Θα δανείζατε χρήματα φορολογουμένων στη Volkswagen, τη ντροπιασμένη αυτοκινητοβιομηχανία που αξίζει 35% λιγότερο από ό,τι ένα χρόνο πριν; Θα προσφέρατε οικονομική στήριξη στην Telecom Italia, την οποία τόσο η Moody’s Investor Service όσο και η S&P Global Ratings θεωρούν δανειολήπτη “σκουπίδι”, ανάξιο να κατέχει στάτους επενδυτικής βαθμίδας;

Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ακούσιες συνέπειες των ανανεωμένων προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να “νεκραναστήσει” την οικονομία της ευρωζώνης με την επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ώστε να περιλαμβάνει και τους εταιρικούς τίτλους. Αυτή την εβδομάδα, δάνεισε στην πράξη κρατικά χρήματα στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και στην ιταλική εταιρεία τηλεπικοινωνιών, περιλαμβάνοντας τα ομόλογά τους στον κατάλογο των τίτλων προς αγορά. Δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι η νομιμότητα των αποφάσεων της κεντρικής τράπεζας για τη διεύρυνση της αποστολής της αμφισβητείται στα γερμανικά δικαστήρια.

Η διευρυμένη άσκηση αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ αν μη τι άλλο είναι αδέξια. Η κεντρική τράπεζα ισχυρίζεται ότι απλώς χρησιμοποιεί ένα ακόμη εργαλείο από την εργαλειοθήκη της νομισματικής πολιτικής. Αλλά η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι η διεύρυνση του προγράμματος αγοράς ομολόγων πέρα από το κρατικό χρέος αποτελεί απόδειξη της αποτυχίας της πολιτικής, όχι επιτυχία. Ακόμη κι αν οι αγορές έχουν οδηγήσει το κόστος του κρατικού δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα -η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Γερμανίας άγγιξε το 0,02% την Παρασκευή, τόσο κοντά στο μηδέν που δεν κάνει διαφορά- υπάρχει μικρή προοπτική ο πληθωρισμός να επιστρέψει στον στόχο του 2% της τράπεζες στο άμεσο μέλλον.

Το πρόβλημα της ευρωζώνης δεν είναι η απουσία φθηνού χρήματος, είναι η έλλειψη ζήτησης για επενδύσεις κεφαλαίου. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν χρειάζονται τη βοήθεια της ΕΚΤ για να μειώσουν το κόστος δανεισμού τους – οι αποδόσεις των ομολόγων ήταν ήδη κοντά στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα πριν τη στιγμή που ο Draghi ανακοίνωσε ότι επεκτείνει το φάσμα των αγορών QE.

Η ΕΚΤ δεν δανείζει στην Volkswagen επειδή η αυτοκινητοβιομηχανία χρειάζεται τα χρήματα. Η κεντρική τράπεζα ελπίζει ότι τα χρήματα που διαθέτει για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα βρουν το δρόμο τους με κάποιο τρόπο προς την πραγματική οικονομία και έτσι θα αποτρέψει την απειλή του αποπληθωρισμού. Αλλά καταφεύγει στο εταιρικό χρέος επειδή κινδυνεύει να ξεμείνει από επαρκή επιλέξιμα κρατικά ομόλογα που θα τη βοηθήσουν να τηρήσει την υπόσχεση της να επεκτείνει κάθε μήνα τον ισολογισμό της κατά 80 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του QE.

Επί δύο διαδοχικούς μήνες, η ΕΚΤ δαπάνησε λιγότερα σε πορτογαλικά και ιρλανδικά ομόλογα απ’ ότι ορίζουν οι ίδιοι οι κανόνες της. Αναλυτές μεταφράζουν αυτή τη φειδώ ως ένα σημάδι ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες ανησυχούν ότι δεν υπάρχουν αρκετά κρατικά ομόλογα για όλη τη διάρκεια του προγράμματος, το οποίο είναι προγραμματισμένο να ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 2017.

Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε που ο Draghi δεσμεύθηκε να κάνει “ό,τι χρειαστεί” για να σώσει το ευρώ αποκρούοντας από που εξελισσόταν σε μία υπαρξιακή κρίση για το εγχείρημα του κοινού νομίσματος. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του προς τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να προσθέσουν δημοσιονομική δύναμη πυρός στις προσπάθειές του να αναζωογονήσει την οικονομία συνεχίζουν να προσκρούουν σε μη ευήκοα ώτα. Η νομισματική πολιτική εξακολουθεί να είναι η μόνη άμυνα που διαθέτει η ευρωζώνη απέναντι στους κινδύνους του αποπληθωρισμού.

Όταν τα χρήματα των φορολογουμένων αρχίζουν να επενδύονται σε εταιρείες με αξιολόγηση “Junk” όπως η Telecom Italia, είναι αρκετά σαφές ότι η νομισματική πολιτική πλησιάζει στο σημείο εξάντλησής της από την άποψη του τι μπορεί να προσφέρει για την οικονομία. Η επέκταση που αποφασίστηκε στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ είναι λόγος ανησυχίας, όχι πανηγυρισμού.

Του Mark Gilbert, Bloomberg View, Capital