Δυστυχώς, όταν λέγαμε κάποια πράγματα, μας έλεγαν γραφικούς, δεν μας πίστευε κανείς και πολλοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να μας κατηγορήσουν. Αλλά για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι, όποιος κρατάει μικρό καλάθι απέναντι σε κυβερνητικές υποσχέσεις και κορώνες, όποιος είναι λίγο καχύποπτος λόγω των χρόνων εμπειρίας, όποιος είναι ψύχραιμος και έχει μάθει να διαβάζει πίσω από λέξεις και υποσχέσεις, στο τέλος επιβεβαιώνεται.

Αυτό συνέβη και με την εκτίμηση του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα θα «γευτεί» το φθηνό χρήμα της ΕΚΤ και τα capital controls θα αρθούν ως το τέλος του 2017. Αυτό τελικά ήταν κάτι που λειτούργησε ως «γλυκαντικό» στο νέο κύμα μέτρων λιτότητας που ψηφίστηκαν την περασμένη εβδομάδα. Ποιος, όμως, συμμερίζεται την αισιοδοξία του κ.Τσακαλώτου και πόσο εφικτό είναι να δούμε μέσα σε επτά μήνες όλες τις απαιτούμενες εξελίξεις που θα αλλάξουν σε τέτοιο βαθμό το κλίμα και θα επιτρέψουν την άρση των capital controls;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Γερμανός ομόλογος του κ.Τσακαλώτου έχει διαφορετική άποψη. Όχι γιατί ο Wolfgang Schaeuble ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τους κεφαλαιακούς περιορισμούς στην Ελλάδα, αλλά γιατί βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω χαλάρωση και πλήρη άρση είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία. Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης έχει συνδεθεί άρρηκτα με το θέμα του χρέους, ενώ στην επιτάχυνση της χαλάρωσης των περιορισμών θα συμβάλλει καθοριστικά η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE). Παρά τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει η κυβέρνηση για το χθεσινό Eurogroup και την προοπτική συμφωνίας για την εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, Βερολίνο και ΔΝΤ συνεχίζουν να συμφωνούν ότι… διαφωνούν για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αρμόδιοι για να κρίνουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει ο Μάριο Ντράγκι, η ΕΚΤ θα προβεί στη δική της ανάλυση, αφού πρώτα εξειδικευτούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Όμως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει πίσω και να δεχτεί την όποια συμφωνία πριν τις γερμανικές εκλογές. Από την πλευρά του το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και τάσσεται υπέρ μίας ουσιαστικής αναδιάρθρωσης, αν και στην ουσία θα προτιμούσε ένα γενναίο «κούρεμα».

Συνεπώς, όπως και να το δει κανείς, απομακρύνεται η βασική συνθήκη για να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Κατ’ επέκταση η άρση των capital controls θα καταστεί δυνατή από τις ίδιες τις συνθήκες και δεν είναι απόφαση της κυβέρνησης, από τη στιγμή που μία λάθος εκτίμηση και πρόωρη άρση θα είχε εντελώς αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Την ίδια στιγμή η Goldman Sachs εκτιμά ότι είναι απίθανο η Ελλάδα να προλάβει να ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση πριν ξεκινήσει η σταδιακή απόσυρση του προγράμματος. Διότι μπορεί ο Μ.Ντράγκι να έχει δηλώσει στο παρελθόν πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την ένταξη των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ωστόσο την ίδια ώρα η ΕΚΤ δεν πρόκειται να δώσει το «εισιτήριο» στην Ελλάδα, όσο οι συζητήσεις για το χρέος βρίσκονται σε εξέλιξη. Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Ντράγκι δήλωσε από το βήμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης προϋποθέτει τη σύνταξη μίας «ανεξάρτητης» έκθεσης βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ. Παράλληλα, η ΕΚΤ δεν θα ξεκινήσει την ανάλυση της βιωσιμότητας πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τέλος, η έκθεση της ΕΚΤ θα είναι πιο συνολική σε σύγκριση με του ΔΝΤ. Όμως η Goldman εκτιμά ότι η Ελλάδα ενδεχομένως θα χρειαστεί χρόνο για να επανέλθει η Ελλάδα σε μία κατάσταση που ένα σημαντικό μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών θα προέρχεται από τις αγορές. Επισημαίνει, επίσης, ότι η ΕΚΤ στην ανάλυσή της θα δώσει βάση και σε άλλα θέματα όπως η πορεία των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο μίας πιο ολοκληρωμένης αξιολόγησης της κατάστασης στην Ελλάδα.

Όμως, εδώ στην Ελλάδα, προσπαθούν να μας παρουσιάσουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Και σ’ αυτό το παραμύθι, όπως και σε όλα τα άλλα, απαραίτητος είναι ένας δράκος. Ένας κακός λύκος. Κάποιος που θα τον χρησιμοποιούν για να κάνει τον κακό και να μας υποχρεώνει δήθεν να ψηφίζουμε και να δεχόμαστε όλο και πιο σκληρά μέτρα, ώστε να βγει η χώρα από τα μνημόνια. Και στο δικό μας μύθο, αυτός ο κακός ο λύκος, δεν είναι άλλος από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο οποίος χθες εμφανίστηκε πάλι πριν το Eurogroup σκληρός και αμετακίνητος. «Καμία ελάφρυνση του χρέους πριν την λήξη του προγράμματος» είπε.

