«Παροπλισμένες» παραμένουν οι τράπεζες, όσον αφορά την διαχείριση των χαρτοφυλακίων των «κόκκινων» δανείων, καθώς δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί το νομοθετικό πλαίσιο περί εξώδικου συμβιβασμού και προστασίας των εμπλεκομένων με τις αναδιαρθρώσεις επιχειρηματικών χρεών στελεχών.
Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν εκκρεμότητες από την λίστα των προαπαιτουμένων της τρέχουσας αξιολόγησης, όπως άλλωστε και οι αλλαγές στα διοικητικά συμβούλια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, χωρίς την επίλυση των οποίων θεωρείται βέβαιο πως η προσπάθεια επίλυσης του καυτού θέματος της έκθεσης του τραπεζικού τομέα στις επισφάλειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν θα μπορέσει να φέρει θετικό αποτέλεσμα.
Τον περυσινό Σεπτέμβριο είχαν συμφωνηθεί οι στόχοι των τραπεζών για την μείωση -σε βάθος τριετίας- της έκθεσής τους στα «κόκκινα» δάνεια, με αναφορά σε 3μηνιαίους στόχους εντός του 2017 και ετησίους για τα επόμενα δύο έτη. Ο σχεδιασμός για το διάστημα 6/2016 – 12/2019 προβλέπει μείωση του ανοίγματος σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατά 38%, ώστε το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να ανέλθει πλέον στα 66,7 δισ. ευρώ από 106,9 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, αν και ήδη έχουν συμφωνηθεί οι προαναφερόμενες θεσμικές και νομοθετικές ρυθμίσεις, η προσαρμογή προχωρά με πολύ αργούς ρυθμούς, ενώ καμμία ενέργεια δεν έχει γίνει προς την κατεύθυνση εξειδικευμένης εκπαίδευσης του δικαστικού προσωπικού ή παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών προς υπερχρεωμένα νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες.
Από την άλλη, η πολυπόθητη ανάπτυξη δεν αναμένεται να έρθει στην χώρα μας σύντομα, καθώς ακόμη σήμερα η ύφεση «καλπάζει» -γεγονός που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την προσπάθεια των τραπεζών για επιτυχή διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει ότι, πέραν του εξώδικου συμβιβασμού, η απλοποίηση της διαδικασίας εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης, αλλά κυρίως η δημιουργία δευτερογενούς Αγοράς δανείων, στην οποία θα συμμετέχουν οι εταιρείες διαχείρισης και μεταβίβασης δανειακών απαιτήσεων, μπορεί μεν να αποτελούν προκλήσεις τόσο για τις τράπεζες όσο και την ίδια την Πολιτεία, αλλά θα συντελούσαν οπωσδήποτε στην μείωση του πιστωτικού κινδύνου.
Εάν οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες, ο πιστωτικός κίνδυνος δεν αναμένεται να υποχωρήσει, καθώς η όποια χρονική παράταση της ύφεσης θα επιφέρει νέες απώλειες στα εισοδήματα και πολλά χρεωμένα νοικοκυριά δεν θα μπορούν αν εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, ενώ, ταυτόχρονα, η ακίνητη περιουσία τους θα έχει απομειωθεί, οπότε ακόμη και η πώληση της κατοικίας τους δεν θα αποτελεί λύση. Αντίστοιχα, οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να ανακτήσουν τα οφειλόμενα μέσω της ρευστοποίησης των ενυποθήκων εξασφαλίσεών τους.
Άλλωστε, αν η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινωθεί περαιτέρω, τα μέτρα εξυγίανσης δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν την νέα αύξηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ουσιαστικά, οι τράπεζες προς το παρόν έχουν στα χέρια τους μόνο τον αναθεωρημένο Κώδικα Δεοντολογίας, στη βάση του οποίου επιχειρούν να προβούν σε ρυθμίσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο νέος Κώδικας θα εφαρμόζεται υποχρεωτικά και από τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων και τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων του νόμου 4354/2015. Υπενθυμίζουμε ότι προς ώρας έχει δοθεί μόνο μία άδεια, για τέτοιου είδους επιχείρηση, από τις 10 αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στην ΤτΕ.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας εφαρμόζεται μόνο σε φυσικά πρόσωπα, επαγγελματίες και μικρές επιχειρήσεις με μέσο όρο κύκλου εργασιών της τελευταίας τριετίας μικρότερο του 1 εκατ. ευρώ. Με βάση τον αναθεωρημένο Κώδικα Δεοντολογίας, το χρονικό σημείο για αποστολή της πρώτης ειδοποίησης – κλήσης για ένταξη του οφειλέτη στη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.) έχει μετατεθεί από τις 30 στις 60 ημέρες από τη μη καταβολή δόσης. Επίσης, έχει επιμηκυνθεί από τις 15 στις 30 ημέρες η προθεσμία αποστολής ειδοποίησης από την τράπεζα, ενώ έχει δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των δανειοληπτών, αποσαφηνίζοντας σε ποιες περιπτώσεις απαιτείται αποστολή των ειδοποιήσεων σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή.
Για τις ρυθμίσεις των δανείων, ο Κώδικας έχει εισαγάγει την έννοια του ελαχίστου επιπέδου των «ευλόγων δαπανών διαβίωσης» και έχει επεκτείνει το δικαίωμα υποβολής ενστάσεων σε όλα τα φυσικά πρόσωπα (και όχι μόνο σε αυτά των οποίων διακυβεύεται η κατοικία), καθώς και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Επίσης, υποχρεώνει τις τράπεζες να παρουσιάζουν στον οφειλέτη δανειολήπτη τη ρύθμιση σε παρούσα αξία και σε αντιπαραβολή με την εκτιμώμενη αξία πλειστηριασμού στις περιπτώσεις που η τράπεζα, έχοντας αποκλείσει λύση ρύθμισης, προτείνει λύση οριστικής διευθέτησης που περιλαμβάνει ρευστοποίηση του ακινήτου.
Για την εκτίμηση ακινήτων που περιλαμβάνονται σε ρύθμιση γίνεται χρήση πιστοποιημένων εκτιμητών και προτύπων -ειδικά όταν πρόκειται για κατοικία. Ειδική πολιτική επικοινωνίας προβλέπει ο Κώδικας σχετικά με όσους δανειολήπτες ανήκουν σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες ή πάσχουν από κάποια αναπηρία.
Στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν διαθέτει άλλη κατοικία πλην αυτής στην οποία διαμένει ή αποδεδειγμένα έχει πολύ χαμηλό οικογενειακό εισόδημα και η αντικειμενική αξία της κατοικίας του είναι μικρότερη από 140.000 ευρώ, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να προτείνουν μακροχρόνια ρύθμιση –και πάντως, αν αυτή δεν είναι δυνατή, οφείλουν να προτείνουν πλάνο εξόφλησης που να επιτρέπει την διατήρηση ενός ελαχίστου εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών δαπανώ μιας εύλογα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
deal news