αρχείο λήψης

Δεν μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί η κυβέρνηση αποφεύγει συστηματικά να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Τα λογιστικά παιχνίδια με τα νούμερα δεν μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται πλέον

Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την αύξηση της αξίας των οφειλών προς ιδιώτες, και ειδικά των εκκρεμών επιστροφών φόρων. Η κατάσταση αυτή δεν πλήττει μόνο την αγορά, αλλά και το ίδιο το Δημόσιο. Πρέπει να καταλάβουν ότι ήδη η στάση τους έχει προκαλέσει πρόβλημα, έχει χειροτερεύσει τους όρους δανεισμού.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι, στο πλαίσιο της πρόσφατης συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση, από την πλευρά των “θεσμών” έχει εισαχθεί κατηγορηματική ρήτρα.  Προβλέπει την πληρωμή εκ μέρους του Δημοσίου 400 εκατομμυρίων ευρώ τουλάχιστον. Και τούτο, όταν μέχρι τώρα δεν υπήρχε, σε κανένα Μνημόνιο, η παραμικρή υποχρέωση για εθνική συνεισφορά.  Μέχρι τώρα τα λεφτά προέρχονταν μόνο από τις δόσεις των δανείων. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Γιατί το κράτος-μπαταχτσής εξακολουθεί να αποφεύγει τις πληρωμές, με αποτέλεσμα να σφίγγει όλο και περισσότερο η θηλιά ρευστότητας στην αγορά;

Γιατί οδηγεί σε ασφυξία πολίτες και επιχειρήσεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που στα συρτάρια υπάρχουν τα κεφάλαια που θα μπορούσαν να καλύψουν ένα μέρος έστω των οφειλών του Δημοσίου;

Που αποσκοπεί αυτή η ιδιότυπη ομηρία της αγοράς;

Αν ο στόχος είναι να φαίνονται υψηλότερα τα πλεονάσματα, έχει σαθρά πόδια. Γιατί και την αγορά βυθίζει σε ύφεση, περιορίζοντας τα κρατικά έσοδα, και την αξιοπιστία της χώρας πλήττει.

Και, επιπλέον, μπορεί να φέρει και δημοσιονομικό πλήγμα. Αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει έγκαιρα, μέσα στον Αύγουστο, να δαπανήσει τη δόση που έλαβε από τους δανειστές, και μάλιστα με ισχυρότατο αντάλλαγμα, με μια καταιγίδα μέτρων 6,5 δισ. ευρώ, τότε θέτει σε κίνδυνο την ομαλή εκταμίευση της επόμενης υπoδόσης. Αυτής που προσδοκά να πάρει, αν τα καταφέρει, από την 1η Σεπτεμβρίου.

Θα είναι, άραγε, έτοιμη; Θα δώσει τα 800 εκατ. της δόσης και τα άλλα 400 εκατ. τουλάχιστον “κρατικά” χρήματα στην αγορά μέσα στις επόμενες εβδομάδες ή θα συνεχίσει να κρατά σε ομηρία τον ιδιωτικό τομέα…;

Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, Capital