«Πλειστηριασμοί ή πολιτική σταθερότητα» είναι το δίλημμα που φιλοδοξεί να θέσει η κυβέρνηση στην τρόικα μετά την επιστροφή στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο, των επικεφαλής του κλιμακίου Ε.Ε. – ΕΚΤ – ΔΝΤ.
Σαμαράς και Βενιζέλος τα μέτρησαν και κατέληξαν ότι τα κουκιά δεν φτάνουν, ότι δηλαδή η κυβέρνηση θα πέσει αν προσπαθήσει να περάσει την απελευθέρωση των πλειστηριασμών.
Η προοπτική των εξώσεων οικογενειών που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση δεν αντέχεται από τα κόμματα της συμπολίτευσης και το γάντι θα πεταχτεί στην τρόικα, από την οποία θα ζητηθεί να αναλάβει την ευθύνη, εφόσον παραμείνει αδιάλλακτη, ενός κυβερνητικού ατυχήματος που θα οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο θα παραμείνει ως έχει. Η απόλυτη απαγόρευση των πλειστηριασμών, που ισχύει έως τον Δεκέμβριο, δεν πρόκειται να συνεχιστεί και θα αναζητηθούν όσοι δεν πληρώνουν ενώ θα μπορούσαν.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στα υπουργεία Ανάπτυξης και Οικονομικών δεν γνωρίζουν ούτε πόσοι ούτε ποιοι είναι αυτοί οι κακοπληρωτές. Και είναι αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους μεγαλώνει η γκρίνια στο Μέγαρο Μαξίμου και στη Χαριλάου Τρικούπη για τους χειρισμούς των αρμόδιων υπουργών μέχρι τώρα.
Το πρόβλημα πια δεν είναι τόσο τα κοινωνικά κριτήρια που θα τεθούν για την προστασία όσων βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία εξυπηρέτησης του στεγαστικού τους δανείου όσο η μάχη των πολιτικών εντυπώσεων.
Ο πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αποφάσισαν να βγάλουν στη σέντρα τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα και να πάρουν πάνω τους την υπόθεση, ακριβώς για να σηματοδοτηθεί μια στροφή.
Με τη φράση «θα χειριστώ το θέμα προσωπικά» στην τελευταία σύσκεψη στο Μαξίμου, με τη συμμετοχή 11 υπουργών, ο Σαμαράς έδωσε το σήμα ότι θα επιχειρηθεί στροφή προκειμένου να διασφαλιστεί η κυβερνητική συνοχή.
Το λάθος του Στουρνάρα
Το άδειασμα Στουρνάρα λειτουργεί εκτονωτικά για πολλούς βουλευτές της συμπολίτευσης, που διαπιστώνουν ότι τα πυρά τους εναντίον του υπουργού Οικονομικών πιάνουν τόπο. Τα σκάγια έχει γλιτώσει, για την ώρα τουλάχιστον, ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης, παρόλο που αυτός πρώτος άνοιξε τη σχετική συζήτηση (μέσω του υφυπουργού Σκορδά) και δεν έχει επί της ουσίας διαφορετικές θέσεις από αυτές του Στουρνάρα.
Το μεγάλο λάθος του υπουργού Οικονομικών είναι ότι αισθάνθηκε την αυτοπεποίθηση να βγει μπροστά ως… προστάτης των τραπεζών προκαλώντας το κοινό αίσθημα και εκνευρίζοντας υπέρμετρα βουλευτές της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, που αναρωτιούνται αν έχει πολιτικό κριτήριο και, αν ναι, πού το πάει.
Το ΠΑΣΟΚ, άλλωστε, εγκαλεί τον Στουρνάρα για τις διαρροές του τελευταίου διαστήματος σχετικά με το περιεχόμενο της κυοφορούμενης αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου. Το επιχείρημά τους είναι ότι δεν μπορεί να μην έχουν ενημερωθεί επισήμως και αρμοδίως οι βουλευτές της συμπολίτευσης και την ίδια ώρα να μαθαίνουν από τις εφημερίδες τι θα κληθούν να ψηφίσουν.
Οι Σαμαράς και Βενιζέλος θα συζητήσουν στη σημερινή τους συνάντηση ένα σχέδιο εκτόνωσης, που περιλαμβάνει χρονική παράταση των αποφάσεων και τον εντοπισμό εκείνων που έχουν οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους έναντι των τραπεζών, αλλά αξιοποιούν το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο.
