Η κυβέρνηση, πιστή στις επιταγές του συστήματος που υπηρετεί, το οποίο βλέπει τον Άνθρωπο ως αναλώσιμο αριθμό και εμπόρευμα των Αγορών, υποταγμένο στην εκάστοτε πολιτειακή εξουσία, επιχειρεί αυταρχικά, αμείλικτα και αποφασιστικά τη διάλυση κάθε καταλοίπου του Κοινωνικού Κράτους. Μετά την Υγεία, απειλεί τώρα, και μάλιστα με ένδικα μέσα, την Εκπαίδευση.
Στο πλαίσιο του οράματος της για αναβάθμιση του σχολείου και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών (Ν. 4692/2020, 4823/2021), προβάλλοντας το αξίωμα μιας πιο ποιοτικής εκπαίδευσης, που κάθε κοινωνία επιθυμεί, επέβαλε με νόμο την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων (ΦΕΚ 4189/10-9-21). Αποσκοπεί, όπως επικαλείται, «στη βελτίωση της ποιότητας των τριών βασικών λειτουργιών της σχολικής μονάδας: α) της παιδαγωγικής και μαθησιακής λειτουργίας, β) της διοικητικής λειτουργίας, και γ) της λειτουργίας της ως επαγγελματική κοινότητα μάθησης που προωθεί την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών». Το έργο της σχολικής μονάδας αποτιμάται, ως προς τις τρεις προαναφερόμενες βασικές λειτουργίες σε εννέα επιμέρους άξονες. Αυτοί περιλαμβάνουν τη διδασκαλία, μάθηση και αξιολόγηση, τη σχολική διαρροή-φοίτηση, τις σχέσεις μεταξύ μαθητών/τριών, και αυτών με τους εκπαιδευτικούς, τη σχέση σχολείου-οικογένειας, την ηγεσία-οργάνωση και διοίκηση της σχολικής μονάδας, το σχολείο και την κοινότητα, την συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε επιμορφωτικές δράσεις.
Η λειτουργία του σχολείου ως προς τους εννέα αυτούς άξονες θα πρέπει να περιγραφεί με δείκτες αξιολόγησης στην κλίμακα μη επαρκής, επαρκής, καλή, εξαιρετική. Η αξιολόγηση αυτή ξεκινά από ομάδες δράσης του συλλόγου διδασκόντων κάθε σχολείου και την ευθύνη υλοποίησης έχει ο εκάστοτε διευθυντής/-τρια της σχολικής μονάδας. Σε περίπτωση που ο Σύλλογος Διδασκόντων δεν προβεί στις ενέργειες αυτές, την ευθύνη διεκπεραίωσης τους έχει ο διευθυντής/-τρια σε συνεργασία με τον Σύμβουλο της Εκπαίδευσης. Μάλιστα οι αποφάσεις του είναι υποχρεωτικές για τους εκπαιδευτικούς, καθώς η ολοκλήρωση της διαδικασίας «συνιστά υπηρεσιακό καθήκον μείζονος σημασίας», δηλαδή πειθαρχικό αδίκημα σύμφωνα με τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα που προβλέπει βαρύτατες ποινές (υποβιβασμός κλιμακίου, περικοπές ημερομισθίων, καθαίρεση του διευθυντή κ.λ.π). Τα αποτελέσματα της αυτοαξιολόγησης αναρτώνται σε ιστοσελίδα του ΙΕΠ και επί αυτών καταθέτουν οι επόπτες, από τη οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης και την Περιφέρεια, τις δικές τους παρατηρήσεις και αξιολογήσεις, που επίσης δημοσιοποιούνται στην ψηφιακή εφαρμογή του ΙΕΠ. Τελικός κριτής, σε εθνικό επίπεδο, είναι οι, ελεγχόμενοι και αξιολογούμενοι από την κυβέρνηση, κρατικοί φορείς Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ και ΙΕΠ. Στις επίσης δημοσιοποιημένες στην ιστοσελίδα του ΙΕΠ, εκθέσεις τους εισηγούνται «τρόπους βελτίωσης και αποτελεσματικότερης οργάνωσης των διαδικασιών του Συλλογικού Προγραμματισμού και της Εσωτερικής και Εξωτερικής αξιολόγησης». Ουσιαστικά δηλαδή προτείνουν λύσεις που κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν εμπεριέχουν και απολύσεις.