Κι αμέσως ήταν πολλοί αυτοί – και κυρίως κάποια ΜΜΕ – που προσπάθησαν να μας πείσουν ότι ο κακός Σόιμπλε δεν αφήνει την Ελλάδα να ανασάνει, μόνο και μόνο για να ξαναγίνει υπουργός Οικονομικών της χώρας του μετά τις γερμανικές εκλογές. Μόνο που αυτό που είπε ο Σόιμπλε, το προβλέπει η συμφωνία που έχουν συνυπογράψει πριν ένα χρόνο η Ελληνική κυβέρνηση και οι δανειστές. Δεν είπε λέξη παραπάνω. Και αυτό που θα έπρεπε να έχει σημασία είναι, πριν εκφράσουμε κρίσεις και απόψεις κατά του Β.Σόιμπλε, να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει και ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που δαιμονοποιούν τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, ώστε να μετατρέπεται στον κακό του Ελληνικού προβλήματος.

Ο μέσος πολίτης, αυτός ο οποίος δεν είναι υποχρεωμένος ούτε να γνωρίζει τα ακριβή οικονομικά μεγέθη και παραμέτρους, ούτε να θυμάται ακριβώς τι συμφώνησε η ίδια η Ελληνική κυβέρνηση πριν ένα χρόνο, εύκολα μπορεί να υιοθετήσει την εκτίμηση ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια μάχη μεταξύ Ελληνικής κυβέρνησης και Σόιμπλε. Η αλήθεια είναι πως πράγματι βρίσκεται σε εξέλιξη μια τέτοια μάχη, αλλά πρόκειται για μια μάχη εντυπώσεων και όχι ουσίας. Στην ουσία έχουμε δυστυχώς χάσει εδώ και καιρό. Πριν από έναν χρόνο (25 Μαΐου 2016) Ελληνική κυβέρνηση και δανειστές συμφώνησαν στο Eurogroup μερικά συγκεκριμένα πράγματα που αφορούν στο Ελληνικό χρέος.

Τα μέτρα ελάφρυνσής του χωρίστηκαν σε βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Τα πρώτα, θα έπρεπε να αρχίσουν να εφαρμόζονται έως το τέλος του μνημονίου τον Αύγουστο του 2018. Αυτό αρχίζει να συμβαίνει. Για τα μεσοπρόθεσμα, η απόφαση εκείνη είναι επίσης συγκεκριμένη «Θα αρχίσουν να εφαρμόζονται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος». Στην ακριβή διατύπωση εκείνης της απόφασης μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, το Eurogroup αναμένει την πιθανή εφαρμογή του δεύτερου μέρους των προαπαιτούμενων μέτρων μετά την επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος». Αναφέρεται δηλαδή, σε πιθανή εφαρμογή.

Ο Σόιμπλε χθες, δεν είπε τίποτα παραπάνω από αυτό που περιγράφει η περυσινή απόφαση. Ότι θα αρχίσουν να εφαρμόζονται μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, το καλοκαίρι του 2018. Αν η απόφαση αυτή είναι κακή, αυτό αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα, αλλά δυστυχώς την έχει συνυπογράψει η Ελληνική κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, η οποία σήμερα επιχειρεί να «πουλήσει» την ενδεχόμενη ρύθμιση του χρέους ως μια μεγάλη επιτυχία της. Αυτό που βρίσκεται σε εκκρεμότητα είναι να συμφωνηθεί το είδος των μέτρων αυτών κάτι το οποίο συνδέεται με την βιωσιμότητα του χρέους. Εδώ υπάρχει η διαφορετική προσέγγιση μεταξύ Ε.Ε. και ΔΝΤ.

Αυτό δεν αλλάζει την ουσία, ότι δηλαδή τα όποια μεσοπρόθεσμα μέτρα θα εφαρμοστούν – αν εφαρμοστούν – μετά το καλοκαίρι του 2018. Και αυτό, έχει συμφωνηθεί από πέρυσι. Η ουσία επίσης είναι πως η κυβέρνηση έχει ανάγκη σ αυτό το παραμύθι να προβάλει ένα αφήγημα που θέλει την ίδια να νικά τον κακό. Τον Σόιμπλε. Το έχει ανάγκη για να πείσει την κοινή γνώμη στο εσωτερικό πως γι αυτά τα σκληρά μέτρα που ψήφισαν οι 153 βουλευτές της πριν λίγες ημέρες πήρε κάτι. Την όποια ρύθμιση του χρέους. Η οποία ωστόσο έχει συμφωνηθεί από πέρυσι. Τότε που «δεν θα έπαιρνε κανένα απολύτως μέτρο». Οπότε, μάλλον δεν φταίει ο Σόιμπλε για όλα τα κακά της μοίρας. Μάλλον θα έπρεπε να αναζητήσουμε την αιτία του κακού πιο κοντά. Και μάλιστα εντός συνόρων.

danioliptes.gr