Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα (2000-2009) το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έβαινε διαρκώς µειούµενο και πληµµύριζε την αγορά µε υπερχειλή ρευστότητα. Παράλληλα, τα επιµέρους διατραπεζικά επιτόκια Libor και Euribor αποκλιµακώνονταν αντίστοιχα, δηµιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες χρηµατοδότησης για το σύνολο των πολιτών της ΕΕ.
Την ίδια εποχή, οι ελληνικές τράπεζες, αφενός µε όπλο την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης, επί εποχής Καρατζά, ως ∆ιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και αφετέρου σύµφωνα µε τη «µόδα της εποχής» προέβαιναν στη δηµιουργία κάποιων νέων πιστωτικών προϊόντων. Τα νέα αυτά πιστωτικά προϊόντα παρουσίαζαν ελαστικότητα και ευελιξία στην επιτοκιακή τους επιβάρυνση, δηλαδή το επιτόκιό τους συµφωνούνταν κυµαινόµενο, προκειµένου ο εκάστοτε δανειολήπτης να απολαµβάνει τα οφέλη από τις αντίστοιχες µειώσεις των διατραπεζικών επιτοκίων αλλά και, εν µέρει, να µοιράζεται και να επιβαρύνεται µε τον κίνδυνο της αύξησης του κόστους του χρήµατος στις χρηµαταγορές.
Αυξανόταν το διατραπεζικό – αυξανόταν και το δικό µας επιτόκιο
«Αύξηση του κόστους του χρήµατος», σηµαίνει ότι µια κίνηση του διατραπεζικού επιτοκίου προς υψηλότερα επίπεδα, επιβαρύνει το κόστος δανεισµού χρήµατος για τις τράπεζες και, επομένως, επιβαρύνει αναλόγως το δάνειο του εκάστοτε καταναλωτή, µε το αυξηµένο αυτό κόστος. (Αν οι τράπεζες δανείζονται ακριβότερα από την ΕΚΤ, ακριβότερα θα δανείσουν και αυτές στους πελάτες τους). Αντιστοίχως, όµως, µια µείωση του διατραπεζικού επιτοκίου θα έπρεπε να παράγει αυτόµατες ανάλογες και αντίστοιχες µειώσεις επιτοκίων όλων των δανείων που είχαν συµφωνηθεί ως κυµαινόµενα.
Όλα αυτά, βεβαίως, υποτίθεται ότι θα µπορούσαν να συµβαίνουν σε καθεστώς µιας πλήρως απελευθερωµένης και άκρως ανταγωνιστικής διατραπεζικής αγοράς, γεγονός το οποίο (σύµφωνα µε την αποτυχημένη Οικονοµική Σχολή του Σικάγο) θα οδηγούσε σε µια αυτορρυθµιζόµενη πορεία της αγοράς προς διαρκώς χαµηλότερα επιτόκια, που, τελικά, θα κατέληγαν σε όφελος του καταναλωτή-δανειολήπτη.
Ωστόσο, η πράξη απέχει έτη φωτός από την κάθε οικονοµική θεωρία.
Έτσι, η θεωρία περί αυτορρύθµισης των αγορών, για την οποία καµάρωνε η Σχολή του Σικάγο και τα µέτρα της οποίας υιοθετεί και εφαρµόζει το ∆ΝΤ και γενικώς, όλοι οι νεοφιλελεύθεροι επί γης, αποδείχτηκε εσφαλµένη και µάλιστα, σε επιστηµονικό επίπεδο, αφού το Νόµπελ Οικονοµικών του 2011 το κέρδισαν οι Οικονοµολόγοι, Τόµας Σάρτζεντ και Κρίστοφερ Σιµς, οι οποίοι απέδειξαν το λάθος της.
Αυτό το άρθρο όµως, δεν γράφεται προκειµένου να ανατρέξει σε ιστορικά στοιχεία οικονοµικής φύσεως αλλά προκειµένου να αναδείξει µια τεράστια απάτη που στήθηκε και παίχτηκε σε βάρος όλων αυτών των δανειοληπτών, οι οποίοι επέλεξαν τη µορφή του κυµαινόµενου επιτοκίου στις δανειακές τους συµβάσεις.
Θύµατα… όσοι έχουν δάνειο µε κυμαινόμενο βάσει Euribor
Σε αυτό το σηµείο, είναι ώρα να αποστούµε από την µακροοικονοµία των αγορών και να περάσουµε στο µικροοικονοµικό πεδίο του κάθε δανειολήπτη, ο οποίος έλαβε χορήγηση δανείου µε κυµαινόµενο επιτόκιο, συνδεδεµένο µε το επιτόκιο Euribor ή Libor.
Πέραν, λοιπόν, από τη συνήθη άρνηση των τραπεζών να αποκλιµακώνουν τα επιτόκια χορηγήσεων, όταν µεσολαβεί αντίστοιχη µείωση του διατραπεζικού επιτοκίου (Euribor ή Libor – πρακτική η οποία έχει ήδη νοµολογηθεί παράνοµη ως καταχρηστική), πέρα από τις κρυφές επιβαρύνσεις (π.χ. µε το έτος των 360 ηµερών), τα παράνοµα «έξοδα» (έξοδα φακέλου, έξοδα επαναξιολόγησης κλπ), τις «προµήθειες» και τόσα άλλα παράνοµα, που καλούνται να πληρώνουν οι δανειολήπτες, έρχεται στην επιφάνεια ένα στοιχείο απόλυτα κρίσιµο και πλήρως ανατρεπτικό, ακόµα και της νοµίµου υποστάσεως της κάθε οφειλής.
Toxwni
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.