Η κυβέρνηση, μέσω του νομοσχεδίου, μετακυλίει κάθε ευθύνη της αυτονόητης κρατικής μέριμνας για τη δημόσια Παιδεία στις σχολικές μονάδες και στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους οποίους υποχρεώνει σε έναν ανελέητο και αθέμιτο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Η όποια ομόνοια, συνοχή και αλληλεγγύη του Συλλόγου Διδασκόντων διασπάται και χάνεται η αξιοπρέπεια, ατομική και συλλογική. Προσφέρεται το κατάλληλο πλαίσιο να αναδειχτούν προσωπικά πάθη και ανταγωνισμοί εξοβελίζοντας την λογική και την ανθρωπιά. Ο εκπαιδευτικός ταπεινώνεται, εξαχρειώνεται και εκμηδενίζεται. Παράλληλα, του επιβάλλεται ένας τεράστιος όγκος γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης, χωρίς κανένα ουσιαστικό παιδαγωγικό αποτέλεσμα, που τον ωθεί στην εργασιακή εξάντληση. Κι όλα αυτά υπό την απειλή του πειθαρχικού αδικήματος σε περίπτωση μη συμμόρφωσης! Η κυβέρνηση και το σύστημα που τη στηρίζει έχουν ως κύριο όπλο τους τον φόβο και την τρομοκρατία. Στόχος είναι η μετάλλαξη της σχολικής μονάδας σε επιχειρηματική, κατηγοριοποιώντας τα σχολεία σε «εξαιρετικά» και «μη επαρκή», και η στελέχωσή της με εκπαιδευτικό προσωπικό χωρίς απαιτήσεις και δικαιώματα, πλήρως χειραγωγούμενο και εξολοκλήρου υποταγμένο. Η αξιολόγηση είναι η εισαγωγή σε ένα σφαγείο, όπου θα εκτελεστεί τόσο η μονιμότητα των εκπαιδευτικών και το αγαθό της Δημόσιας και Δωρεάν Εκπαίδευσης, όσο και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ίδια η έννοια της Παιδείας.
Ο συνδικαλιστικός κλάδος των εκπαιδευτικών έχει αντιληφθεί ποια είναι τα πρόβατα σε αυτό το σφαγείο κι ότι ο εχθρός είναι αδίστακτος. Εκτός από το αυταρχικού τύπου πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία (βλ. τη σχετική ανακοίνωση του ΕΠΑΜ) βασικό εργαλείο στο κυβερνητικό νομικό οπλοστάσιο που ισοπεδώνει κάθε κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα είναι η κυβερνητική επίθεση στο συνδικαλιστικό δικαίωμα με τον πρόσφατο νόμο Χατζηδάκη που κρίνει παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίδρασή των εκπαιδευτικών είναι συλλογική, με εντυπωσιακή συμμετοχή στην απεργία-αποχή από την αξιολόγηση τηρώντας τα λοιπά διδακτικά τους καθήκοντα. Η μαζικότητα της αντίδρασης προκαλεί τρόμο στην Κεραμέως, που καταφεύγει σε ένδικες προσφυγές για να επιτύχει την διάλυση του κινήματος.
Σε πρώτη φάση ασκήθηκε αγωγή κατά της ΟΛΜΕ στο μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που αποφάνθηκε ότι η απεργία-αποχή είναι παράνομη και καταχρηστική, αλλά η απόφαση όχι άμεσα εκτελεστέα (απόφαση 534/2021). Οι ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, έχοντας στη συνέχεια και τη στήριξη της ΑΔΕΔΥ, προσέφυγαν στο μονομελές Εφετείο και η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε για τον Γενάρη του 2022. Όμως, κατόπιν διαταγής της Υπουργού, η ημερομηνία άλλαξε για τις 11 Οκτώβρη. Επίσης, με το πρόσχημα του κατεπείγοντος, καθώς «επίκειται η έναρξη της ένδικης απεργίας-αποχής» τα υπουργεία Οικονομικών και Παιδείας-Θρησκευμάτων, για το ίδιο θέμα στράφηκαν και κατά της εναγόμενης ΑΔΕΔΥ, απαιτώντας για 2η φορά από το μονομελές πρωτοδικείο Αθηνών να αναγνωρίσει την απεργία των εκπαιδευτικών ως παράνομη και καταχρηστική, όμως η απόφαση να είναι αυτή τη φορά άμεσα εκτελεστέα απειλώντας με χρηματική ποινή 10.000 ευρώ για κάθε παράβαση.
