέρω λόγος βαίνει σταδιακά μειούμενος, καθώς ενδεχομένως οι δανειζόμενοι δεν παρέχουν, λόγω αδυναμίας, εξασφαλίσεις ανάλογες των ποσών που ρυθμίζονται.
Σημειώνεται ότι το 81,3% των συνολικών εξασφαλίσεων αφορά ακίνητα. Οι δείκτες “αξία εξασφαλίσεων προς συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα” διαμορφώνονται στο 75,6% για τα στεγαστικά δάνεια, στο 14,5% για τα καταναλωτικά και στο 49% για τα επιχειρηματικά δάνεια.
Τα NPEs και NPLs μέχρι τέλη 2016
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ που δημοσιεύθηκαν την εβδομάδα αυτή, το τελευταίο τρίμηνο του 2016 οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει τόσο για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (δάνεια σε καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά αβέβαιης είσπραξης) όσο και των μη εξυπηρετούμενων δανείων (δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών).
Με στοιχεία Δεκεμβρίου 2016, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αγγίζουν τα 104,8 δισ. ευρώ (εξαιρούνται τα εκτός ισολογισμού στοιχεία) ή 1 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό-στόχο. Σε παρόμοια πορεία, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν τα 75,9 δισ. ευρώ ή περίπου 0,5 δισ. ευρώ χαμηλότερα από τον στόχο.
Οι επιδόσεις αναφορικά με τους δύο δείκτες παρακολούθησης (δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και μη εξυπηρετούμενων δανείων)ξεπέρασαν τους στόχους, με τον δείκτη ΜΕΑ να βρίσκεται στο 50% συγκριτικά με τον στόχο του 50,5% και τον δείκτη ΜΕΔ στο 36,2% συγκριτικά με τον στόχο του 36,4%.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2016, οι εισπράξεις από μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα προς το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ξεπέρασαν τον στόχο που είχε τεθεί (0,8%, συγκριτικά με 0,6%). Οι υψηλότερες επιδόσεις σχετίζονται κυρίως με τις αυξημένες εισπράξεις στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, καθώς και με την πώληση ενός δανείου.
Παρά τη μείωση, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει υψηλός σε όλα τα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2016 άγγιζε το 41,5% για το στεγαστικό, το 54% για το καταναλωτικό και το 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα στα δάνεια των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 68,3%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων(58,9%). Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, καλύτερες επιδόσεις παρατηρήθηκαν στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (ο δείκτης στο 26,7%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (33%).
Συνολικά, ο δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε επιβράδυνση κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2016, παραμένοντας όμως υψηλότερος από τον ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στον ρυθμό αθέτησης και τον ρυθμό αποκατάστασης οφείλεται κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, για το οποίο οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αντίθετα, στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο παρατηρήθηκε υψηλός ρυθμός αποκατάστασης, που υπερβαίνει τον ρυθμό αθέτησης. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη, ενώ τον κυριότερο παράγοντα μείωσης αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος αυξήθηκε οριακά, αγγίζοντας το 49,6% τον Δεκέμβριο του 2016, από 49,5% τον Σεπτέμβριο του 2016. Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που επιτυγχάνεται είναι πλήρης.
danioliptes.gr