Το πρόβλημα βεβαίως είναι ότι μια διαδικασία αυτού του είδους απαιτεί πολύ χρόνο και την κινητοποίηση πολλών και παράλληλων μηχανισμών – τραπεζών και Δημοσίου – για να βρεθεί άκρη και να μην καούν τα χλωρά μαζί με τα ξερά.
Νοέμβριο και βλέπουμε
Ο κύβος θα ριφθεί τον Νοέμβριο με βάση τον μέχρι στιγμής προγραμματισμό και, αν δεν έχει βρεθεί η επιδιωκόμενη «χρυσή τομή», τότε θα προκριθεί η παράταση της ισχύουσας απαγόρευσης για κάποιους μήνες ακόμη, προκειμένου να αναζητηθεί συμβιβαστική λύση.
Όμως όλα αυτά προϋποθέτουν ότι η τρόικα δεν θα τραβήξει το σκοινί μέχρι να σπάσει. Οι ενδείξεις που υπάρχουν είναι ότι οι εκπρόσωποι των πιστωτών παραμένουν αδιάλλακτοι και αδιάφοροι για τις κυβερνητικές δυσκολίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Σαμαράς διατυμπανίζει πως μόνο αν η ελληνική πλευρά έχει εκπληρώσει όλες τις μνημονιακές δεσμεύσεις χωρίς καθυστέρηση θα έχει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί σε κάποια θέματα αλλαγή της συνταγής.
Η εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας σε ό,τι αφορά τους 12.500 υπαλλήλους που θα υπαχθούν στο σχέδιο της κινητικότητας έως το τέλος Σεπτεμβρίου θεωρείται διασφαλισμένη. Ο Μητσοτάκης έχει τις λίστες που χρειάζεται από όλα τα υπουργεία και αυτό ίσως είναι ένα πλεονέκτημα στη διαπραγμάτευση με την τρόικα το φθινόπωρο, όπως τουλάχιστον βλέπει τα πράγματα το Μαξίμου.
Από εκεί και πέρα η συγκέντρωση άλλων 12.500 «διαθεσίμων» έως τον Δεκέμβριο μοιάζει αδύνατη αυτή τη στιγμή, αλλά τρεις μήνες είναι πολύς πολιτικός χρόνος σε μια συγκυρία όπως αυτή. Για την κυβέρνηση το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα περάσει το… φθινόπωρο χωρίς σοβαρά τραύματα, όχι πώς θα ξεκινήσει τον χειμώνα.
«Ελεγχόμενη ένταση»
Αν σε κάτι έχουν ήδη συμφωνήσει Σαμαράς και Βενιζέλος, αυτό είναι ότι πρέπει να ακολουθήσουν στρατηγική ελεγχόμενης έντασης με την τρόικα στο εξής, να σηκώσουν δηλαδή ένα κάποιο… μπαϊράκι σε ορισμένους ευαίσθητους τομείς που απειλούν την ίδια την επιβίωση της κυβέρνησης. Και δεν πρόκειται μόνο για τους πλειστηριασμούς.
Ακόμη πιο ευαίσθητο θέμα είναι το νέο μνημόνιο που εξήγγειλε ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προαναγγέλλοντας νέο δάνειο για την Ελλάδα από το 2014, όταν ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα. Συναφή δήλωση έκανε και ο επίτροπος Όλι Ρεν, επιβεβαιώνοντας το περιεχόμενο εγγράφου της Bundesbank που αποκάλυψε το «Spiegel», με βάση το οποίο το 2014 θα χρειαστεί νέο «πακέτο» για την Ελλάδα.
Η στρατηγική – ή, για να είμαστε ακριβείς, η επιθυμία – του Μεγάρου Μαξίμου είναι εντελώς διαφορετική. Ζητούμενο είναι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στο τέλος του 2013, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια γενναία ρύθμιση του χρέους και για έξοδο στις αγορές στη διάρκεια της επόμενης χρονιάς, ώστε η τελευταία δόση να δοθεί, όπως προβλέπεται από το τρέχον πρόγραμμα, τον Ιούλιο του 2014.
Διότι, όπως λένε, εάν τελειώσει η ρουτίνα των Eurogroup, που δίνουν πράσινο φως κάθε φορά για την εκταμίευση, στην πραγματικότητα θα χαθεί και ο βασικός μοχλός πίεσης για την εκπλήρωση λογικών και παράλογων προαπαιτούμενων.