Το ίδιο δικαστήριο κλήθηκε να εκδικάσει δύο αγωγές για το ίδιο θέμα, τις οποίες κατέθεσε η πολιτική ηγεσία κατά των συνδικαλιστικών ενώσεων των εργαζομένων που υποτίθεται εκπροσωπεί! Το κράτος-εργοδότης λειτουργεί απροκάλυπτα τιμωρητικά και εκβιαστικά απέναντι στους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα. Το κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη έχει διαρραγεί και καταπατηθεί από μια κυβέρνηση με αυτοκρατορικό προφίλ.
Τη Δευτέρα, 11 Οκτώβρη 2021, η εκδίκαση της έφεσης των ΟΛΜΕ και ΔΟΕ συμπίπτει με την ημέρα της ήδη προκηρυχθείσας απεργίας από διδακτικά και λοιπά καθήκοντα των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων και κατηγοριών, με κάλυψη των τριτοβάθμιων σωματείων τους (ΔΟΕ, ΟΛΜΕ,ΠΟΣΕΕΠΕΑ, ΟΙΕΛΕ) από την ΑΔΕΔΥ. Η αναμενόμενη, βάσει πολλών ενδείξεων, μαζική κινητοποίηση των απεργών εκπαιδευτικών θα είναι, λοιπόν, σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τα αντιλαϊκό σύστημα, που τώρα εκπροσωπείται από την κυβέρνηση της ΝΔ, ασκώντας έντονη πίεση στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Η Δικαιοσύνη, ως Ανεξάρτητη Αρχή Εξουσίας, έχει χρέος να προασπίσει το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία από την αυταρχική επίθεση της Εκτελεστικής Εξουσίας που επιχειρεί με αυθαίρετα νομοθετήματα και κατάχρηση εξουσίας να τα καταλύσει. Στην προκειμένη περίπτωση, υπό την αναμενόμενη πίεση του συλλαλητηρίου, θα δηλώσει ευθαρσώς ενώπιον του Λαού αν παραμένει Ανεξάρτητη και τον προστατεύει από την αυθαιρεσία μιας απολυταρχικής εξουσίας ή αν έχει υποταχθεί σε αυτήν την εξουσία. Ωστόσο, τη στάση της δικαιοσύνης, έχει ήδη προκαθορίσει η απόφαση του Πρωτοδικείου κατά της εναγόμενης από την κυβέρνηση ΑΔΕΔΥ.
Προς αιφνιδιασμό των πάντων και με το πρόσχημα του «κατεπείγοντος», η υπόθεση
εκδικάστηκε με ταχύτατες και συνοπτικές διαδικασίες την Παρασκευή 8 Οκτώβρη 2021 στο μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο συμμορφώθηκε πλήρως με τις επιταγές της κυβέρνησης (απόφαση 542/2021). Το αιτιολογικό της απόφασής του, που έκρινε παράνομη και καταχρηστική την απεργία-αποχή, ήταν ότι η ΑΔΕΔΥ δεν είχε καταθέσει αίτημα διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου στον Ο.Μ.Ε.Δ., τον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, για τα αιτήματα της απεργίας. Επίσης, ότι η απεργία δεν εστιάζει στην επίλυση των προβλημάτων που ο νόμος περί αξιολόγησης δημιουργεί στους εκπαιδευτικούς, λόγω των πρόσθετων, πέραν του εκπαιδευτικού τους έργου, υποχρεώσεων, αλλά έχει ως μόνο αίτημα την κατάλυση των σχετικών διατάξεων, κάτι που εξαρτάται από τη βούληση του ελληνικού κοινοβουλίου. Συνεπώς, σύμφωνα με το αιτιολογικό του δικαστή, η προκηρυχθείσα απεργία, που έχει αόριστη διάρκεια, συνιστά «πολιτική» απεργία «αφού επιχειρεί να καταλύσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί» (!!!). Γι’ αυτό απαγορεύεται η έναρξή της με την απειλή, για κάθε παράβαση, χρηματικής ποινής 3000 ευρώ εις βάρος της ΑΔΕΔΥ, προς συμμόρφωση της διοίκησης του επαγγελματικού σωματείου στη δικαστική απόφαση, η οποία κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή, καθώς συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι.
Η εν λόγω δικαστική απόφαση καταστέλλει βάναυσα το δικαίωμα της απεργίας, σε πλήρη εναρμόνιση με τον αντισυνταγματικό νόμο Χατζηδάκη. Η κάθε απεργία έχει πολιτικό χαρακτήρα, εφόσον εκφράζει την αντίθεση και τη διαμαρτυρία μέρους του λαού προς κυβερνητικές αποφάσεις οι οποίες κρίνονται και αξιολογούνται από τον ίδιο τον λαό. Το δικαίωμα διεκδίκησης που προτάσσει κάθε απεργία, όπως και η συγκεκριμένη, δε σημαίνει και άρνηση του κοινοβουλευτισμού. Η άρνηση προκύπτει από την ιδεολογική εξάρτηση του δικαστή, που στην προκειμένη λειτουργεί ως επιτελάρχης της κυβέρνησης της ΝΔ. Το να κρίνεται ως αδίκημα η πολιτική στάση των πολιτών και των συνδικαλιστικών τους οργάνων, με το σκεπτικό ότι απειλεί την ανατροπή του καθεστώτος, αποτελεί χουντικό αξίωμα. Επί του καθεστώτος Μεταξά και της Χούντας των Συνταγματαρχών ήταν οι μοναδικές φορές που οι πολιτικές απεργίες απαγορεύτηκαν στην Ελλάδα.
Και τώρα, με την εν λόγω απόφαση, το συνταγματικό δικαίωμα της απεργίας δεν υφίσταται. Ο εργαζόμενος στο Δημόσιο Τομέα δεν έχει πλέον δικαίωμα ούτε να διεκδικεί, ούτε να δυσανασχετεί, ούτε να ασκεί την κριτική του στις κυβερνητικές επιλογές, όπως είθισται στην δημοκρατία, αλλά απαιτείται μόνο να συμμορφώνεται στις εντολές του καθεστώτος. Κάθε άλλη στάση του καταδικάζεται ως απειλή ενάντια στο καθεστώς και επισύρει ποινές και πρόστιμα.
Η απεργία, λοιπόν, των εκπαιδευτικών στις 11 Οκτώβρη 2021, αφορά όλη την κοινωνία, καθώς με την πρόσφατη δικαστική απόφαση κατά της ΑΔΕΔΥ διακηρύσσεται η αλαζονική υπεροψία ενός αυταρχικού καθεστώτος που ελέγχει τη δικαστική εξουσία και καταλύει κάθε έννοια συνταγματικής αρχής, απαιτώντας από τους πολίτες υποταγή και συμμόρφωση στο καθεστώς.
Οφείλουμε όλοι να ταχθούμε στο πλευρό του αγώνα τους!
Είναι μια ευκαιρία του λαού μας να επαναφέρει σε αυτόν τον τόπο τη Δημοκρατία και να αποκαταστήσει το Σύνταγμα, που κουρελιάστηκε και καταλύθηκε επί μια δεκαετία με τις μνημονιακές δεσμεύσεις, την αναίρεση της λαϊκής ετυμηγορίας στο δημοψήφισμα του 2015 και με τα πρόσφατα μέτρα κατά της πανδημίας του covid, την επιβαλλόμενη υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού που καταργεί το δικαίωμα του αυτεξούσιου στο σώμα μας και την αναστολή εργασίας εκατοντάδων εργαζομένων.
Ο αγώνας αυτός πρέπει να δικαιωθεί!
Αθήνα, 9 Οκτωβρίου 2021
ΕΠΑΜ. Τομέας Παιδείας και Πολιτισμού