Αμφισβητούμενη έξοδος
Είναι όμως εφικτή η έξοδος στις αγορές στο ορατό μέλλον; «Ναι, αν μιλάμε για εγγυημένη έξοδο», ισχυρίζεται υψηλόβαθμη πηγή του οικονομικού επιτελείου και εννοεί ότι, αν το θελήσουν οι εταίροι, τότε μπορεί να διασφαλιστεί η δυνατότητα δανεισμού, εφόσον για παράδειγμα δεσμευτεί η ΕΚΤ ότι θα αγοράσει μεγάλο αριθμό ελληνικών ομολόγων.
Όμως κάτι τέτοιο αποτελεί θέμα πολιτικής βούλησης και αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται οι πιστωτές να έχουν αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα για την Ελλάδα να βγει από τον γύψο.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στις Βρυξέλλες, τη Φραγκφούρτη και την Ουάσιγκτον δεν εμπιστεύονται το ελληνικό πολιτικό σύστημα και θεωρούν ότι θα εγκαταλείψει τον δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των μεταρρυθμίσεων εάν δεν κρέμεται από πάνω του η δαμόκλειος σπάθη ενός μνημονίου, η μη εφαρμογή του οποίου φέρνει το πάγωμα κάποιας δόσης.
Κριτήριο η οικονομία
Στο οικονομικό επιτελείο έχουν καταλάβει καλά ότι το Βερολίνο θέλει να κόψει με κάθε τρόπο τη συζήτηση για άμεσο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Μετά τις γερμανικές εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου θα αρχίσει η συζήτηση εφ’ όλης της ύλης του ελληνικού ζητήματος, με σημείο αιχμής τη βιωσιμότητα του χρέους.
Το ΔΝΤ θα ζητήσει μια βαθιά παρέμβαση, δηλαδή «κούρεμα» με συμμετοχή του δημόσιου / θεσμικού τομέα, αλλά το Βερολίνο θα επιμείνει σε ένα μείγμα ηπιότερων παρεμβάσεων (επιμήκυνση, μείωση επιτοκίων, ενίσχυση τραπεζών απευθείας από τον ESM, επιστροφή κερδών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα).
Η έκβαση της κυοφορούμενης σύγκρουσης ΔΝΤ – Βερολίνου θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από το αποτέλεσμα της απογραφής που θα γίνει για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την αποτίμηση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων χρηματοδοτικών κενών.
Η κυρίαρχη εκτίμηση αναφέρεται σε τουλάχιστον 4 δισ. έως το 2015 και, αν αθροιστούν οι τρύπες για το 2013-14 και οι εκτιμήσεις για το 2016, μιλάμε για ένα πακέτο που μπορεί να φτάσει και τα 20 δισ. ευρώ.
• Το Βερολίνο διαμηνύει στην Αθήνα: «Ξεχάστε το ‘‘κούρεμα’’ και βολευτείτε με ένα δάνειο».
• Η Αθήνα ετοιμάζεται, σύμφωνα με τις κυβερνητικές διαρροές, να απαντήσει: «Ξεχάστε το νέο μνημόνιο γιατί αλλιώς θα πρέπει να βολευτείτε με τον Τσίπρα»!
Το σενάριο της πολιτικής αλλαγής ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους δανειστές, οι οποίοι προβληματίζονται σοβαρά για το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως φοβούμενοι τις πολιτικές συνέπειες – το τι μπορεί να φέρει η εκλογική του νίκη – σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο.
Το γεράκι της ΕΚΤ – και πρώην υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας – Γιοργκ Άσμουσεν ζήτησε να συναντήσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αυτό είναι ενδεικτικό των σκέψεων που γίνονται στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τις εξελίξεις εδώ.
Οι εταίροι και δανειστές θα ήθελαν μια… οικουμενική κυβέρνηση με συμμετοχή Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και άλλων, αλλά γνωρίζουν πια ότι πρόκειται για μια… πολιτική φαντασίωση, η οποία δεν έχει σοβαρές πιθανότητες να εκπληρωθεί. Γι’ αυτό αρκούνται στη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ υπό την προϋπόθεση ότι θα δείξει πειθαρχία μέχρι την… τελική πτώση της.
Ο σχεδιασμός αλλάζει από τη στιγμή που οι κυβερνητικοί εταίροι αποφασίζουν να αποφύγουν την πολιτική αυτοκτονία τους μέσω απελευθέρωσης των πλειστηριασμών και να διεκδικήσουν παράταση ζωής για την κυβέρνηση. Το όριο μέχρι το οποίο μπορεί να φτάσει η παρούσα Βουλή είναι πολύ συγκεκριμένο: Μέχρι να τεθεί σε ψηφοφορία το νέο μνημόνιο, δηλαδή φθινόπωρο – χειμώνα του 2014.
topontiki
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.